Το προτελευταίο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι, άδικα παραγνωρισμένο, είναι η φωτισμένη εξομολόγηση ενός μοναχικού εφήβου. Ο αφηγητής και πρωταγωνιστής Αρκάντι Ντολγκορούκι είναι ένας αφελής νεαρός, φιλόδοξος και πείσμων. Νόθος γιος ενός ξεπεσμένου γαιοκτήμονα και μιας δουλοπάροικης, που τον κακομεταχειρίστηκαν στο σχολείο ο δάσκαλος και οι συμμαθητές του, κλείνεται σε μια μεγαλομανή απομόνωση και βυθίζεται σε χαώδεις στοχασμούς, όπου ανακατεύονται το φάντασμα του πλουτισμού, η εμμονή με την αριστοκρατία και το μυστικιστικό ντελίριο.
Καίγεται από τον πόθο να αποκαλύψει τα σφάλματα του πατέρα του, που ελάχιστα τον γνωρίζει, αλλά και να κερδίσει την αγάπη του. Ταξιδεύει στην Αγία Πετρούπολη για να συναντήσει τη «συμπτωματική οικογένειά » του, που έχει κατακλύσει τα όνειρά του. Με μια αόριστη επιθυμία για επικοινωνία και επαφή, οπλισμένος με ένα μυστηριώδες γράμμα που πιστεύει ότι του δίνει δύναμη πάνω στους άλλους, έρχεται σε αντιπαράθεση με όλους και με όλα, χωρίς όμως τα αποτελέσματα που ονειρευόταν. Και όλα αυτά με φόντο τις ερωτικές ίντριγκες της πετρουπολίτικης κοινωνίας.
Το μυθιστόρημα διατρέχουν αναφορές σε επαναστατικά μοτίβα, στα οδοφράγματα του Παρισιού του 1848, στη Γαλλική Κομμούνα, στο φάσμα των Ρότσιλντ και του υπέρμετρου πλουτισμού, στους στοχαστές Ρουσσώ, Φουριέ, Γκέρτσεν, Μπακούνιν και Προυντόν, στους Ρώσους συγγραφείς με τους οποίους συνδιαλέγεται ο Ντοστογιέφσκι –Πούσκιν, Γκόγκολ, Τουργκένιεφ, Τολστόι– αλλά και στον Μπαλζάκ.
Το αριστουργηματικό αυτό ηθογραφικό μυθιστόρημα, γεμάτο έξαρση και πάθος, συνδυάζει το τραγικό με το κωμικό. Συλλαμβάνει την πληθωρικότητα και τις απογοητεύσεις της εφηβείας, την ευδαιμονία και την κακοδαιμονία της, την αστάθεια και την εκρηκτικότητά της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Έφηβος γράφτηκε το 1875 και συναρμόζει τέλεια ανάμεσα στους Δαιμονισμένους και τους Αδελφούς Καραμάζοφ. Δημοσιεύτηκε την ίδια χρονιά με την Άννα Καρένινα του Τολστόι.
Διαβάζοντας τον Έφηβο, ο αναγνώστης προσλαμβάνει την αίσθηση κάποιου χάους και διαταραχής. ένας όρος έρχεται άμεσα στο μυαλό, η μεταμοντέρνα ευαισθησία, η αναπαράσταση του κόσμου ως χάους, αδειασμένου από αξίες και νόημα, ο «χάοσμος» (chaosmos) του Τζέημς Τζόυς. Μόνο στις αρχές του 20ου αιώνα ο Νικολάι Μπερντιάεφ δηλώνει ότι ο Έφηβος είναι ένα από τα λαμπρότερα μυθιστορήματα του Ντοστογιέφσκι.
Ο Χέρμαν Έσσε γράφει ότι τον συνεπήρε η γενική ατμόσφαιρα που υπάρχει στο βιβλίο, μια ατμόσφαιρα όπου εκφράστηκαν οι έγνοιες και τα προβλήματα μιας ολόκληρης γενιάς, ενός κόσμου που βασανίστηκε από σκοτεινούς εφιάλτες στο μεταίχμιο της πραγματικότητας και του ονείρου.
Αντιστρέφοντας τον τίτλο του Τουργκένιεφ σε «Γιοι και πατέρες », ο Ντοστογιέφσκι ομολογεί στο Ημερολόγιο ενός συγγραφέα ότι ο Έφηβος ήταν μια πρώτη δοκιμή της δικής του ιδέας για τους Πατέρες και γιους. Βεβαίως μπορεί να ανιχνεύσει κανείς δείγματα στους Δαιμονισμένους και στο ίδιο το Έγκλημα και τιμωρία, αλλά όπως φαίνεται ο Έφηβος είναι το μυθιστόρημα- κλειδί γι’ αυτό το θέμα, όχι όπως στον Τουργκένιεφ αλλά αντεστραμμένο. Στους Πατέρες και γιους το πρόβλημα των γενεών δείχνεται μέσα από τα μάτια ενός αντικειμενικού συγγραφέα, ενώ στον Ντοστογιέφσκι είναι κάπως διαφορετικό : Παρακολουθεί κανείς το πρόβλημα από μέσα. Σε όλο το μυθιστόρημα ο γιος μελετάει τον πατέρα, προσπαθεί να καταλάβει τον πατέρα.
Με την πληθωρική δράση του, τους πολλούς χαρακτήρες του, την ένταση των παθών που περιγράφει και τις καταιγιστικές αντιπαραθέσεις του, ο Έφηβος είναι το μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι που σε αιχμαλωτίζει περισσότερο από όλα.
–Konstantin Mochulsky, συγγραφέας