«Η αρχή όλων σχεδόν των συμφωνιών του Μπρούκνερ μοιάζει με την αυγή μιας λαμπρής μέρας στη βουνοκορφή, όπου το γκρίζο της αναδεικνύεται όλο και φωτεινότερο από τις πρώτες ακτίνες του ήλιου», έγραφε ο  Μαξ Άουερ. Την Παρασκευή 20 Ιανουαρίου, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ερμηνεύει τη μεγαλειώδη Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα – στην εκδοχή του 1877 που δημιουργήθηκε στη Βιέννη.Το έργο του «επίμονου κηπουρού» της συμφωνικής τέχνης, Άντον Μπρούκνερ, βρίσκεται στο επίκεντρο της συναυλίας Ο Γιώργος Πέτρου στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών – Αφιέρωμα στη μνήμη του Κάρολου Τρικολίδη. Έναν χρόνο μετά την απώλεια του αρχιμουσικού Κάρολου Τρικολίδη, η Ορχήστρα ερμηνεύει τον συνθέτη του οποίου τα έργα, ο  Έλληνας μουσικός υπηρέτησε με βαθιά γνώση και επιτυχία. Ακόμη, ο αναπληρωτής Εξάρχων στη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Μονάχου, Ιάσων Κεραμίδης, ερμηνεύει σε α’ παγκόσμια το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Παπαδημητρίου. Τη βραδιά διευθύνει ο διεθνούς ακτινοβολίας αρχιμουσικός Γιώργος Πέτρου.

Το πρόγραμμα με μια ματιά

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (γεν.1959)
Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα (α’ εκτέλεση)

ΑΝΤΟΝ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ (1824–1896)
Συμφωνία αρ. 1 σε ντο ελάσσονα (αναθεωρημένη εκδοχή του 1877)

ΣΟΛΙΣΤ
Ιάσων Κεραμίδης, βιολί

ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Γιώργος Πέτρου

Δωρεάν εισαγωγική ομιλία για τους κατόχους εισιτηρίων

Το σχόλιο του σολίστ

Το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Δημήτρη Παπαδημητρίου είναι ένα έργο υψηλών απαιτήσεων και μοναδικής αισθητικής που απαιτεί να αποδοθεί με ακρίβεια η ρυθμική του διάσταση και που καλεί τον σολίστ να εξερευνήσει με βαθιά εκφραστικότητα αλλά και απόλυτο σεβασμό στο κείμενο τα δεξιοτεχνικά του όρια. Οι ερμηνευτικές προκλήσεις και δυσκολίες του έργου είναι πολυδιάστατες. Οι αλλαγές δυναμικής, οι πλούσιες μελωδικές γραμμές, τα απρόσμενα τονικά  άλματα, οι λυρικές εκπλήξεις καλούν τον ερμηνευτή να διασφαλίσει αρχικά την ισορροπία ανάμεσα στον ίδιο και την ορχήστρα, προκειμένου να φωτιστούν οι διάλογοι μεταξύ τους με ειλικρίνεια και να αποδοθεί δυναμικά ο λυρικός και ποιητικός χαρακτήρα του έργου. Το  γεγονός ότι πρόκειται για  πρώτη παγκόσμια εκτέλεση του έργου μου δίνει ιδιαίτερη χαρά, καθώς μου ανοίγει διάπλατα την προοπτική να ανακαλύψω  ήδη από τον πυρήνα του έργου, τους διαφορετικούς  χαρακτήρες, αρμονίες και πτυχές αυτού και να υπηρετήσω πιστά το όραμα του συνθέτη.

Το σχόλιο του μαέστρου

Η Πρώτη Συμφωνία του Bruckner είναι ήδη ένα έργο ώριμο (όχι νεανικό όπως οι περισσότερες “πρώτες” συμφωνίες πολλών μεγάλων συνθετών). Την χαρακτηρίζει μια διαφάνεια και μια προσέγγιση έντονα επηρεασμένη από τον Beethoven. Κάθε νότα είναι με ακρίβεια υπολογισμένη και καθετί έχει λόγο ύπαρξης και πρέπει να ακουστεί.

Για την ιστορία…

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΔΗΜΗΤΡΙΟΥ (γεν. 1959)

Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα

Ξεκίνησα μαθήματα βιολιού σε ηλικία «μόλις» είκοσι οκτώ ετών… με την Άννα Σταρνόφσκαγια, στο Ωδείο του Γιάννη Τζόνκερ, δασκάλου μου στο πιάνο αλλά ταυτόχρονα και πρώτου εκτελεστή έργων μου. Στο Ωδείο του ξεπλήρωσα την αρχαία μου οφειλή στην μουσική. Το να μάθω, στοιχειωδώς έστω, βιολί και πιάνο. Ήταν το χρέος στο «ορθόδοξο μουσικό δόγμα» που δεν είχα έως τότε τιμήσει: είκοσι δύο χρόνια νωρίτερα λόγοι οικονομικοί υποχρέωσαν τους γονείς μου στην επιλογή της αρχικά «ενοικιαζόμενης (!)» κλασικής κιθάρας. Έγινε όμως αυτό που συχνά -και όλως περιέργως- συμβαίνει με τα συνοικέσια: οδηγούν σε αληθινή αγάπη! Η κιθάρα έγινε το δίπλωμα μου, το αρχικό κύριο όργανό μου. Ο κόσμος της ερμητικός, εσωστρεφής, θαλερός, Απολλώνιος. Κοιμόμουν και ξυπνούσα με αυτήν. Την έζησα την κιθάρα, και με έζησε και αυτή. Τελικά έμαθα μέσα από την κιθάρα και μαντολίνο! Να όμως που το μαντολίνο είναι ένα βιολί μεταμφιεσμένο: Οι νότες του, ως θέσεις, είναι εκατό τοις εκατό ίδιες με το βιολί! Αλλά βέβαια… βιολί δεν είναι. Όμως να, ένοιωθα μόλις ένα βήμα μακριά από την πρώτη αγάπη. Έτσι -και ως είθισται στις ροζ εκδόσεις- οι ανεκπλήρωτοι έρωτες πήραν την οφειλόμενη ρεβάνς: πρώτα το πιάνο και ύστερα το βιολί. (Ενώ συνέθεσα τόσα για πιάνο και βιολί, στην «σύζυγο» κιθάρα ακόμα χρωστάω, έστω, ένα δικό της κοντσέρτο (αν και παραστέκει ευγενώς σε όλα μου τα τραγούδια!). Λίγα χρόνια μόνο έκανα μαθήματα, ίσα για να ξέρω τί γράφω και εάν παίζεται. Σταμάτησα όταν έντρομος συνειδητοποίησα ότι ο κραδασμός του βιολιού, μεταδιδόμενος κατάσαρκα από το μάγουλο, τον λαιμό από τα οστά του προσώπου στο αυτί, εκβιάζει μυστικά ένα εξόχως εθιστικό ναρκωτικό, κάτι σαν τον λωτό που γεύτηκε ο Οδυσσέας. Το δοκίμασα, σκλαβώθηκα. Και, δύσκολα πολύ, απελευθερώθηκα. Θα είχα με βεβαιότητα εγκαταλείψει όλη την υπόλοιπη μουσική για το «δαιμονικό» βιολί. Το κοντσέρτο αυτό γράφηκε με μιαν ανάσα. Και όπως συμβαίνει σε όλες τίς αληθινές πράξεις των ερώτων, πρώτα αυτές τελούνται (σε μηδέν χρόνο) και μετά (μπορεί και επί δεκαετίες) προσπαθείς να τις αιτιολογήσεις. Παλεύεις αναδρομικά και κωμικά να υπαινιχθείς ότι υπήρχε κάπου κάποιο σχέδιο, ορισμένη στρατηγική. Όχι λοιπόν, δεν είχα! Αρχικά τουλάχιστον δεν σκέφτηκα σχέδιο φόρμας ή κάποιο πλάνο! Ξεπήδησε όμως ξάφνου ένα όργανο/χαρακτήρας σαν ξωτικό παιχνιδιάρικο και περιπαικτικό, χαριτωμένο και δαιμονικά παιδικό. Και όλο αυτό σέ ένα ελληνικό μυθολογικό πλαίσιο. Αυτός ο «χαρακτήρας» είναι το έργο αυτό. «Έργα και ημέραι ενός ελληνικού ξωτικού» θα μπορούσε κανείς να πει. Και ίσως και η «Fantasia» μπορεί να του ταιριάζει ως περιγραφή δομής. Ό τι ίσως προσδίδει στο έργο αίσθηση ενότητας είναι η αυθόρμητη καταγραφή μιας συστοιχίας ιδεών. Φυσικά υπήρξε επεξεργασία και αναπροσαρμογή του αρχικού υλικού. Και προσθήκη κάποιου παλαιότερου που περιείχε την ρίζα του. Θα ανακαλύψει ίσως κανείς το μουσικό σήμα του Τρίτου Προγράμματος (που είναι από το «Όνειρο Καλοκαιρινής Νύχτας» ανεβασμένο στο «Κοτοπούλη» με το Εθνικό Θέατρο). Διόλου τυχαίο. Αυτός ο «χαρακτήρας» είναι μία και μόνο «περσόνα» από τίς άπειρες ενός οργάνου που μπορεί να μεταλλάσσεται διαρκώς. Ακριβώς η πληθώρα που προσφέρει είναι και η μυστική παγίδα προς έναν φιλόδοξο πλην οκνηρό συνθέτη: αν δηλαδή οραματισθεί να «ξεχρεώσει» όλα όσα μπορεί αυτό το όργανο με ένα και μόνο κοντσέρτο, τότε φεύ!, θα πέσει, πολύ πολύ χαμηλά… Όχι λοιπόν, έπονται ελπίζω και άλλα κοντσέρτα! Και τώρα Σολίστα Μαέστρο και Ορχήστρα, παρακαλώ, ανοίξετε τούτο το μπουκάλι, σαν ξωτικό να ξεχυθεί το Βιολί στην αίθουσα! 

ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ

Ευγνώμων στους μουσικούς της ΚΟΑ, και στον Λουκά Καρυτινό που μου παράγγειλαν το έργο αυτό! Και στον Ιάσονα Κεραμίδη και τον Γιώργο Πέτρου για την ιδιοφυή τους ερμηνεία. -Δημήτρης Παπαδημητρίου

ΑΝΤΟΝ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ (1924 – 1896)

Συμφωνία αρ.1 σε ντο ελάσσονα (εκδοχή του 1877)

  1. Allegro
  2. Adagio
  3. Scherzo: Lebhaft – Trio: Langsam
  4. Finale: Bewegt und feurig

Τα πρώτα σαράντα περίπου χρόνια της ζωής του Άντον Μπρούκνερ σημαδεύτηκαν από τρεις παράγοντες, που επρόκειτο άμεσα ή έμμεσα να παίξουν καταλυτικό ρόλο και στη μετέπειτα εξέλιξη της μουσικής σταδιοδρομίας του. Πρώτος παράγοντας ήταν η σοβαρή ενασχόλησή του με το εκκλησιαστικό όργανο. Από νεαρή ηλικία είχε την ευκαιρία να παίζει σε ένα από τα πλέον αξιόλογα εκκλησιαστικά όργανα της Ευρώπης, που βρισκόταν στο μεγάλο μοναστήρι του Αγ. Φλωριανού κοντά στη γενέτειρά του, το χωριό Ανσφέλντεν της βόρειας Αυστρίας. Με άοκνη μελέτη έγινε ένας πραγματικός βιρτουόζος του οργάνου, με εξαιρετικές ικανότητες στον αυτοσχεδιασμό. Δεύτερος σημαντικός παράγοντας ήταν η μαθητεία του στην αντίστιξη κοντά στον περίφημο δάσκαλο Ζίμον Ζέχτερ, τον οποίο επισκεπτόταν κάθε δεκαπέντε μέρες στη Βιέννη. Ο Ζέχτερ απαγόρευσε στον Μπρούκνερ (που εν τω μεταξύ είχε γίνει οργανίστας στον καθεδρικό ναό του Λιντς) να συνθέτει, έτσι ώστε να είναι απόλυτα αφοσιωμένος στη μελέτη της αντίστιξης. Εκείνος, εκδηλώνοντας τη φυσική του ταπεινοφροσύνη και συστολή, υπάκουσε στις εντολές του δασκάλου του. Λίγο αργότερα όμως γνώρισε και πήρε μαθήματα από τον μαέστρο της όπερας του Λιντς, Όττο Κίτσλερ, ο οποίος τον μύησε στον κόσμο του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Και η επαφή αυτή με το πνεύμα και το καλλιτεχνικό όραμα του Βάγκνερ, ήταν ο τρίτος και πλέον καταλυτικός παράγοντας, αφού έδωσε και το έναυσμα για την ουσιαστική έναρξη της συνθετικής δημιουργίας του Μπρούκνερ με την έξοχη Λειτουργία του σε ρε ελάσσονα, έργο του 1864.

Η φήμη του ως λαμπρού οργανίστα και ως ενός από τους καλύτερους μαθητές του Ζέχτερ, του προσέφερε τις θέσεις του οργανίστα της Αυλής στη Βιέννη και του καθηγητή αρμονίας στο Ωδείο της πόλης. Έτσι, το 1868 ο Μπρούκνερ εγκαταστάθηκε στη Βιέννη και  αφοσιώθηκε ως το τέλος της ζωής του στη σύνθεση μεγαλεπήβολων συμφωνιών κερδίζοντας στους μουσικούς κύκλους τον ανεπίσημο τίτλο του «Βάγκνερ της συμφωνίας». Με το άτσαλο ντύσιμό του, με τους κάπως επαρχιακούς του τρόπους και προφορά και με την άνευ ορίων μετριοπάθειά του, ο συνθέτης θεωρήθηκε μάλλον ως ξένο σώμα στην εκλεπτυσμένη αλλά και επιφανειακή κοινωνία της αυστριακής πρωτεύουσας. Και σαν να μην έφτανε αυτό, λόγω της αγάπης του για το έργο του Βάγκνερ βρέθηκε αθέλητα εν μέσω μίας (ανούσιας) διαμάχης μεταξύ των οπαδών του Μπραμς και εκείνων του Βάγκνερ και έκανε μοιραία πολλούς εχθρούς, ο σημαντικότερος εκ των οποίων ήταν ο έγκριτος και πανίσχυρος «αντί-βαγκνερικός» μουσικοκριτικός της εποχής, Έντουαρντ Χάνσλικ. Ο Χάνσλικ δεν έχανε ευκαιρία να κατακεραυνώνει τη μουσική του συνθέτη, καταφερόμενος εναντίον της με οξύτατους και εμπαθείς χαρακτηρισμούς, που επιτύγχαναν πάντα να πληγώνουν την αυτοπεποίθησή του.

Λίγο πριν το τέλος των σπουδών του με τον Κίτσλερ, ο Μπρούκνερ είχε συνθέσει μία συμφωνία σε φα ελάσσονα (1863), που ωστόσο απέφυγε να χαρακτηρίσει ως Πρώτη, μιας και δεν πίστευε στην καλλιτεχνική της αξία. Η επίσημη «Πρώτη» ξεκίνησε να γράφεται στις αρχές του 1865. Το πρώτο μέρος της που ολοκληρώθηκε ήταν το φινάλε και ακολούθησαν το πρώτο μέρος και το σκέρτσο (με το ενδιάμεσο Τρίο). Τον Ιούνιο εκείνης της χρονιάς, ο Μπρούκνερ ταξίδεψε στο Μόναχο για να παρακολουθήσει μία παράσταση του μουσικού δράματος Τριστάνος και Ιζόλδη του Βάγκνερ και τότε συναντήθηκε για πρώτη φορά με τον ίδιο τον Βάγκνερ. Φαίνεται ότι η ακρόαση του βαγκνερικού αριστουργήματος είχε έντονη επίδραση στον Μπρούκνερ, ο οποίος επιστρέφοντας στο Λιντς αντικατέστησε το σκέρτσο της συμφωνίας με ένα νέο και συνέθεσε το αργό μέρος, που ολοκληρώθηκε τον Απρίλιο του 1866. Η πρεμιέρα της Πρώτης Συμφωνίας δόθηκε στις 9 Μαΐου του 1868 στο Λιντς υπό τη διεύθυνση του ίδιου του συνθέτη. Παρόλο που οι απαιτήσεις εκτέλεσης της συμφωνίας ήταν υψηλές και η ορχήστρα αποτελείτο όχι μόνο από επαγγελματίες μουσικούς αλλά και από ερασιτέχνες, η πρεμιέρα ήταν επιτυχής· ακόμα και ο Χάνσλικ έγραψε μία σχετικώς ευνοϊκή κριτική!

Το καλοκαίρι του 1876 ο Μπρούκνερ επιδόθηκε στη μελέτη της Τρίτης και της Ενάτης Συμφωνίας του Μπετόβεν, εργασία που είχε σαν έμμεσο αντίκτυπο να αποφασίσει να προβεί σε αναθεώρηση των συμφωνιών που είχε συνθέσει ως τότε. Έτσι, στις αρχές του 1877 έκανε ελάσσονος έκτασης διορθώσεις και στην Πρώτη Συμφωνία. Η εκδοχή αυτή συνηθίζεται να αναφέρεται ως «εκδοχή του Λιντς». Κάποια χρόνια αργότερα, το 1889, ο σπουδαίος αρχιμουσικός Χανς Ρίχτερ πρότεινε στον Μπρούκνερ μία νέα εκτέλεση της Πρώτης Συμφωνίας στη Βιέννη. Εν όψει αυτής, ο συνθέτης επιδόθηκε σε μία νέα αναθεώρησή της, εκτενέστατη αν όχι ριζική. Το αξιοσημείωτο ήταν ότι την αναθεώρηση αυτή την υλοποίησε αυτοβούλως, σε πείσμα μάλιστα των εισηγήσεων από μουσικούς του περιβάλλοντός του, που επέμεναν να μην αλλάξει τίποτα. Η νέα εκδοχή της Πρώτης Συμφωνίας διαμορφώθηκε κατά την περίοδο 1890-91 και έμεινε γνωστή ως «εκδοχή της Βιέννης». Η τελική αυτή εκδοχή παρουσιάστηκε στην αυστριακή πρωτεύουσα τον Δεκέμβριο του 1891. Παρά την εξαιρετική της επιτυχία όμως, η εκδοχή που έχει καθιερωθεί μέχρι σήμερα είναι η προγενέστερη του 1877 – και αυτή ακούγεται στην αποψινή συναυλία της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών.

«Ποτέ ξανά δεν υπήρξα τόσο τολμηρός όσο ήμουν στην Πρώτη Συμφωνία. Έγραφα σαν να προκαλούσα όλον τον κόσμο!», φέρεται να έχει δηλώσει ο Μπρούκνερ. Σε άλλη περίσταση, δεν δίστασε μάλιστα να αποκαλέσει τη Συμφωνία ως “das kecke Beserl”, χρησιμοποιώντας αυτή τη σαφώς χυδαία έκφραση της αυστριακής αργκό, που θα μπορούσε ελεύθερα (και πολύ πιο κόσμια) να αποδοθεί ως «τολμηρή, ελευθέρων ηθών κοπέλα». Παρόλα αυτά, όπως και οι άλλες μεγαλεπήβολες συμφωνίες του Μπρούκνερ, η Πρώτη είναι διαποτισμένη από τη ριζωμένη και αταλάντευτη μεταφυσική πεποίθηση του βαθιά θρησκευόμενου δημιουργού της, έχει το δωρικό μεγαλείο ενός επιβλητικού καθεδρικού ναού αλλά ταυτόχρονα εικονίζεται σε αυτήν ο ανεπιτήδευτος, προσηνής, ενίοτε και απλοϊκός χαρακτήρας του ίδιου του συνθέτη. Οι θεματικές ιδέες του έργου διακρίνονται για τη ρέουσα μελωδικότητα, την ευγένεια αλλά και τη στιβαρότητά τους, ενώ αναπτύσσονται προς δραματικές κορυφώσεις με αργό, ηδονικό βηματισμό και με μία σύνθετη πολυφωνική αίσθηση. Παράλληλα, ο συνθέτης χειρίζεται με αριστοτεχνικό τρόπο ένα πληθωρικό συμφωνικό ηχόχρωμα, που ουκ ολίγες φορές έχει κάτι από τον στιβαρό ήχο του αγαπημένου του εκκλησιαστικού οργάνου.

Διαβάστε επίσης:

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών: Καλλιτεχνικό πρόγραμμα 2022-2023