Αν η μέχρι τώρα ιστορία της τέχνης έχει να παρουσιάσει μια λογική σειρά εξελικτικών γεγονότων στη διαχείριση της εικόνας, από την αναπαραστατική κατάκτηση του αντικειμένου έως την αποδόμηση και την ολική κατάργηση του, και τη μετέπειτα επαναφορά του κάτω από διαφορετικό ιδεολογικό πλαίσιο, δεν παύει να είναι μια μανιεριστική, πρωτόγονη πράξη η ζωγραφική, που χαρακτηρίζεται από αρκετό δράμα για να παραμένει πάντα αντιδραστική, όταν ψαύει τα όρια του νοητικού και φαντασιακού μας oρίζoντα.

Η εμφάνιση του κατοικημένου από αλλόκοτα όντα σύμπαντος του George Condo στον υποβλητικό χώρο των Σφαγείων στην Ύδρα, υποδαυλίζει τη μοναξιά τους, σχηματοποιεί τη θραυσματική τους αφαίρεση και εντείνει ταυτόχρονα την ευθραυστότητα τους η οποία τα απομονώνει από τα κυρίαρχα αφηγήματα εξουσίας, σαν ένα μπουλούκι από μοναχικούς misfits που διεκδικούν δικαίωμα στην ύπαρξη.

Ο Condo είναι η ίδια η ιστορία των 20 τελευταίων χρόνων του fin de sciecle της Νέας Υόρκης στο λυκαυγές της νέας χιλιετίας. Ο ίδιος ξεκινά με m συμμετοχή του σrο Factory του Warhol, και τη δεκαετία του ’80, δίπλα στους Jean Michel Basquiat, Keith Haήng, Julian Schnabel, πρωτοστατεί δε στην επιστροφή της ζωγραφικής μετά την αδράνεια που αυτή είχε υποπέσει τη δεκαετία του ’70 από τα διάφορα αvεικονικά ρεύματα της εvνοιακής τέχνης.

«Πραγματικό πορτρέτο δεν υπάρχει. Υπάρχουν μόνο αυταπάτες». Ο George Condo θα μπορούσε να είναι ο εμπνευστής της φράσης του Nathaniel Hawthome. Όμωs, όσο κι αν τα πορτρέτα παρουσιάζονται ως φανταστικά, φέρουν στιβαρά φορτία από την παραδοσιακή ιστορία της Αναγεννησιακής προσωπογραφίας όπως μας τα παρουσίασε στη συζήτηση με τον επιμελητή Massimiliano Gioni. Κύτταρα της εντοπίζονται στο εκφραστικό ιατροδικαστικό βλέμμα του Ρέμπραντ, στην απο-ηρωοποίηση του Γκόγια, ακόμα και στο ευφάνταστο γκροτέσκο του Αρτσιμπόλντο. Η ματιά του Condo έχει μία ισχυρή διαπεραστικότητα που μας αποκαλύπτει την αμεσότητα της γραφής του, κατευθείαν πάνω στον καμβά. Δεν είναι τυχαίο ότι επιλέγει τον Φωβισμό του Ματίς σε μία πιθανή μελλοντική μουσειακή αντιπαραβολή. Η τέχνη ως σωματική σχεδόν αντίδραση που γεννιέται ως νοητικός κεραυνός και δημιουργεί θυελλώδη “προσωπο-τοπία”.

Η σμίξη της υπαρξιακής αγωνίας με το μεταφυσικό, άχρονο τοπίο που ενισχύεται από τα έγχρωμα μεταλλικά κουτιά όπου τα μικρά σε μέγεθος πορτρέτα βρίσκονται απομονωμένα, δημιουργούν κατ’ αρχήν μία αφύσικη συνθήκη τεχνικολόρ περιορισμού. Όσο όμως τα παρατηρούμε αντιλαμβανόμαστε ότι το χρώμα του πλαισίου αποτελεί δομικό στοιχείο του έργου, όπως όταν οριοθετεί τον διχασμό των δύο προσωπικοτήτων στο “Split Personality”, αλλά και όταν επιχειρούν να εξέλθουν από το πλαίσιο και να προβληθούν στο χώρο του θεατή, σαν τα ανίερα συμπλέγματα που προβάλλουν μέσα από ένα απόκοσμο μπλε, ενώ ορισμένα από αυτά επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κυρίως με έμφαση στα καρτούν μάτια και στις ιδιόμορφες οδοντοστοιχίες, και προσωποποιούνται με τίτλους όπως “The Idiot” ή “The Satyr”. Μέσα στα κλουβιά, στον εξωτερικό χώρο των Σφαγείων, οι γλυπτικές προτομές του Condo συντάσσουν μία εξπρεσιονιστική εμπροσθοφυλακή από “Lunatics” και “Renegades” τα οποία ανήκουν στην πολυεπίπεδη παραγωγή μιας μακρόχρονης και άκρως παραγωγικής καλλιτεχνικής πορείας. Στο συγκλονιστικό μεγάλο γλυπτό “The Triumph of Insanity”, o Condo ανθρωποποιεί την ανυπέρβλητη λαχτάρα της καλλιτεχνικής απελευθέρωσης που εκβράζεται μέσα από το υλικό αλλά και από την ίδια τη λογική, με τη σαρωτική δυναμική που ίσως στους Σκλάβους του Μιχαήλ Άγγελου θα μπορούσε να εντοπιστεί με τέτοια μανία.

Η διαρκής, επίπονη εξερεύνηση της πολλαπλής διαστρωμάτωσης της εικόνας, καθώς ακροβολίζεται στα σύνορα των προηγούμενων κατακτήσεων της τέχνης, επαναπροσδιορίζει τη ζωγραφική πράξη και αυτό είναι πάντα μία κατάκτηση. Μέσα στους θρυμματισμένους καιρούς που διάγουμε, τα πρόσωπα του Condo, με την τραγωδία, τον τρόμο αλλά και την παράξενη θαλπωρή που εκπέμπουν, γίνονται ο ξαφνικά ο καθρέπτης του Υψηλού της εποχής μας, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με την αντανάκλαση του ίδιου μας του εαυτού. Η λεπτοφυής ειρωνεία του τίτλου “The Mad and the Lonely” διαβάζεται με συμπάθεια, σαν τον τίτλο μίας ασυμβίβαστης rοck μπάντας και ενισχύει τo σκωπτικό κλίμα της εικονογραφίας που ενώ αρχικά προκαλεί θυμηδία, ξαφνικά oδηγεί στην ταύτιση με έναν αλλόκοτο νέο άνθρωπο-ελέφαντα. Έχοντας αφομοιώσει τις στιγμές όπου η ιδιαίτερη εξατομίκευση συναντά τη διαφορετικότητα και τo γκροτέσκο, μέσα από ro πολύχρωμο freak show του Condo φιλτράρεται μέσα από τη δυτική ζωγραφική και τις τερατογενέσεις του Bosch, τα ανθρωπομορφικά curios simulacra των Μανιεριστών, τις παραμορφωτικές καρικατούρες των προσώπων της ισπανικής αυτοκρατορικής αυλής από Goya και Velasquez, και αργότερα στην οριακή αποδόμηση τoυ προσώπου από τον Picasso, τov ψυχαναλυτικό κατακερματισμό του Bacon και των pop πολλαπλών προσωπικοτήτων μαζικής κουλτούρας, με τον υβριδικό κόσμο του Condo να αποτελείται από κουνελόμορφους κλόουν με τρομαγμένα μάτια και απειλητικά χαμόγελα, σαν ένα post-Disney dream-went-wrong. Ο νέος κόσμος σαρκάζει τον παλιό αλλά περισσότερο σαρκάζει τον εαυτό του, ταρακουνώντας τον εφησυχασμό μπροστά στα απειλητικά δεινά της ανθρωπότητας που επελαύνουν. Όπως λέει και ο Deleuze που συνάδει με τον τίτλο της έκθεσης: «Το να οδηγείς τον νόμο στις έσχατες και πιο παράλογες συνέπειες είναι σαν να τον χρησιμοποιείς για το καλό σου».

Διαβάστε επίσης:

George Condo – The Mad and the Lonely: Έκθεση στο Ίδρυμα ΔΕΣΤΕ Ύδρας