Τοποθεσία:

το προαύλιο της φυλακής, το κλουβί ενός παπαγάλου, το εργοστάσιο στο Αμβούργο, το γηροκομείο της γειτονιάς, η σοφίτα του Μπέκετ, η πλατεία Τιεν Αν Μεν. Δεκαπέντε χιλιάδες μέρες στη γη. Ένας άνθρωπος στέκεται μπροστά σε ένα Τανκ. Στέκεται μόνος, ανυπεράσπιστος, μισόγυμνος. Στέκεται, αντιστέκεται μπροστά στον θάνατο, μπροστά στην εξουσία, μπροστά στον θρήνο της δύναμης. Στέκεται, αντιστέκεται, είναι εγώ και εσύ, είναι όλοι οι άνθρωποι, και αυτοί ενωμένοι μοιάζουν με παιδί.

ΣΤΙΓΜΑΤΑ

δε θα σου χαριστώ κόσμε
όσο και να με περνάς για αφελή
σύρθηκα κι εγώ κάποτε
σε αυτά τα έρημα σοκάκια
διεκδικώντας ένα κομμάτι γη
απ’ τους αναδασμούς
έχω και εγώ στίγματα στο κορμί
ένιωσα το κάψιμο
του πυρακτωμένου σίδερου

σαν πούπουλο τώρα αιωρείται
η αλλοτινή μου ομορφιά
αιφνίδια και συναρπαστική
όπως συμβαίνει συχνά
με λευκοφόρους αγγελιαφόρους
σε κήπο με τριανταφυλλιές

ΤΑ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΜΥΑΛΑ

παπαγαλίες
και φτηνά στιχάκια
σε σχολεία, έδρανα
και παρακλήσεις

τα καλύτερα μυαλά της γενιάς μου
δεν τα έφαγε η ξενιτιά
αλλά οι υποκλίσεις

βολεμένοι όλοι σε μια ζωή
από δεύτερο χέρι
στέκω αμήχανος
χωρίς πια να ξέρω
ναι, χωρίς πια να ξέρω