Τον Μάιο του 1942 στον τροπικό του παράλογου και στην καρδιά της Γερμανικής κατοχής στη Γαλλία, ο Αλμπέρ Καμύ δημοσιεύει τον περίφημο «Ξένο» του, μυθιστόρημα που θα τον κάνει διάσημο και θα σημάνει μια νέα αρχή για τη γαλλική λογοτεχνία. Ο νεαρός Γαλλοαλγερινός συγγραφέας σκοπεύει να δημιουργήσει ένα τρίπτυχο με προμετωπίδα το ευσύνοπτο αυτό μυθιστόρημα, με τα θεατρικά «Παρεξήγηση» και «Καλιγούλα» αλλά και με το φιλοσοφικό δοκίμιο «Ο μύθος του Σισύφου». Με τον τρόπο αυτό ακολουθεί τα βήματα του Μπαλζάκ, που ανάμεσα στα μυθιστορήματά του δημοσίευε εμβόλιμα κάποια δοκίμια θεμελιώνοντας έτσι τις αφηγήσεις του.

Η μπαλζακική ρίζα της αφηγηματικής του αποδεικνύεται από διάφορες αναφορές του στον «βασιλιά των μυθιστοριογράφων», μια από τις οποίες ανακαλύπτουμε στον «Επαναστατημένο άνθρωπο»:

Ο Μπαλζάκ έκλεισε μια μέρα μια μεγάλη συζήτηση με θέμα την πολιτική και τις τύχες του κόσμου, λέγοντας: «Ώρα να γυρίσουμε στα σοβαρά πράγματα», εννοώντας τα μυθιστορήματά του.

Στον Φλομπέρ δεν αναφερόταν συχνά ο Καμύ αντιλαμβανόμενος ότι ο μετρ του ύφους ήταν φιλοσοφικά αδύναμος σε σχέση τουλάχιστον με τον Μπαλζάκ, κάτι που τον έριχνε στα μάτια του. Σιωπηρά ωστόσο παραδεχόταν πως το μυθιστόρημα από την εποχή του και μετά ήταν περισσότερο μια υπόθεση ύφους, την οποία ο Φλομπέρ υπηρέτησε με μεγάλη αφοσίωση. Με αυτή την έννοια αναγνώριζε τη συμβολή μυθιστορημάτων όπως η «Αισθηματική Αγωγή» στην εξέλιξη της λογοτεχνίας. Ο ίδιος ο Καμύ δήλωνε πως αδιαφορούσε για την ποίηση και τους ποιητές με εξαίρεση τον Ρενέ Σαρ, ωστόσο χρησιμοποιούσε μια γλώσσα εξόχως ποιητική σε όλο του το έργο. Και είναι παράξενο που αναγνωρίζουμε σε αυτόν τον διάσημο νομπελίστα φιλοσοφικές ή δραματουργικές δεξιότητες αλλά ξεχνάμε ότι πάνω απ’ όλα ήταν ένας απαράμιλλος στυλίστας του ύφους. Την παλινωδία του ανάμεσα στον Μπαλζάκ και στον Φλομπέρ δεν την έλυσε ποτέ και μολονότι μπαλζακικός ο Καμύ παραδεχόταν, με μια χλευαστική διάθεση, πως ο συγγραφέας του «Μπάρμπα Γκοριό» δεν απέφευγε σοβαρά λάθη γράφοντας τα μυθιστορήματά του.