Ένας καλλιτέχνης πέφτει θύμα κλοπής του ποδηλάτου του στη μεταπολεμική Ρώμη. Στην εναγώνια αναζήτησή του, σε μια διαρκή παλινδρόμηση μεταξύ χιούμορ και θυμού, έρχεται αντιμέτωπος με τη συνενοχή και την αλληλεγγύη, καθώς συναναστρέφεται με κάθε καρυδιάς καρύδι: ψεύτες, απατεώνες, φτωχοδιάβολους, αλλά και ευγενικούς, καλοπροαίρετους ανθρώπους. Αναμετριέται διαρκώς με ηθικά διλήμματα, μεγάλες προσδοκίες και, ασφαλώς, απογοητεύσεις. Κι ενώ μαθαίνει από τα λάθη του, προχωράει ολοένα και περισσότερο προς την εξιχνίαση του εγκλήματος.
Ο Μπαρτολίνι με ευφυή τρόπο χρησιμοποιεί το πρόσχημα της αναζήτησης του κλεμμένου ποδηλάτου για να χαρίσει τον αναγνώστη μια μαγευτική και απολαυστική περιδιάβαση στην Αιώνια Πόλη. Καθώς ο ήρωας περιπλανιέται στα στενοσόκακα και τις αγορές της Ρώμης, μπροστά στα μάτια μας ξετυλίγεται ένα μωσαϊκό από χαρακτηριστικές φυσιογνωμίες, στιγμιότυπα και αλήθειες με μια εντυπωσιακά διαχρονική υφή.
Η κινηματογραφική γραφή του βιβλίου δικαιολογημένα ενέπνευσε τον Βιτόριο ντε Σίκα, ώστε να το χρησιμοποιήσει ως βάση για το σενάριο της ομώνυμης ταινίας του, που έμελλε να αποτελέσει σταθμό στην ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου.
«…µάλλον έπαιξε ρόλο το ότι είχα πια ήδη αρχίσει να κάνω τα πρώτα µου ντοκιµαντέρ, για να καταλάβω την άφθαστη µαεστρία τόσο του σεναριογράφου Ζαβατίνι όσο και του σκηνοθέτη Ντε Σίκα. Που δεν ήταν άλλη από µια αντίφαση: Από τη µια δηλαδή ο απέραντος σεβασµός τους στην πραγµατικότητα που περιγράφει άψογα το βιβλίο του Λουίτζι Μπαρτολίνι από το οποίο εµπνεύστηκαν, και από την άλλη η αριστοτεχνική απόδοσή της από δυο µάγους που µας έπεισαν ότι όλα όσα βλέπουµε γίνονται τυχαία µπρος σε µια κάµερα παρατηµένη στα σοκάκια της Ρώµης. Ένα ντοκιµαντέρ χωρίς δηµιουργό, µόνο µια κάµερα, η οποία σαν να παίρνει από µόνη της κάθε τόσο µπρος καταγράφει το πιο ασήµαντο δίπλα στο πιο σηµαντικό που συµβαίνει µπροστά της.»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
– Από τον πρόλογο του Σωτήρη Γκορίτσα
Λίγα λόγια για τον Luigi Bartolini
Ο Λουίτζι Μπαρτολίνι γεννήθηκε το 1892 στο Κουπρομοντάνα, ένα χωριό της περιοχής Μάρκε. Σπούδασε Καλές Τέχνες στη Ρώμη και τη Σιένα καθώς και διδασκαλία σχεδίου και έλαβε μέρος σε μεγάλες εικαστικές εκθέσεις αποσπώντας σημαντικά βραβεία. Υπήρξε πάντα πρωτοποριακός στο εικαστικό του έργο και θεωρείται ένας από τους πιο σπουδαίους χαράκτες της Ιταλίας του 20ού αιώνα. Η συγγραφική του δραστηριότητα περιλαμβάνει πάνω από 70 έργα κριτικής, πεζογραφίας και ποίησης, καθώς και πλούσια αρθρογραφία με πολλά ιταλικά λογοτεχνικά περιοδικά αναφοράς. Παρότι οι αντιφασιστικές του πεποιθήσεις είναι εμφανείς σε όλο το λογοτεχνικό του έργο, δεν υπήρξε από τους διανοούμενους που είχαν ενεργό επαναστατική δράση, και γι’ αυτό έχαιρε μιας ιδιότυπης ασυλίας από το φασιστικό καθεστώς. Πέθανε στη Ρώμη το 1963.