Ο Ελί Ναζεάρ είχε συναντήσει τη Συλβί στο πλοίο Τεοφίλ Γκωτιέ πριν από δύο εβδομάδες. Εκείνη επέστρεφε από το Κάιρο, όπου ήταν κονσοματρίς σε κάποια καμπαρέ. Εκείνος έκανε το ταξίδι απ’ την Κωνσταντινούπολη στις Βρυξέλλες, για να βρει μια λύση σε μια υπόθεση χαλιών – χαλιά αξίας ενός εκατομμυρίου, που είχαν κρατηθεί στο τελωνείο και έπρεπε να τα πουλήσει.
Τα χαλιά δεν ήταν δικά του. Επρόκειτο για υπόθεση που εκκρεμούσε μήνες τώρα. Είχαν ασχοληθεί καμιά εικοσαριά μεσάζοντες, στο Πέραν, στην Αθήνα, ακόμη και στο Παρίσι, σε σημείο που δεν ήξεραν πλέον σε ποιόν ανήκε το εμπόρευμα και ποιό ήταν το μερίδιο του καθενός. Ήταν σαφές: Αν πουλούσε τα χαλιά, θα κέρδιζε διακόσιες χιλιάδες φράγκα! […]
[…] Τότε συνέβη κάτι τόσο απρόσμενο που παραλίγο να τον πιάσει νευρικό γέλιο. Mέσα στον γαλαζωπό φωτισμό του κουπέ, εμφανίστηκε το έκπληκτο βλέμμα ενός ανθρώπου που απορεί γιατί τον έχουν ξυπνήσει. Ωστόσο ένα ρυάκι αίμα κυλούσε ήδη απ’ το τρίχωμα του κεφαλιού του και είχε φτάσει στο μέτωπο ! Προσπάθησε να κινηθεί για να δει τί συνέβαινε. Ο Ελί τον χτύπησε πάλι, δυο φορές, τρεις φορές, δέκα φορές, με θυμό, εξαιτίας αυτών των ήρεμων, ηλίθιων ματιών που τον κοιτούσαν.
O EΛI ΝΑΖΕAΡ ΠΡΕΠΕΙ ΝA ΚΡΥΦΤΕΙ αφού δολοφόνησε έναν πλούσιο Ολλανδό για να τον ληστέψει μέσα σε ένα τρένο. Ο φόνος περνάει στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. Ο Ναζεάρ βρίσκει καταφύγιο στον φοιτητικό ξενώνα της κυρίας Μπαρόν, μητέρας της ερωμένης του, στο Σαρλερουά του Βελγίου. Εκεί, στην κουζίνα του ξενώνα, περνάει τον περισσότερο χρόνο του, αφηγείται ιστορίες μεγαλείων και παρακολουθεί στενά τους άλλους ενοικιαστές, που όλο και περισσότερο τον υποπτεύονται, ενώ η αστυνομία αναζητά τα ίχνη του…
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Το μυθιστόρημα μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τον Φιλίπ Νουαρέ και τη Σιμόν Σινιορέ (L’Étoile du Nord, σκηνοθεσία Pierre Granier-Deferre, 1982).
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα
Ο Ζωρζ Σιμενόν, Βέλγος γαλλόφωνος συγγραφέας, γεννήθηκε στη Λιέγη το 1903. Αποφάσισε από νωρίς να αφοσιωθεί στη συγγραφή. Στα δεκαέξι του χρόνια έγινε δημοσιογράφος στη La Gazette de Liège. Το πρώτο μυθιστόρημά του, που το υπέγραψε με το ψευδώνυμο Georges Sim, εκδόθηκε το 1921: Au pont des Arches, petite histoire liégeoise. Το 1922 εγκαταστάθηκε με τη σύζυγό του, τη ζωγράφο Ρεζίν Ρανσόν, στο Παρίσι, όπου έγραψε ιστορίες και μυθιστορήματα σε σειρές, κάθε λογοτεχνικού είδους. Μεταξύ του 1923 και του 1933 δημοσιεύτηκαν σχεδόν διακόσια μυθιστορήματά του, πάνω από χίλιες ιστορίες και απειράριθμα άρθρα του. Το 1929 ο Σιμενόν σχεδιάζει τον πρώτο Μαιγκρέ: Πιετρ ο Λετονός. Το βιβλίο κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Fayard το 1931 και ο επιθεωρητής Μαιγκρέ έγινε σύντομα εξαιρετικά δημοφιλής.
Ο Σιμενόν έγραψε συνολικά εβδομηνταδύο περιπέτειες με τον Μαιγκρέ (καθώς και πολλές συλλογές διηγημάτων – μέχρι τον τελευταίο Μαιγκρέ το 1972, Ο Μαιγκρέ και ο κύριος Σαρλ). Λίγο αργότερα, ο Σιμενόν άρχισε να γράφει αυτά που ονόμαζε «μυθιστορήματα-μυθιστορήματα» ή «σκληρά μυθιστορήματα»: πάνω από εκατόν δέκα τίτλους, από το Ξενοδοχείο της Αλσατίας (1931) μέχρι τους Αθώους (1972), με πιο γνωστά Το σπίτι στο κανάλι (1933), Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν (1938 – Άγρα, 2004), Ο δήμαρχος της Φυρν (1939), Οι άγνωστοι μέσα στο σπίτι (1940 – Άγρα, 2011), Τρία δωμάτια στο Μανχάτταν (1946 – Άγρα, 2007), Γράμμα στον δικαστή μου (1947), Το χιόνι ήταν βρόμικο (1948 – Άγρα, 2011), Ο ανθρωπάκος από το Αρχαγγέλσκ (1956 – Άγρα, 2009), Η φυγή του κυρίου Μοντ (1945 – Άγρα, 2012), Ο θάνατος της Μπελλ (1952 – Άγρα, 2012), Ο Γάτος (1967 – Άγρα, 2010), Σεληνιασμός (1933 – Άγρα, 2013), Στριπτήζ (1958 – Άγρα, 2015), Ο άνθρωπος από το Λονδίνο (1933 – Άγρα, 2014), Μπέττυ (1961 – Άγρα, 2016) κ.ά.
Παράλληλα με την εντατική λογοτεχνική του δραστηριότητα, ταξιδεύει συνεχώς· εγκαταλείπει το Παρίσι και εγκαθίσταται στη Σαρέντ και κατόπιν, κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο, στη Βαντέ. Το 1945 αφήνει την Ευρώπη για την Αμερική, όπου θα διαμείνει δέκα χρόνια. Επιστρέφει έπειτα στη Γαλλία και εγκαθίσταται οριστικά στην Ελβετία. Από το 1972 αποφασίζει να σταματήσει το γράψιμο. Με τη χρήση ενός μαγνητοφώνου αφοσιώθηκε έκτοτε στις εικοσιδύο Υπαγορεύσεις του και κατόπιν συνέταξε τα ογκώδη απομνημονεύματά του Mémoires intimes (1981). Είχε ήδη δημοσιεύσει το διάσημο αυτοβιογραφικό μυθιστόρημά του Πεντιγκρή το 1942 (Άγρα, 2017). Πέθανε στη Λωζάννη το 1989. Πολλά μυθιστορήματά του έχουν διασκευαστεί για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση.
Φωτογραφία εξωφύλλου: © SETON SMITH, 1998