H Λυκόφως παρουσιάζει το έργο του Χένρικ Ίψεν Αρχιμάστορας Σόλνες στο «ΘΕΑΤΡΟΝ» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», Αίθουσα Αντιγόνη από 6 Ιουνίου 2012. Ο Γιάννης Χουβαρδάς σκηνοθετεί ένα από τα τελευταία έργα του σπουδαίου νορβηγού συγγραφέα, γραμμένο το 1892, που πραγματεύεται το δίλημμα της επιλογής ανάμεσα στην ευτυχία και τη φιλοδοξία, τη λαχτάρα αλλά και τον φόβο προς τα νιάτα, την αγωνία μιας ολοκληρωμένης ζωής και το άγχος του θανάτου.
Ο Σόλνες είναι ένας άνθρωπος αποφασισμένος να φτάσει μέχρι τα άκρα για να ξαναγεννηθεί, να ορίσει τη μοίρα του αντί να γίνει θύμα της. Βαθιά αυτοβιογραφικό, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας είχε εξομολογηθεί, το έργο είναι ένας ύμνος προς την ελευθερία, το σπάσιμο των δεσμών που μας κρατούν υπόδουλους στις επιλογές μας.
Η παράσταση θα γίνει με τους θεατές επί σκηνής σε ένα απόλυτα κλειστό σκηνικό χώρο, σαν ένα μαύρο σφραγισμένο κουτί, με έναν λαμπρό σύνολο ηθοποιών.
Σύνοψη
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Χάρβαρντ Σόλνες είναι αρχιμάστορας και αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας, παντρεμένος πολλά χρόνια με την Αλίνε. Μέσω της σπουδαίας και φιλόδοξης καριέρας του κατάφερε να γίνει ένας σημαντικός άνδρας στον τόπο του, αν και ένα ατύχημα – μια πυρκαγιά στο πατρικό της γυναίκας του στο οποίο διέμεναν – στάθηκε η αφορμή για την ανοδική του πορεία. Η Αλίνε δεν ξεπέρασε ποτέ την καταστροφή του πατρικού της και τον χαμό των νεογέννητων διδύμων της που συνέβη λίγο αργότερα. Τελευταία ανησυχεί και για την πνευματική υγεία του συζύγου της, πράγμα που εκμυστηρεύεται στον φίλο τους και γιατρό Δρ. Χέρνταλ. Ο Σόλνες έχει τρεις υπαλλήλους: τον γέρο Μπρόβικ, που κάποτε έμαθε στον Σόλνες τη δουλειά, τον γιο του Ράγκναρ Μπρόβικ και την Κάγια Φόσλι, αρραβωνιασμένη με τον νεαρό Μπρόβικ, αλλά ερωτευμένη με τον Αρχιμάστορα. Ο Σόλνες συντηρεί τα αισθήματα της νεαρής για να μη φύγει ο υπάλληλός του και ανοίξει δικό του γραφείο.
Όταν εισβάλλει στη ζωή τους η νεαρή Χίλντε Βάνγκελ, όλα αλλάζουν. Η Χίλντε του εκμυστηρεύεται ότι πριν 10 χρόνια είχαν γνωριστεί στα εγκαίνια ενός ψηλού καμπαναριού που είχε χτίσει στην πόλη της. Τότε της είχε υποσχεθεί ότι σε δέκα χρόνια θα της χτίσει ένα παλάτι και εκείνη έρχεται τώρα να το διεκδικήσει. Ο Σόλνες μόλις έχει ολοκληρώσει, για εκείνον και τη σύζυγό του, ένα καινούριο σπίτι, με έναν ψηλό πύργο, στις στάχτες του παλιού τους σπιτιού. Η Χίλντε τον πείθει να ανέβει, όπως τότε που τον γνώρισε, στο ψηλότερο σημείο του κτίσματος και να βάλει το στεφάνι για τα εγκαίνια. Ο Σόλνες, όμως, προς έκπληξή της, φοβάται φοβερά τα ύψη. Αλλά προς έκπληξη όλων ανεβαίνει στον πύργο…
Λίγα λόγια για το έργο
Ο Ίψεν έχει φτάσει πια στην ηλικία όπου το ζήτημα της ύπαρξης γίνεται εμμονή. Το έργο παίρνει διαστάσεις αυτοβιογραφικού έργου, εξομολόγησης, καθώς ο ίδιος αρκετά συχνά συστηνόταν ως αρχιμάστορας. Το «κτίσιμο» των έργων του ήταν για εκείνον ο ακρογωνιαίος λίθος της δουλειάς και της ύπαρξής του. Οι ήρωες του έργου του είναι πρόσωπα που συνάντησε στη ζωή του.
Ο νεαρός Ράγκναρ Μπρόβικ, που ο Σόλνες εμποδίζει την εξέλιξη της καριέρας του θα μπορούσε να είναι ο Κνουτ Χάμσουν, ο οποίος συχνά καταφερόταν στις διαλέξεις του εναντίον του Ίψεν, ο Στρίντμπεργκ ή ο Χάουπτμαν που μόλις ξεκινούσαν την καριέρα τους. Η νεαρή Χίλντε Βάνγκελ προσομοιάζει στη νεαρή Χίλντουρ Άντερσεν, την οποία έχει ξανασυναντήσει ένα χρόνο πριν τη συγγραφή του έργου, το 1891. Ο Σόλνες και η Χίλντε έχουν ως ημερομηνία συνάντησης τη 19η Σεπτεμβρίου, ημερομηνία που συμπίπτει με εκείνη της γνωριμίας του Χένρικ Ίψεν με τη Χίλντουρ Άντερσεν. Αλλά η ηρωίδα έχει στοιχεία και από άλλες νεαρές που είχε γνωρίσει ο Ίψεν, όπως την Αιμιλία Μπάρνταχ, καθώς ο Ίψεν είχε αρχίσει να το γράφει πριν επιστρέψει στη Χριστιανία και ξανασυναντήσει την Άντερσεν. Η σχέση του με την κυρία Σόλνες στο έργο θα μπορούσε να συγκριθεί με τη σχέση του Ίψεν με τη σύζυγό του, Σουζάνα. Τέλος, και ο ίδιος, όπως ο ήρωάς του, λάτρευε τους πύργους και έτρεμε τα ύψη…
Τα στάδια της καριέρας του Σόλνες ως αρχιτέκτονα έχουν συγκριθεί από μελετητές με την εξέλιξη των έργων του Ίψεν ως συγγραφέα. Ο Σόλνες έγινε γνωστός φτιάχνοντας εκκλησίες και καμπαναριά, τόπους λατρείας δηλαδή, ενώ ο Ίψεν γράφοντας τα πρώτα του έργα, άλλα ρομαντικά και άλλα φιλοσοφικά και ιστορικά (Οι μνηστήρες του θρόνου, Μπραντ). Ο Σόλνες, στη συνέχεια, αποφασίζει να χτίσει σπίτια για ανθρώπους, ενώ ο Ίψεν περνάει στο ρεαλισμό και ασχολείται με κοινωνικά έργα (Κουκλόσπιτο, Έντα Γκάμπλερ). Τέλος, ο Σόλνες επιθυμεί, διάσημος πια, να χτίσει ουράνια παλάτια. Ο Ίψεν από τον Αρχιμάστορα Σόλνες και μετά, στα τελευταία του έργα δηλαδή, περνάει από τον ρεαλισμό στον συμβολισμό, με έργα που διατρέχονται από μια ευρεία οπτική στο μεταφυσικό περιβάλλον της ανθρωπότητας.
Ο Σόλνες είναι από τους πιο φίλαυτους αλλά παράλληλα από τους πιο θαραλλέους ήρωες του Ίψεν. Δε διστάζει να ανοίξει πόλεμο με τον Θεό. Και αν και τελικά χάνει εξαιτίας επηρμένου χαρακτήρα και υπερβολικής υπερηφάνειας, η ήττα του είναι κατά κάποιο τρόπο και νίκη: νικάει τον Θεό αφού δε διστάζει να τολμήσει αυτό που τον τρομάζει περισσότερο.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Χένρικ Ίψεν (1828-1906)
Ο Χένρικ Ίψεν (Henrik Ibsen, 1828-1906) ήταν Νορβηγός θεατρικός συγγραφέας και ποιητής, ένας από τους πρωτοπόρους της σύγχρονης ευρωπαϊκής δραματουργίας, που επηρέασε βαθύτατα τους Τζέιμς Τζόυς, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Χένρι Τζέιμς και πολλούς άλλους.
Γεννήθηκε στις 20 Μαρτίου του 1828 στη μικρή πόλη Σκίεν, με γονείς τους Κνουτ Ιψεν και τη Μαρίχεν Άλτενμπουργκ. «Οι γονείς μου και από τις δύο πλευρές ήταν μέλη των πιο διάσημων οικογενειών του Σκίεν» γράφει ο ίδιος σε ένα γράμμα του προς τον κριτικό Georg Brandes το 1882. Ο πατέρας του προερχόταν από οικογένεια καπετάνιων, αλλά ο ίδιος αποφάσισε να γίνει έμπορος. Ο γάμος του με την Μαρίχεν ήταν ένα «υπέροχο οικογενειακό προξενιό». Το 1835, σε ηλικία επτά ετών, η οικογένειά του έχασε την περιουσία της και ο Χένρικ με όλη την οικογένεια αναγκάστηκε να μετακομίσει μόνιμα σε ένα μικρό εξοχικό σπίτι στο Βένστεπ. Η χρεοκοπία και η ταξική πτώση της οικογένειας έπαιξαν μεγάλο ρόλο στο μετέπειτα έργο του Ίψεν. Οι χαρακτήρες στα έργα του συχνά καθρεφτίζουν τους γονείς του, και τα θέματα του συχνά ασχολούνται με θέματα οικονομικών δυσκολιών, καθώς και ηθικές συγκρούσεις που προέρχονται από σκοτεινά μυστικά κρυφά από την κοινωνία.
Την 1η Οκτωβρίου του 1845 ο Ιψεν πήρε το χρίσμα στην εκκλησία του Γκιέρπεν και τελείωσε τη σχολική του εκπαίδευση. Το 1845 μετακόμισε στη μικρή πόλη Γκρίμσταντ για να γίνει μαθητευόμενος φαρμακοποιός, επάγγελμα που άσκησε έως το 1850. Προκειμένου να ξεφύγει από την ανιαρή ζωή του Γκρίμσταντ αρχίζει να διαβάζει και να γράφει.
Το 1846, όταν ο Ερρίκος ήταν 18 ετών, απόκτησε ένα νόθο παιδί με την υπηρέτρια του φαρμακοποιού, το οποίο αργότερα αναγνώρισε χωρίς όμως ποτέ να γνωρίσει. Η ιστορία του νόθου γιου του πιθανολογείται πως ήταν και η αιτία που διέκοψε κάθε σχέση με την οικογένεια του. Ο Χέρνικ Ίψεν δεν συνάντησε ποτέ ξανά τον πατέρα του, ενώ είδε την μητέρα του μόνο μια φορά ξανά πριν πεθάνει. Διατηρούσε αλληλογραφία μόνο με μία από τις αδελφές του.
Το 1849 έγραψε το πρώτο του έργο, τον Κατιλίνα, με το ψευδώνυμο Μπρίνγιουλφ Μπγιάρμε. Το 1850, ο Ίψεν μετακόμισε στην Χριστιανία (αργότερα μετονομάστηκε σε Όσλο) και έδωσε εξετάσεις για να μπει στο πανεπιστήμιο, αλλά κόπηκε. Την ίδια εποχή άρχισε να γράφει σε εφημερίδες και ήρθε σε επαφή με τον μικρό λογοτεχνικό κύκλο της Νορβηγίας της εποχής. Εγραψε το δεύτερο έργο του, Ο τάφος του πολεμιστή, που ανέβηκε στο θέατρο της πόλης. Το 1851 ίδρυσε μαζί με τον Άασμοντ Βίνιε την εφημερίδα Andhrimmer. Στα τέλη Οκτωβρίου, ο βιολιστής Όλε Μπουλ τον διόρισε δραματουργό του Νορβηγικού Θεάτρου του Μπέργκεν. Το 1853, μετά από εκπαιδευτικό ταξίδι στα θέατρα του Βερολίνου, της Δρέσδης, του Αμβούργου και της Κοπεγχάγης, έκανε πρεμιέρα το έργο του Η νύχτα του Αγίου Ιωάννου. Το 1857, έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής στο Νορβηγικό Θέατρο της Χριστιανίας (Οσλο). Τον Ιούνιο του 1858 παντρεύτηκε τη Σουζάνα Θόρεσεν. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς έκανε πρεμιέρα το έργο του Τα παλικάρια στο Χέλγκελαντ.
Ο γιος του Σίγκουρντ, το μοναδικό παιδί τους, γεννήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1859. Το 1862 έκανε πρεμιέρα Η Κωμωδία του έρωτα. Την ίδια χρονιά το Νορβηγικό Θέατρο της Χριστιανίας καταστράφηκε οικονομικά και ο Ίψεν βρήκε προσωρινά το 1863 μια θέση, με απίστευτα χαμηλό μισθό, ως λογοτεχνικός σύμβουλος στο θέατρο της Χριστιανίας, όπου ανέβασε την επόμενη χρονιά σε δική του σκηνοθεσία το έργο του Οι μνηστήρες του θρόνου. Λίγο καιρό μετά γερμανικά στρατεύματα εισέβαλαν στο δουκάτο του Σλέβιγκ και ο Ίψεν εγκατέλειψε στις 5 Απριλίου τη Νορβηγία με προορισμό τη Ρώμη. Στα αμέσως επόμενα χρόνια, σημειώθηκε μια βαθιά τομή στη σταδιοδρομία του. Ο Μπραντ (ανέβηκε για πρώτη φορά το 1885), στο οποίο είχε αρχικά δώσει μορφή αφηγηματικού ποιήματος και αργότερα το ξανάγραψε ως έμμετρο δράμα, ολοκληρώθηκε κοντά στη Ρώμη, το καλοκαίρι του 1865, και δημοσιεύθηκε στην Κοπεγχάγη, το επόμενο έτος. Η καλλιτεχνική και εμπορική επιτυχία του έργου στη Σκανδιναβία υπήρξε εντυπωσιακή. Ο Ίψεν πήρε επίδομα από την κυβέρνηση και απέκτησε έτσι ένα τακτικό εισόδημα.
Στις 14 Νοεμβρίου του 1867 εκδόθηκε ο Πέερ Γκυντ. Την επόμενη χρονιά μετακόμισε στη Δρέσδη. Τον Οκτώβριο του 1869 έκανε πρεμιέρα Ο Σύνδεσμος των νέων. Το 1873 εκδόθηκε το βιβλίο του Αυτοκράτορας και Γαλιλαίος με μεγάλη εμπορική απήχηση. Το 1873 εγκαταστάθηκε στο Μόναχο. Το 1876 ανέβηκε στο Θέατρο της Χριστιανίας ο Πέερ Γκυντ με θριαμβευτικές κριτικές. Το 1877 πήρε τον τίτλο καθηγητής honoris causa του Πανεπιστημίου της Ουψάλας. Τον Νοέμβριο του 1877 ανέβηκε στην Κοπεγχάγη το έργο του Τα στηρίγματα της κοινωνίας. Το έργο αυτό εδραίωσε τη φήμη του στη Γερμανία. Δύο μήνες μετά από την πρώτη του έκδοση, τον Φεβρουάριο 1878, παιζόταν σε πέντε διαφορετικά θέατρα μόνο στο Βερολίνο, σε τρεις διαφορετικές μεταφράσεις. Ακολούθησε Το κουκλόσπιτο, το 1878, που ανέβηκε την επόμενη χρονιά στο Βασιλικό Θέατρο της Κοπεγχάγης και προκάλεσε τεράστιο σκάνδαλο. Το 1881 εκδόθηκαν οι Βρικόλακες και προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις. Το έργο την επόμενη χρονιά παρουσιάστηκε στο Σικάγο. Το 1883 παρουσιάστηκε στο Θέατρο της Χριστιανίας Ο εχθρός του λαού και δύο χρόνια αργότερα στο Μπέργκεν Η αγριόπαπια. Την ίδια χρονιά, το 1885, ο Ιψεν μετακόμισε στο Μόναχο. Το 1887 ανέβηκε στο Μπέργκεν το Ρόσμερσχολμ. Ακολούθησε το Κυρά της θάλασσας που ανέβηκε στο Μπέργκεν το 1889. Δύο χρόνια αργότερα παρουσιάστηκε η Έντα Γκάμπλερ στο Θέατρο της Χριστιανίας. Την ίδια χρονιά αποφασίζει να επιστρέψει στη Νορβηγία και εγκαταστάθηκε στη Χριστιανία, παγκόσμια διάσημος πλέον, βάζοντας τέλος μετά από 27 χρόνια στην αυτοεξορία του.
Πριν από την επιστροφή του στη Νορβηγία το 1891, ο Ίψεν συνήθιζε να περνάει τους καλοκαιρινούς μήνες μακριά από το σπίτι του, συνήθως στο αγαπημένο του Gossensass (Colle Isarco) στο Τιρόλο. Εκεί, το 1889, γνώρισε τη νεαρή Εμιλία Μπάρνταχ, μια 18χρονη κοπέλα από τη Βιέννη, για την οποία ο Ίψεν έλεγε αργότερα ότι ήταν «ο μαγιάτικος ήλιος στον Σεπτέμβρη της ζωής μου». Το 1892 παντρεύτηκε την Μπέργκλιοτ Μπγέρνσον. Την επόμενη χρονιά, στις 19 Ιανουαρίου του 1893, ανέβηκε ο Αρχιμάστορας Σόλνες στο Λέσινγκ Τεάτερ του Βερολίνου. Το 1895 έκανε πρεμιέρα Ο Μικρός Εγιολφ και το 1896 ταυτόχρονη πρεμιέρα του Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν στο σουηδικό και στο φιλανδικό θέατρο του Χέλσινγκφορς. Το 1898 γιορτάζονται με πολυάριθμες εκδηλώσεις τα εβδομηκοστά γενέθλια του Ίψεν στη Χρισταινία, την Κοπεγχάγη και τη Στοκχόλμη. Στις 26 Ιανουαρίου του 1899 ανέβηκε στο Θέατρο της Αυλής στη Στουτγκάρδη το τελευταίο έργο του, Το Ξύπνημα των νεκρών, «ένας δραματικός επίλογος», όπως έλεγε ο υπότιτλος του Ίψεν. Το 1900 έπαθε το πρώτο εγκεφαλικό επεισόδιο και άλλο ένα ένα χρόνο αργότερα, που τον άφησε σχεδόν παράλυτο. Πέθανε στη Χριστιανία στις 23 Μαΐου του 1906.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία – Σκηνικά: Γιάννης Χουβαρδάς
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Αλέκος Γιάνναρος
Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα Τριανταφύλλη
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Ακύλλας Καραζήσης, Γιάννος Περλέγκας, Άλκηστις Πουλοπούλου, Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Χατζόπουλος, Αργυρώ Χιώτη
Παραγωγή:Γιώργος Λυκιαρδόπουλος-Λυκόφως
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ
Χριστίνα Γεωργιάδου
ΔΙΑΤΙΘΕΤΑΙ ΔΩΡΕΑΝ ΧΩΡΟΣ ΣΤΑΘΜΕΥΣΗΣ
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ
Λεωφορεία: 049 (Πειραιάς-Ομόνοια), στάση ΥΦΑΝΤΗΡΙΑ
914 (Ομόνοια-Πειραιάς-Παλαιά Κοκκινιά), στάση ΣΧΟΛΗ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
Τρένο (γραμμή ΗΣΑΠ): ηλεκτρικός σταθμός Καλλιθέας