Με οδηγό το παρελθόν οι λαοί ανά τον κόσμο και οι κυβερνήσεις τους έχουν τη μοναδική ευκαιρία να βελτιώσουν την καθημερινότητά των εθνών και των λαών τους και να αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη ευκολία και αποτελεσματικότητα τυχόν υφέρπουσες κρίσεις, να προβλέψουν δηλαδή με βάση τα όσα έλαβαν χώρα σε παρόμοιες δικές τους ή άλλες κρίσεις παγκοσμίως ενδεχόμενες αναταραχές και να προλάβουν τις συνέπειες. Ωστόσο, τα έθνη σήμερα έχουν σχέση με τα έθνη που υπήρχαν πριν από εκατό και πλέον χρόνια, έχουν σχέση τα τότε με τα έθνη σήμερα, τα οποία περιγράφει ο Ερνέστ Ρενάν (Ernest Renan) σε αυτό το πολύ διαφωτιστικό δοκίμιο; Τι είναι έθνος σήμερα και τι ήταν στο απώτερο και απώτατο παρελθόν, την εποχή του Ρενάν; Τι μεσολάβησε άραγε από την εποχή του συγγραφέα και πώς άλλαξαν τα έθνη χαρακτήρα και ταυτότητα σε σχέση με το παρελθόν; Η ιστορία γύρω από την έννοια έθνος ενέχει τόσα και τόσα ερωτήματα, πολλά από τα οποία χρήζουν ευρείας ανάλυσης.
Ο κόσμος των εθνών του Ερνέστ Ρενάν και η προσωπική του δέηση κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης
Ο Ρενάν, θαυμαστές του οποίου υπήρξαν ο Κωστής Παλαμάς και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ήταν μια προσωπικότητα με εκτόπισμα πνευματικό και φιλοσοφικό. Ενδελεχής ερευνητής της έννοιας των Εθνών και κοινωνικός αναλυτής, σε αυτό το διαμάντι των μικρομέγκα, παραθέτει όλη την γνώση του και ξεδιπλώνει ένα μικρό χρονικό και βιογραφικό της σκέψης του. Ο αναγνώστης, μέσω του Ρενάν ταξιδεύοντας με την μηχανή του χρόνου, ανατρέχει σε όσα ο συγγραφέας θέλει να μας μυήσει. Γιατί το έθνος στην εποχή του υπήρξε μια έννοια δύσκολα αναλύσιμη, ο εθνικός ήταν για την Ιταλία μια έννοια τόσο πρόσφατη για παράδειγμα αφού ενώθηκε μόλις το 1865 υπό την σκέπη ενός κοινού έθνους. Τα παραδείγματα που καταθέτει ο Ρενάν είναι πολλά και διαφορετικά μεταξύ τους αποκαλύπτοντας την ευρυμάθειά του και την ανάγκη του να εισφέρει εμπεριστατωμένα συμπεράσματα.
Στη δική μας εποχή, με τα τόσα μεταναστευτικά ρεύματα, ο Ρενάν θα είχε σίγουρα πολλή δουλειά να επιτελέσει και θα προβληματιζόταν πολύ περισσότερο από ότι στην εποχή του. Το κείμενό του διαπνέεται από πολλές ανησυχίες, προβληματισμούς, συνεχείς απορίες και ερωτήματα, τα οποία προσπαθεί με άρτιο και μεθοδικό τρόπο να προσεγγίσει. Διότι η εποχή του Ρενάν, ο κατά γενική ομολογία ασταθής 19ος αιώνας με τις επαναστάσεις και τις ανακατατάξεις πολιτικές και κοινωνικές υπήρξε ο προθάλαμος του ταραγμένου εικοστού. Μα το κύριο ερώτημα που τίθεται συνεχώς είναι αν πραγματικά υπάρχει κοινή ράτσα, κοινή φυλετική διαδρομή δηλαδή ή μήπως τελικά το έθνος είναι απλά οι άνθρωποι που τυχαίνει να ζουν σε έναν συγκεκριμένο γεωγραφικό όρο και άρα τα βιώματά τους ορίζουν τις κοινές τύχες τους. Αυτό ισχύει για έθνη με μακραίωνη ιστορία και ρίζες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Ισπανία, η Ιταλία ακόμα και η Ελλάδα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο συγγραφέας ακουμπά με τόλμη, θάρρος και σοβαρότητα κάθε ένα έθνος ξεχωριστά και προσφέρει την δική του οπτική γωνία στα γεγονότα μέσα από έναν πολυπρισματικό φακό που επικεντρώνεται στα απολύτως ουσιαστικά. Το παράδειγμα της Γερμανίας, η οποία πέρασε κυριολεκτικά δια πυρός και σιδήρου για να θυμηθούμε και έναν άλλο σημαντικό ιστορικό τον Enzo Traverso, είναι ιδιαίτερα εποικοδομητικό για να κατανοήσουμε το μέγεθος της κρίσης αυτής της χώρας. Εστιάζει όμως και στο γεγονός πως δεν έχει τόση σημασία να ανήκουμε σε διαφορετική ράτσα, υπάρχουν άλλα κοινά στοιχεία που ενώνουν όπως ο πολιτισμός, η θρησκεία, οι ιστορικές καταβολές, τα κοινά δράματα που μπορεί να έλαβαν χώρα και πότισαν ένα έθνος, όλα αυτά δεν είναι δεδομένα αμελητέα. «Η ανθρώπινη ιστορία διαφέρει ριζικά απ’ τη ζωολογία. Η ράτσα δεν είναι το παν, όπως συμβαίνει στα τρωκτικά και τα αιλουροειδή, και δεν έχει κανείς το δικαίωμα να γυρίζει στον κόσμο ψαύοντας τα κρανία των ανθρώπων, έπειτα να τους πιάνει απ’ το λαιμό και να τους λέει: “Είσαι δικό μας αίμα, μας ανήκεις”».
Ο Ρενάν με ιστορικό αλλά και συναισθηματικό πρόσημο παρέχει όσα στοιχεία είναι αναγκαία στον αναγνώστη χωρίς να τον ταλαιπωρεί με κορόνες ακαδημαϊκότητας, έτσι που ο αναγνώστης βγαίνει ωφελημένος από τους καρπούς ενός πονήματος που ρίχνει το φως του στον παγκόσμιο χάρτη και μας μαθαίνει μαζί με τις κρίσεις των εθνών πως να διαχειριστούμε και προσωπικές κρίσεις μέσα από μία πολύ διαφορετική προσέγγιση που όμως έχει την ίδια ανάγκη λογικής και κριτικής σκέψης. Όλα αυτά υπό το δικό του πρίσμα και με βάση τον ρου της δικής του εποχής, εκατόν πενήντα χρόνια πίσω. Ο Ρενάν υπήρξε όμως, όπως και πολλοί συμπατριώτες του, ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος, ένας περιηγητής και ένας περιπλανώμενος της ιστορίας που διψούσε για μάθηση.
Σε ένα από τα ταξίδια του επισκέφθηκε την Ελλάδα, ακριβώς όπως είχαν κάνει τόσο ο Ουάιλντ όσο και ο Φλωμπέρ. Τα ταξίδια του και τις εντυπώσεις του ο Ρενάν τα κατέγραψε σε ημερολόγιο, όπως άλλωστε ήταν η συνήθεια, και σε αυτό διαβάζουμε για την λάμψη που είχε πάνω του ο ιερός βράχος της Ακρόπολης. Στο κείμενό του με τίτλο Προσευχή πάνω στην Ακρόπολη εκθειάζει το ελληνικό αθάνατο στοιχείο που δεν μοιάζει με κανένα άλλο, ούτε η Ρώμη ούτε κάποια άλλη πόλη μπορεί να συγκριθεί με την απλότητα της Αθήνας που επισκέπτεται. Μαγεμένος και εκστασιασμένος από το φως των μαρμάρων και την ανάμνηση των θεών περιδιαβαίνει τον χώρο και φωτίζεται με τέτοια ισχύ που το κείμενό του αντανακλά όλον αυτόν τον πυρετό που τον διακατέχει. «Θα έρθουν αιώνες όπου οι μαθητές σου θα περνιούνται για μαθητές της ανίας» γράφει και η πένα του βγάζει φωτιές από την λατρεία του για την αιωνιότητα και το αέναο της αρχαίας μα και νέας ελληνικής πραγματικότητας.
Ο Ερνέστ Ρενάν με το πολύ σύντομο μα τόσο μεστό κείμενο για την Ελλάδα συνεχίζει μια ολόκληρη παράδοση φιλελληνισμού που είχε ξεκινήσει από πολύ νωρίς και οδήγησε τελικά στην ευρωπαϊκή αφύπνιση ως προς το φλέγον και καίριο ελληνικό ζήτημα της απελευθέρωσης. Βρισκόμαστε στο 1865 περίπου και ο Ρενάν κατά τη διάρκεια της σχεδόν δίμηνης παραμονής του είχε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να επισκεφθεί πολλά μέρη αρχαιολογικού ενδιαφέροντος και να νιώσει τον παλμό της έκθεσής του στο πολιτιστικό αγαθό που λέγεται Ελλάδα. Ορμώμενος λοιπόν από αυτή την αγάπη απευθύνεται με διάθεση υμνητική για το ελληνικό πολιτιστικό τοπίο και γράφει χαρακτηριστικά: «Ο Παρθενώνας ξεπερνάει σε αληθινό μεγαλείο τις γοτθικές μας εκκλησίες τις πιο γιγαντιαίες. Το Ερέχθειο είναι ένα κόσμημα δίχως ταίρι. Το τοπίο γεμάτο γοητεία κι ελαφράδα, ταιριάζει απόλυτα μ’ αυτά τα αριστουργήματα. Τέλος, ο κόσμος είναι χαρούμενος και προικισμένος με έντονο αίσθημα αξιοπρέπειας. Λίγες γωνίες της γης μου χαμογέλασαν όπως αυτή εδώ…»
Απόσπασμα από το βιβλίο
«Τους τωρινούς κατοίκους της γης που έδωσες στον Ερεχθέα, θα τους εγκωμιάζω, θα τους κολακεύω. Θα προσπαθήσω ν’ αγαπώ μέχρι και τα ελαττώματά τους ͘ θα πείσω τον εαυτό μου, ω Ιππία, ότι κατάγονται από ιππείς που τελετουργούν εκεί ψηλά, πάνω στο μάρμαρο του διαζώματος σου, την αιώνιά τους γιορτή. Θα ξεριζώσω από την καρδιά μου κάθε ίνα που δεν είναι λόγος και καθαρή τέχνη»