Ο δρόμος του πολεμιστή (The warrior’s way), η ταινία σε σενάριο και σκηνοθεσία Σενγκμου Λι θα αρχίσει να προβάλλεται στις …
Κινηματογραφικές αίθουσες από την Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011 από την ROGUE και την RELATIVITY.
ΓΙΑΝΓΚ ΝΤΟΝΓΚ ΓΚΑΝ (Γιανγκ)
ΚΕΪΤ ΜΠΟΣΓΟΥΟΡΘ (Λιν)
ΤΖΕΦΡΙ ΡΑΣ (Ρον)
ΝΤΑΝΙ ΧΙΟΥΣΤΟΝ (Στρατηγός)
Σενάριο – Σκηνοθεσία ΣΕΝΓΚΜΟΥ ΛΙ
Παραγωγή ΜΠΑΡΙ Μ. ΟΖΜΠΟΡΝ, ΤΖΟΥΪΚ ΛΙ, ΜΑΪΚΛ ΠΑΪΣΕΡ
Εκτέλεση Παραγωγής ΤΙΜ ΓΟΥΑΪΤ, ΓΙΟΥΪ ΧΟΝΓΚ
Φωτογραφία ΓΟΥ-ΧΙΟΥΝΓΚ ΚΙΜ
Μοντάζ ΤΖΟΝΟ-ΓΟΥΝΤΦΟΡΝΤ ΡΟΜΠΙΝΣΟΝ
Καλλιτεχνική Διεύθυνση ΝΤΑΝ ΧΕΝΑ
Ενδυματολόγος ΤΖΕΪΜΣ ΑΚΕΣΟΝ
Μουσική ΧΑΒΙΕ ΝΑΒΑΡΕΤΕ
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Μετά από μια ζωή εκπαίδευσης στις πολεμικές τέχνες και την ξιφομαχία, ο Γιανγκ (Γιανγκ Ντονγκ Γκαν) έχει εξολοθρεύσει όλους τους εχθρούς της φατρίας του, πλην ενός — ένα βρέφος που το χαμόγελό του, του ζεσταίνει την καρδιά. Καθώς δεν θέλει να την σκοτώσει και – την ίδια στιγμή – αδυνατεί να την προστατέψει από την φατρία του, ο Γιανγκ αποφασίζει να πάρει το μωρό και να φύγει, ζητώντας καταφύγιο σε έναν παλιό φίλο που μένει στο Λοντ, μια πόλη της Δυτικής Αμερικής.
Καταφτάνει για να ανακαλύψει πως ο φίλος του έχει πεθάνει και η κάποτε ευημερούσα, λόγω των ορυχείων χρυσού, πόλη είναι σε άσχημη κατάσταση. Η πόλη κατοικείται πλέον από μια ομάδα εκκεντρικών ανθρώπων, μεταξύ των οποίων, η Λιν (Κέιτ Μπόσγουορθ), μια όμορφη γυναίκα που εκπαιδεύεται στη μάχη με στιλέτα και ο Ρον (Τζέφρι Ρας), ένας αλκοολικός. Για να μπορέσει να φτιάξει ένα ασφαλές σπίτι για το παιδί, μακριά από την φονική φατρία του, ο Γιανγκ αποφασίσει να μείνει στην πόλη και να κρύψει το σπαθί του για πάντα.
Ο Γιανγκ θα βρει στο πρόσωπο της Λιν, μια αδελφή ψυχή. Ορφανή λόγω ενός τραγικού γεγονότος, η Λιν έχει περάσει τα τελευταία δέκα χρόνια, σχεδιάζοντας την εκδίκηση της, ενάντια στον άνθρωπο που της είχε επιτεθεί, τον Συνταγματάρχη (Ντάνι Χιούστον). Ενώ μαθαίνει στον Γιανγκ τις δουλειές της καθημερινότητας τους και φροντίζει το μωρό, ανακαλύπτει το ταλέντο του στην ξιφομαχία και του ζητάει να την εκπαιδεύσει στις πολεμικές τέχνες.
Εν μέσω των γιορτών των Χριστουγέννων, ο Συνταγματάρχης και η συμμορία του επιστρέφουν και απειλούν να καταστρέψουν την πόλη. Ξέροντας πως η Λιν θα κάνει τα πάντα για να εκδικηθεί τον Συνταγματάρχη, ο Γιανγκ απρόθυμα ξεθάβει το σπαθί του, έχοντας γνώση ότι αυτή του η πράξη, θα αποκαλύψει αμέσως στην πρώην ομάδα του, το μέρος που βρίσκεται.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ
Με τον Δρόμο του Πολεμιστή, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης Σένγκμου Λι κατάφερε να δημιουργήσει μια ταινία που αντικατοπτρίζει το καλλιτεχνικό του γίγνεσθαι – ένα ισορροπημένο κράμα Ανατολικής και Δυτικής κινηματογραφικής κουλτούρας.
Μεγαλωμένος στην Κορέα και απόφοιτος του διακεκριμένου προγράμματος κινηματογραφικών σπουδών του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, ο Λι κατάφερε με ιδιαίτερο τρόπο να ενσωματώσει στο αγγλόφωνο κινηματογραφικό του ντεμπούτο, αναφορές από ένα μεγάλο εύρος κινηματογραφικών ειδών: από τις διαχρονικές καουμπόικες περιπέτειες και τις βουτηγμένες στην υπερβολή ταινίες με πολεμικές τέχνες, μέχρι τα “spaghetti western” και τα κλασικά γκανγκστερικά φιλμ νουάρ.
Πάνω απ’ όλα, όπως λέει και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, στόχος της ταινίας είναι να διασκεδάσει το κοινό. «Ο σκοπός μου ήταν να φτιάξω μια περιπέτεια που να μην στερείται όμως συναισθήματος και πνεύματος.
Ανέκαθεν μου άρεσε το χιούμορ να έχει ψήγματα θλίψης, η δράση να διανθίζεται από ευφυή ευρήματα και το αντίστροφο. Για μένα, οι καλύτερες δεκαετίες του κινηματογράφου ήταν οι δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70. Οι ταινίες εκείνης της εποχής ήταν πραγματικά δημιουργήματα τέχνης και είχαν μεγάλη απήχηση στο κοινό».
Ο πρώτος που είδε την απήχηση που θα μπορούσε να έχει η ταινία στο διεθνές κοινό, ήταν ο Κορεάτης παραγωγός Τζούικ Λι, που έχει αποκτήσει φήμη στην Ασία ως ειδικός στις παραγωγές με «διεθνές χρώμα». «Δεν πρόκειται για μια απλή ταινία,» λέει ο Λι. «Έχει παντρέψει την πρωτοτυπία με την παράδοση με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την καλύτερη δυνατή στιγμή».
Ο παραγωγός Λι προώθησε το σενάριο στον Μπάρι Μ. Όσμπορν, παραγωγό ορισμένων από τις πιο απαιτητικές επικές ταινίες των τελευταίων ετών, όπως ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών και το The Matrix. «Μου άρεσαν οι διαπολιτισμικές αναφορές στον Δρόμο του Πολεμιστή, λέει. «Η ένταξη Ασιατών δολοφόνων στην Άγρια Δύση είναι μια πολύ πρωτότυπη ιδέα. Η ταινία μεταφέρει το κοινό σε έναν φανταστικό κόσμο, τον οποίο ο θεατής βλέπει μέσα από ένα τα μάτια ενός ασιάτη. Πρόκειται για μια περιπέτεια γεμάτη ένταση και δράση που όμως στο κέντρο της κρύβει μια τραγική ιστορία αγάπης».
Με τη σειρά του, ο Όσμπορν έδειξε το υλικό στον Μάικλ Πάισερ, έναν παραγωγό με τον οποίο γνωρίζονταν από τότε που έκαναν και οι δύο τα πρώτα τους επαγγελματικά βήματα στην Νέα Υόρκη. «Το σενάριο μου φάνηκε εξαιρετικό,» λέει ο Πάισερ. «Δεν έμοιαζε με κανένα απ’ όσα είχα δει μέχρι τότε. Ο Σένγκμου έχει γράψει τα σενάρια πολύ δημοφιλών ταινιών στην Κορέα και έχει ζήσει πολλά χρόνια στη Νέα Υόρκη. Κατάφερε να παντρέψει την ασιατική και τη δυτική παράδοση με έναν καταπληκτικό τρόπο.
«Η ταινία περιγράφει το επικό ταξίδι ενός ήρωα, ο οποίος στην πορεία θα συναντήσει ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τα δικά τους προβλήματα. Αυτό αποτελεί παραδοσιακό θέμα τόσο των ασιατικών πολεμικών ταινιών όσο και των κλασσικών γουέστερν,» συνεχίζει ο παραγωγός. «Ο Σένγκμυο κατάφερε να συνδυάσει αυτές τις δύο αναφορές με τον δικό του τρόπο».
Οι απρόσμενες ανατροπές που ένταξε στο σενάριό του ανάγουν την ταινία σε κάτι παραπάνω από μια παραδοσιακή περιπέτεια δράσης, λέει ο Πάισερ. «Είναι μια επική πολεμική ιστορία,» λέει. «Είναι μια ερωτική ιστορία. Μια ιστορία με μεγάλο βάθος και νοήματα. Το καλύτερο όμως είναι ότι ενώ περιμένεις να κινηθεί προς την ίδια κατεύθυνση που θα κινείτο μια ταινία με σαμουράι ή καουμπόηδες, σε εκπλήσσει. Οι πρωταγωνιστές δεν αντιδρούν έτσι όπως θα περίμενες να αντιδράσουν, αλλά με βαθύτερο και πρωτόγνωρο τρόπο.
«Για παράδειγμα, η τελευταία αποστολή του ήρωα της ταινίας είναι να δολοφονήσει ένα κοριτσάκι, που αποτελεί τον μοναδικό επιζώντα από τους εχθρούς του,» συνεχίζει ο παραγωγός. «Ο ήρωας λοιπόν παίρνει μια απόφαση που θα καθορίσει όλο το μέλλον του, απλά επειδή άκουσε το μωρό να γελάει. Αυτό το στιγμιαίο γεγονός είναι ικανό να πυροδοτήσει την γεμάτη ένταση και συναίσθημα οδύσσεια του πολεμιστή Γιανγκ και της μικρής Έιπριλ. Στην πορεία, θα ερωτευτεί μια Αμερικανίδα και θα αναγκαστεί να επιλέξει ή να μείνει με την αγάπη της ζωής του ή να την προστατέψει».
Ο Τζέφρι Ρας, που ενσαρκώνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Ρον, του φαινομενικά ακίνδυνου μέθυσου της πόλης αποκαλεί την ταινία «την ασιατική ματιά επί της πλούσιας ιστορίας και κληρονομιάς του αμερικανικού γουέστερν».
“Η ταινία είναι ένα εκπληκτικό παραμύθι,» λέει ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός. «Έχει μια υπέροχη αγνότητα και ταυτόχρονα περιέχει πολλές πανέμορφες αλλά και σοκαριστικές εικόνες. Η ενέργεια που αποπνέει η πλοκή της ταινίας την καθιστά διαχρονική και παγκόσμια».
ΕΠΙΛΕΓΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΑΣΤ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΙΣΤΗ
Ο Τζανγκ Ντονγκ Γκαν, που υποδύεται τον Γιανγκ, τον δεινότερο χειριστή ξίφους του κόσμου και τον βασικό πρωταγωνιστή της ταινίας, μπορεί να μην είναι ακόμα γνωστός στις ΗΠΑ, αλλά αποτελεί αστέρα μεγάλου διαμετρήματος στην Ασία. Ο Τζανγκ πρωταγωνίστησε στο Friend, την μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών του κορεατικού κινηματογράφου, απέσπασε εξαιρετικές κριτικές για τη δουλειά του και έχει αποκτήσει πολλούς θαυμαστές. «Είναι ο αντίστοιχος Τζόνι Ντεπ ή Μπραντ Πιτ της Κορέας, της Ιαπωνίας και της Κίνας,» λέει ο Μάικλ Πάισερ. «Ήμασταν πολύ τυχεροί που δέχτηκε να συμμετέχει στην ταινία. Μας αφιέρωσε σχεδόν δύο χρόνια από τη ζωή του για να προετοιμαστεί κατάλληλα για τις ανάγκες του ρόλου.»
Ο Τζανγκ παραδέχεται ότι η διαδρομή από την ανάγνωση του σεναρίου μέχρι την υλοποίηση της ταινίας ήταν μια δύσκολη και μακρόχρονη διαδικασία, που όμως άξιζε την αναμονή. «Ήθελα πολύ να συμμετέχω στην ταινία, συνεπώς δεν με απέσπασε τίποτα από αυτή,» λέει. «Η ταινία αποτελεί ένα κράμα δυτικής νοσταλγίας και ανατολικού μυστικισμού που ικανοποιεί τις απαιτήσεις και των δύο πλευρών. Είμαι πολύ ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα.»
Στην πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, ο Τζανγκ υποδύεται έναν άνθρωπο φειδωλό στα λόγια, που επικοινωνεί κυρίως με τις πράξεις του. «Ο Τζανγκ Ντονγκ Γκαν προσδίδει μια στωικότητα στον χαρακτήρα και ένα εύρος συναισθημάτων που μας επιτρέπουν να πιστέψουμε τη μεταστροφή του από στυγνό δολοφόνο σε έναν άνθρωπο ικανό να ερωτευτεί τόσο παράφορα,» παρατηρεί ο Όσμπορν.
Η Κέιτ Μπόσγουορθ είναι η συμπρωταγωνίστρια του Τζανγκ. Υποδύεται την Λιν, μια γυναίκα που διακρίνεται για το ελεύθερο πνεύμα της, εξαιρετική στο ιπτάμενο στιλέτο και έχει επιζήσει μιας αδιανόητης τραγωδίας. «Η δυναμική ανάμεσα στην Κέιτ και τον Ντονγκ Γκαν τους καθιστά το πιο ενδιαφέρον ζευγάρι που έχω δει στη μεγάλη οθόνη εδώ και πολλά χρόνια,» λέει ο Πάισερ. «Και οι δύο είναι πολύ γενναιόδωροι ηθοποιοί, πράγμα που τους έκανε να δώσουν κάτι από τον εαυτό τους στον άλλο. Αυτή η χημεία λοιπόν, είναι το κλειδί που θα κάνει το κοινό να ταυτιστεί μαζί τους. Τόσο ο Γιανγκ όσο και η Λιν αδυνατούν να διαχειριστούν αυτά που νιώθουν. Υπάρχει μια αγνότητα σε όλη αυτή την αμηχανία και αυτό νομίζω ότι θα παρασύρει το κοινό».
Ο χαρακτήρας που κλήθηκε να υποδυθεί η Μπόσγουορθ αποτελεί για εκείνην σημείο-αναφοράς. «Το σενάριο δεν έμοιαζε με κανένα απ’ όσα έχω διαβάσει μέχρι τώρα,» λέει η πρωταγωνίστρια. «Δεν είχα φανταστεί ποτέ τον εαυτό μου να ενσαρκώνει μια γυναίκα που πετάει στιλέτα, που έχει κόκκινα μαλλιά, και είναι ένα τρελό κάουγκερλ από την Άρια Δύση».
Παρόλα αυτά, η ηθοποιός ανέλαβε με μεγάλο ενθουσιασμό τον ρόλο, λέει ο Γουάιτ. «Η Λιν είναι ένας μοναδικός χαρακτήρας. Από τα 13 της, όταν έμεινε ορφανή υπό πραγματικά τραυματικές συνθήκες, μεγάλωσε στο πλευρό εκκεντρικών και δυσλειτουργικών ανθρώπων. Είναι απρόβλεπτη και διαθέτει μια τρελή, αποφασιστική και άστατη ενέργεια. Η Κέιτ ήταν αποφασισμένη να αφήσει όλες αυτές τις αντιθέσεις να φανούν. Είναι πολύ τολμηρή ηθοποιός».
Η Μπόσγουορθ περιγράφει την Λιν ως «ένα παιδί που έχει πολλή αγάπη να δώσει. Είναι εξαιρετικά παρορμητική και δεν τηρεί καθόλου τα προσχήματα. Ο Γιανγκ από την άλλη είναι ένας πολεμιστής και έχει μάθει να κρύβει καλά τα συναισθήματά του. Δεν έχει αφήσει ποτέ κανέναν να μπει στην καρδιά του. Η σχέση τους είναι συμβιωτική και στην πορεία εκείνος καταφέρνει να ηρεμήσει την καρδιά της και εκείνη τον βοηθά να ανοίξει τη δική του. Με αυτό τον τρόπο λοιπόν, ο Γιανγκ αρχίσει να λειτουργεί πιο συμμετοχικά στη σχέση οδηγώντας την Λιν να τον ερωτευτεί».
Και ο βραβευμένος με Όσκαρ όμως, Τζέφρι Ρας, έρχεται να ενισχύσει την ταινία με το υποκριτικό του ταλέντο στον ρόλο του Ρον, ενός άνδρα που το κωμικό παρουσιαστικό του κρύβει ένα πολύ σκοτεινό μυστικό. Ο Μπάρι Όσμπορν λέει ότι ήταν πολύ τυχεροί που είχαν τον Ρας στο καστ. «Είναι καταπληκτικός ηθοποιός», λέει ο παραγωγός. «Ο Ρον, όπως και ο Γιανγκ έχει ένα κρυμμένο μυστικό το οποίο πρέπει κάποια στιγμή να αντιμετωπίσει. Ο Τζέφρι ενσαρκώνει τον ρόλο με μοναδική ειλικρίνεια. Έφερε μια πνοή έμπνευσης και ενθουσιασμού στο πλατό ενώ έχει διαφημίσει με τον καλύτερο τρόπο την ταινία αυτή. Την πίστεψε πολύ.»
Ο παραγωγός Μάικλ Πάισερ τονίζει ότι ο Ρας αρχικά είχε επιλεγεί για τον ρόλο του Στρατηγού. «Όταν διάβασε το σενάριο είπε, ‘Θα μπορούσα να παίξω και τον κακό’,» θυμάται ο Πάισερ. «Από μικρό παιδί όμως, ήθελε να υποδυθεί έναν καουμπόη. Έτσι ήμασταν εξαιρετικά τυχεροί γιατί ανακαλύψαμε την επιθυμία του εξάχρονου Τζέφρι Ρας και τον πείσαμε να ενσαρκώσει τον Ρον».
Ο Σένγκμου Λι έπλασε τον χαρακτήρα σαν την προβολή αυτού που θα μπορούσε να είχε γίνει ο Γιανγκ. «Ο Ρον ξέρει ότι ο Γιανγκ αγαπάει την Λιν,» λέει ο Λι. «Όπως επίσης, ξέρει εκ πείρας πόση καταστροφική βία κρύβει ένας άνθρωπος. Επειδή λοιπόν, πιστεύει ότι αν ο Γιανγκ μείνει αρκετό καιρό στην περιοχή θα συμβεί κάτι κακό, τον προειδοποιεί να φύγει».
Ο Ρας κατάλαβε διαισθητικά τα αντιφατικά κίνητρα του χαρακτήρα του. «Ο Ρον είναι ένας από τους πολλούς εκκεντρικούς τύπους που μπορεί κανείς να συναντήσει σε αυτή την περιοχή,» λέει. «Θα μπορούσαμε να πούμε ότι λειτουργεί σαν μια ενδιαφέρουσα κορνίζα που πλαισιώνει τις πραγματικές διαστάσεις της συγκεκριμένης πόλης. Αυτό που με ενθουσίασε σαν ηθοποιό είναι στα μισά περίπου της ταινίας, ο Ρον μεταμορφώνεται. Από εκείνο το σημείο κι μετά ο συγκεκριμένος χαρακτήρας αποκτά διαφορετικό βάθος, πλούτο και ενδιαφέρον».
Ο ηθοποιός πιστεύει ότι ο Ρον και ο Γιανγκ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. «Ο Τζανγκ Ντονγκ Γκαν προσδίδει την απόλυτη ηρεμία και πραότητα στη ζωή ενός πολεμιστή που εγκαταλείπει μια ζωή γεμάτη αίμα και σφαγές για να ανοίξει ένα καθαριστήριο. Αν υπάρχει έστω και ένας χαρακτήρας μέσα σε αυτή την ιστορία που να αντιπροσωπεύει τη Δύση, αυτός είναι ο απρόβλεπτος, δύστροπος, αστείος, παράξενος, μέθυσος Ρον – τον οποίο έχω την τιμή να υποδύομαι».
Ο Ντάνι Χιούστον, στον ρόλο του Στρατηγού, καταφέρνει να αποδώσει άψογα την παράδοση του κλασικού αμερικανικού γουέστερν. Ο πατέρας του, ο σκηνοθέτης Τζον Χιούστον, και ο παππούς του, ο ηθοποιός Γουόλτερ Χιούστον έμειναν στην ιστορία για την εκπληκτική συνεργασία τους σε ένα από τα πιο αγαπημένα γουέστερν όλων των εποχών, το The Treasure of Sierra Madre. Η μεταμόρφωση του Χιούστον στην προσωποποίηση του κακού εντυπωσίασε τους συμπρωταγωνιστές του.
Πριν από αρκετά χρόνια, ο Στρατηγός είχε αποπειραθεί να βιάσει την 12χρονη τότε Λιν. Προκειμένου εκείνη ξεφύγει από τα νύχια του, του πέταξε καυτό λάδι στο πρόσωπο, παραμορφώνοντάς τον για πάντα. Εκείνος σε αντίποινα δολοφονεί όλη της την οικογένεια και –όπως νομίζει- και την ίδια. Όταν όμως, μαθαίνει ότι η Λιν είναι ακόμα ζωντανή, αποφασίζει για ακόμα μια φορά να πάρει εκδίκηση. «Ο Στρατηγός είναι ένας υπερβολικός άνθρωπος και σίγουρα τρελός,» λέει ο Χιούστον. «Έχει τεράστιο εγώ. Κατά καιρούς, φαντάζει αρκετά δειλός, αλλά έχει μια πιστή ομάδα που τον ακολουθεί και τακτοποιεί όποιο πρόβλημα βρεθεί στον δρόμο του».
Τον ρόλο του Eight-Ball, του επικεφαλής της ολιγομελούς ομάδας των πολιτών που προσφέρουν καταφύγιο στον Γιανγκ, ενσαρκώνει ο Τόνι Κοξ με τέτοιο στυλ και δυναμισμό, που το κοινό θα ξεχάσει το πόσο μικρόσωμος είναι. «Τέτοιοι μεγάλοι ρόλοι σπανίζουν, ειδικά για ηθοποιούς της δικής μου σωματικής διάπλασης,» λέει ο Κοξ. «Ο ήρωας που ενσαρκώνω έχει εξαιρετικά δυναμικό χαρακτήρα. Οφείλει να είναι δυνατός για το καλό όλης της ομάδας. Οφείλει να είναι ηγέτης. Και τελικά, κανείς δεν αντιλαμβάνεται ότι ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι νάνος».
Καθώς οι κάτοικοι της πόλης φοβισμένοι άφησαν τον Στρατηγό να σφαγιάσει την οικογένεια της Λιν, ο Eight-Ball από εκείνη τη στιγμή και για 12 χρόνια προσπαθεί να επανορθώσει στα μάτια της κοπέλας. «Είναι κάτι σαν πατέρας της,» λέει ο Κοξ, «Η μικρή έχει περάσει πολλά και εκείνος το ξέρει αυτό. Νιώθει ότι θα μπορούσε να είχε κάνει κάτι για να την βοηθήσει, το οποίο όμως δεν έκανε κι έτσι νιώθει υπεύθυνος για εκείνην».
Ένας ακόμα μεγάλος σταρ της Ασίας ανέλαβε να ενσαρκώσει τον ρόλο του Θλιμμένου Φλάουτου, του πρώην μέντορα του Γιανγκ και επικεφαλή της ομώνυμης ομάδας που πλέον έχει στραφεί ενάντια στον Γιανγκ. Ο Τι Λανγκ, ένας διακεκριμένος Κινέζος ηθοποιός με μια λαμπρή καριέρα που μετράει περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες, προσδίδει την απαιτούμενη βαρύτητα στον ρόλο. «Η σχέση ανάμεσα στους δύο ήρωες είναι η σχέση δάσκαλου-μαθητή ή πατέρα-γιου,» λέει ο ηθοποιός. «Και η σχέση αυτή περιπλέκεται από το γεγονός ότι ο Θλιμμένο Φλάουτο δεν μπορεί να εκδηλώσει το οποιοδήποτε συναίσθημα. Στην ταινία όμως, ο θεατής μπορεί να καταλάβει από τον τρόπο που ο ένας κοιτάει τον άλλο ότι είναι πολύ δεμένοι. Φέρεται στον Γιανγκ σαν να ήταν αίμα του».
Σαν πατέρας που πιστεύει ότι ο μόνος τρόπος να βοηθήσει τον γιο του να πετύχει είναι να τον κάνει σκληρό και ασυγκίνητο απέναντι στις απαιτήσεις του κόσμου, το Θλιμμένο Φλάουτο έχει πολλές απαιτήσεις από τον Γιανγκ. «Μπορεί να γίνει πάρα πολύ σκληρός,» λέει ο Τι Λανγκ. «Τον έχει υποβάλει στη δυσκολότερη και πιο απαιτητική εκπαίδευση που θα μπορούσε να διανοηθεί ποτέ κανείς για να αποκτήσει τις σωστές βάσεις πάνω στις πολεμικές τέχνες. Ξέρει ότι στη δουλειά τους, επιβιώνει μόνο ο άριστος. Αν δεν είσαι αρκετά δυνατός για να προστατέψεις τον εαυτό σου, τότε δεν μπορείς να βοηθήσεις κανέναν άλλο».
Για έναν νέο σκηνοθέτη όπως εγώ, ένα τόσο καταξιωμένο καστ ήταν πραγματική ευλογία λέει ο Σένγκμου Λι. «Ο Τζέφρι, ο Ντάνι, ο Ντονγκ Γκαν, η Κέιτ και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί συμμετείχαν ενεργά στο δημιουργικό κομμάτι της ταινίας,» συμπληρώνει. «Όλοι πίστεψαν πάρα πολύ στο εγχείρημα και το υποστήριξαν με πάθος. Τι παραπάνω θα μπορούσα να ζητήσω;»