Σε λίγες μέρες γιορτάζουμε τα γενέθλια του μεγάλου καλλιτέχνη. Ο Francisco José de Goya y Lucientes γεννιέται στις 30 Μαρτίου 1746 στην Αραγονία τη χρυσή εποχή του Διαφωτισμού και της ανόδου της επιστήμης. Μετά από μία περίοδο μη αναγνώρισης του έργου του, ο Γκόγια γίνεται ζωγράφος του Ισπανικού Στέμματος-Primer Pintor de Cámaraτο 1799, η υψηλότερη κατάταξη για Ισπανό ζωγράφο. Τα χρόνια που ακολουθούν είναι δύσκολα και επηρεάζουν βαθιά τον καλλιτέχνη.
Το 1807 ο Ναπολέων οδηγεί τον γαλλικό στρατό σε πόλεμο ενάντια στην Ισπανία. Ο Γκόγια παρέμεινε στη Μαδρίτη κατά τη διάρκεια του πολέμου και τον αποτύπωσε στη σειρά χαρακτικών «Disasters of War» τα οποία λόγω της σκληρότητάς τους δημοσιεύθηκαν 35 χρόνια μετά το θάνατό του. Την ίδια περίοδο δημιούργησε και τους πίνακες-σταθμούς στη συλλογική αντιστασιακή μνήμη «The Second of May» και «The Third of May» 1808, που αναφέρονται στα γαλλικά αντίποινα εναντίων των Ισπανών αντιστασιακών, όταν στα χέρια του Ναπολέοντα είχε καταρρεύσει το αφήγημα της Γαλλικής Επανάστασης. Ο αντάρτης στο κέντρο της σκηνής, φτωχός εργάτης αν κρίνουμε από το απλό του πουκάμισο, έξαφνα φωτίζεται από το σχεδόν βιβλικό φανάρι του δρόμου και γίνεται εκτυφλωτικό περιστέρι ελευθερίας, με τα χέρια ανοιχτά σε επίκληση, ένας επαναστάτης Χριστός κατά της αδικίας, έτοιμο/ς να πετάξει.
Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε χρησιμοποιηθεί τόσο δραματικό και εύγλωττο κιαροσκούρο, παρά μόνο για θρησκευτικά ή ιστορικά θέματα με εξουσιαστικά αφηγήματα. Εδώ το φως λειτουργεί σαν αγωγός όχι στο θείο αλλά στο βαθιά ανθρώπινο. Σύμφωνα με τον ιστορικό τέχνης Kenneth Clark, η Τρίτη Μαΐου είναι “η πρώτη μεγάλη εικόνα που μπορεί να ονομαστεί επαναστατική με κάθε έννοια της λέξης, στο στυλ, στο θέμα και στην πρόθεση”.
Όταν χαράζει τις ηθογραφικές σειρές «Los Caprichos» και «Los Disparates», συνθέτει μια μεγάλη ποικιλία έργων ζωγραφικής που ασχολούνται με τις ψυχικές νόσους, τα άσυλα, τη διαφορετικότητα, το κυνήγι μαγισσών από την Ιερά Εξέταση, όπως και τη διαφθορά που επικρατούσε σε θρησκεία και πολιτική. Τις σειρές ολοκληρώνουν έργα με φανταστικά πλάσματα που συντροφεύουν την ταραγμένη του ψυχοσύνθεση. Αυτή η ύστερη περίοδος κορυφώνεται με τους «Μαύρους Πίνακες» του 1819-1823, τα fresco στους τοίχους του Quinta del Sordo (Σπίτι του Κωφού) όπου έζησε απομονωμένος πριν εγκαταλείψει την Ισπανία το 1824 για να αποσυρθεί στη γαλλική πόλη Μπορντό, όπου και απεβίωσε στις 16 Απριλίου 1828.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όπως υποδηλώνει και το βιογραφικό του, ο Γκόγια θα μπορούσε να είναι ένας ακόμα αξιοσέβαστος ζωγράφος της αυλής που εμπνεόταν από τα ιστορικά γεγονότα της εποχής του. Τι είναι λοιπόν αυτό που τον διαχωρίζει τόσο δραματικά από τους υπόλοιπους ζωγράφους της γενιάς του;
Τα πορτρέτα της Ισπανικής αυλής χαρακτηρίζονται από την απουσία οποιασδήποτε προσπάθειας εξιδανίκευσης ή κολακείας, σε σημείο που να φαίνονται σατιρικά. Γνωρίζουμε από ιστορικές πηγές ότι η βασιλική αυλή του Καρόλου του 4ου της Ισπανίας μαστιζόταν από διαφθορά. Ο γνωστός πίνακας του Γκόγια που απεικονίζει τη βασιλική οικογένεια έχει στο κέντρο του την πολυμήχανη βασίλισσα Λουίζα ενώ στο φόντο ο καλλιτέχνης ενεδρεύει ως παρατηρητής δίπλα σε πίνακα που φέρει την αρχετυπική παραβολή της παρακμής, την ιστορία του Λωτ. Ο Γκόγια κοιτάει προς τη μεριά μας σιωπηλός και αφουγκράζεται τις αντιδράσεις μας. Πάντα αυτό κάνει.
Με τη «Γυμνή Μάγια», ‘το πιο άσεμνο γυμνό της Δυτικής τέχνης’, και το οποίο κατάσχε η Ιερά Εξέταση, ζωγραφίζει μία γυμνή ξαπλωμένη γυναίκα που μας κοιτά ακριβώς μέσα στα μάτια, χωρίς να νοηματοδοτείται μυθολογικά ή να περιτυλίγεται με πέπλα αλληγορικήςάφεσης. Δεν θα ήταν υπερβολή να το χαρακτηρίζαμε το πιο ανοιχτά φεμινιστικό έργο ως τις μέρες μας. Στο μυαλό όμως του Γκόγια τριβελίζει διαρκώς το τέλος της λογικής που φέρνει η κυριαρχία των βασικών ενστίκτων, η μισαλλοδοξία, η διαφθορά, η φθορά, οι ίδιες επίκαιρες αντι-αξίες, απ-αξίες ενθρονισμένες πλέον στην καθημερινότητα της εποχής της Ανθρωπόκαινου.
Goya’s Graphic Imagination | 12 Φεβρουαρίου-2 Μαΐου | Metropolitan Museum of Art, NY
Με την έκθεση στο ΜΕΤ που αποτελείται από την ευρεία συλλογή χαρακτικών του Μουσείου αλλά και ιδρυμάτων όπως το Prado, βουτάμε στα βαθιά νερά μιας πολυσχιδούς, εικονοκλαστικής καλλιτεχνικής προσωπικότητας, που τα μάτια της μας διαπερνούν σαν το βλέμμα της Μάγιας και γίνονται ο καθρέπτης μας. Μοιάζουμε τόσο στους πρωταγωνιστές του Γκόγια, όσο δεν έχουμε μοιάσει, δεν έχουμε εισχωρήσει, δεν μας έχουν διαπεράσει κανενός άλλου δημιουργού τα έργα ως τότε.
Οι «Καταστροφές του Πολέμου» είναι το Tour de Force της αντιπολεμικής τέχνης. Ενώ στα πρώτα έργα διαφαίνεται μία συμπάθεια προς τον χειμαζόμενο ισπανικό λαό, μετέπειτα το καλό με το κακό μπλέκει και δίνει το χώρο του στην πλήρη ματαιότητα του πολέμου. Ο τρίτος κύκλος είναι κατάφωρα σαρκαστικός καθώς η ειρήνη που ακολούθησε ήταν μία κατ’ επίφαση συνθήκη.
Αναλογιστείτε τη νοσηρή ποικιλία των τρόπων που μπορεί κάποιος να πεθάνει στον πόλεμο και ακολουθείστε το κοπίδι του Γκόγια που ξεχύνει οξύ και αίμα στη χαραγμένη πλάκα. Όλοι οι μεγάλοι καλλιτέχνες που ακολούθησαν τους εκφραστικούς μαιάνδρους του ζωγράφου-χαράκτη, είχαν τις Καταστροφές στο μυαλό τους. Οι βασανισμένοι του Γκόγια στέκονταν εκεί, ακρωτηριασμένοι και βουβοί σαν φαντάσματα, μπροστά στη «Γκερνίκα» του Πικάσο, στην αδρότητα του Μαξ Μπέκμαν, στα σαρδόνια προσωπεία του Ένσορ, στις δονήσεις του Μπέικον, στη σουρεαλιστική φιλμογραφία του Μπουνιουέλ, στην εμμονή στο γκροτέσκο του Παζολίνι, στην τρισδιάστατη διοραματική αναπαράσταση των Καταστροφών από τους Αδελφούς Τσάπμαν, ως και τα πρώτα τεμαχισμένα ζώα- βίαιες ελεγείες του επέκεινα, από τον Ντάμιεν Χιρστ.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό, ότι ακόμα και γνήσια Ρομαντικοί ζωγράφοι όπως ο Ντελακρουά ή ο Ζερικώ, όταν ζωγράφιζαν έργα επάνω στο ζήτημα της αδικίας και της ανθρώπινης βαρβαρότητας πάντα βουτούσαν την άκρη του χρωστήρα τους στο ντεκόρουμ και στην αισθητικοποίηση της βίας, όπως και στις συμβάσεις μίας μακραίωνης ζωγραφικής παράδοσης. Ο Σαρδανάπαλος έμοιαζε λιγωμένος και νωχελικός μέσα στη πνιγηρή ατμόσφαιρα του σφαγμένου χαρεμιού. Στο Ναυάγιο της Μέδουσας, τα πνιγμένα κορμιά παρέμεναν θελκτικά. Ο Γκόγια παραμορφώνει όπως ο Χρόνος, και αποτυπώνει το angst όπως ένας λαχανιασμένος φωτορεπόρτερ στην καρδιά του πολέμου.
Η κώφωση του Γκόγια οδήγησε σε περισσότερη ενδοσκόπηση και μετέτρεψε τον καλλιτέχνη σε οπτικό/ψυχικό ανατόμο, όχι μόνο της φρικαλεότητας για την οποία είναι υπεύθυνος ο άγνωστος καθένας, και που ταυτόχρονα του προσδίδει, με έναν αρρωστημένο τρόπο, άφεση αμαρτιών ως απρόσωπο φορέα της κοινοτοπίας του κακού, αλλά και της κοινοτοπίας της καθημερινής ανεπαίσθητης σκληρότητας, μέσα σε μία κοινωνία που κυριαρχείται από αδυναμία, προκατάληψη, φθόνο, απληστία, συλλογικό φανατισμό, ανελευθερία.Eν έτει 2021, η εικονογραφία του Γκόγια επικαιροποιείται ξανά.
Το 1799 ο Γκόγια δημοσίευσε 80 έντυπα «Caprichos» που απεικόνιζαν αυτό που περιέγραψε ως ‘τις αναρίθμητες αδυναμίες και τις παραπλανήσεις που υπάρχουν σε οποιαδήποτε πολιτισμένη κοινωνία, και από τις κοινές προκαταλήψεις και τις παραπλανητικές πρακτικές που έχουν συνηθίσει τα έθιμα, η άγνοια ή το συμφέρον’. Το εικονικό έργο «Ο Ύπνος της Λογικής παράγει Τέρατα» λαμβάνει άλλη διάσταση στην εποχή της περιρρέουσας φοβίας λόγω της πανδημίας. Ο γεμάτος μίσος όχλος σε έργα όπως «The Pilgrimage of San Isidoro», το μόνο που διαφέρει από τον όχλο στο Καπιτώλιο είναι ο ρουχισμός. Το χαρακτικό «And there is no help-Χωρίς να υπάρχει βοήθεια», συνομιλεί με την αδιανόητη αστυνομική βία που έχει κατακλείσει κάθε γωνιά του πλανήτη, ενώ χαρακτικά όπου ο Γκόγια στηλιτεύει τη βία κατά των γυναικών, εικονογραφούν με παραστατική ακρίβεια το πρόσφατο metoo κίνημα.
Ο Γκόγια καταγγέλλει κάθε μορφής βιαιότητα απέναντι σε όσους ανήμπορους να αντιδράσουν, όπως κρατούμενοι και άνθρωποι από υποβαθμισμένα περιβάλλοντα, ως το προοίμιο του κινήματος Black Lives Matter. Παρεμπιπτόντως το κτίριο του Καπιτωλίου ξεκίνησε το 1793 ως μέρος του οραματικού σχεδίου για την ανοικοδόμηση της Ουάσιγκτον από τον Γάλλο μηχανικό Pierre Charles L’Enfant, της οποίας η κλασική γεωμετρία θα γιόρταζε τη λογική του Διαφωτισμού. Εκείνη ακριβώς τη χρονιά ο Γκόγια αρχίζει να χάνει την ακοή του και την πίστη στην ανθρωπότητα.
Η σειρά από έντεκα μικρές εικόνες ζωγραφισμένες σε κασσίτερο του 1794, εισχωρεί ακόμη περισσότερο στη σκοτεινή πλευρά της φαντασίας και της τρέλας, όπου οτιδήποτε διαφορετικό δαιμονοποιείται από αυτό που ονομάζεται σήμερα ‘mainstream’. Στο «Yard with Lunatics-Πτέρυγα Τρελών» κυριαρχεί το bulling, η κοινωνική αποξένωση, ο φόβος της χλεύης και η απέραντη μοναξιά.
Στις χαραγμένες αφηγήσεις του Γκόγια δεν πρωταγωνιστούν ήρωες, αλλά misfits-αντιήρωες. Σε αυτά τα παραμορφωμένα θύματα της βαρβαρότητας του περίγυρού τους, μέσα σε σκοτεινές κάμαρες ή κρεμασμένα σε κλαριά δέντρων, δεν απονέμονται βραβεία ατομικότητας, δεν επιδίδονται σε ευγενή ατομικά μαρτύρια αλλά τα πρόσωπα τους αργά ξεθωριάζουν στη λήθη και την ανωνυμία. Αυτή η αδυσώπητη μετακύλιση του χρόνου χωρίς σημαίνουσες στάσεις, δίχως να προσφέρονται λύσεις, καθάρσεις, ανατάσεις και αναστάσεις, ανατέμνει προσεκτικά την απομυθοποιημένη πραγματικότητα επάνω σε μία χάλκινη πλάκα, χρησιμοποιώντας ποικιλία τεχνικών intaglio printmaking για το γραμμικό σχέδιο και aquatint για τις τονικές περιοχές.
Τα μέσα που χρησιμοποιεί θα λέγαμε ότι είναι υπερ-σύγχρονα. Καμία θεατρικότητα, καμία διάθεση για προοπτική, θολά φόντα, αποχρώσεις άτονες, πολύ μαύρο, ξεραμένο άλικο, στοιχεία σε πρώτο πλάνο που εμποδίζουν τη θέαση, αδρότητα στα σχεδιάσματα, αδιανόητες στάσεις σώματος, και μία σειρά από Μπορχικά πλάσματα, μία πρώιμη Φάρμα των Ζώων από ειρωνικούς πιθήκους και επίμονα γαϊδούρια, που εύγλωττα εκφράζουν κοινωνικά πειράματα, ή απλά το μέσα της κοινωνίας που νοσεί όταν αφήνεται ελεύθερο να βγει προς τα έξω. Εδώ διαφέρει με καλλιτέχνες-θαυμαστούς χρονικογράφους της εποχής τους όπως ο Hogarth ή ο Fuseli, γιατί ο Γκόγια δίνει μορφή όχι μόνο στην ηθική κατάπτωση αλλά και στους εφιάλτες μας.
Στα τελευταία έργα των Καταστροφών, στο «Murió la Verdad- Η Αλήθεια πέθανε», η δαφνοστεφανωμένη Ισπανία ως η Αλήθεια κείτεται νεκρή. Στο επόμενο χαρακτικό, «Si resucitará; – Θα ζήσει ξανά;», η Αλήθεια εμφανίζεται ξαπλωμένη ανάσκελα με το στήθος σε κοινή θέα, να φωτίζεται μπροστά σε ένα πλήθος μοναχών και τεράτων. Όμως ακόμα και μέσα σε όλη αυτή τη πνιγηρή ανυπαρξία, η ζωή επιμένει να σηκώνει κεφάλι για να πάρει ανάσα μέσα από τον κατακλυσμό. Ο σκύλος του Γκόγια, μια ψυχή χωρίς αφέντη, όπως ο άνθρωπος χωρίς κανέναν σωτήρα πλην του ίδιου του του εαυτού, αλυχτά το πείσμα της ζωής ενάντια σε όλες τις πιθανότητες, συμβιβασμένος παράλληλα με τη θνητότητα του.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: The Third of May 1808, 1814, Museo del Prado