Ο Κουρέας της Σεβίλλης, ένα από τα πιο αγαπημένα έργα του ελληνικού κοινού, επιστρέφει στην Εθνική Λυρική Σκηνή, μέσα από τη σύγχρονη ματιά του σκηνοθέτη Φραντσέσκο Μικέλι.
Η ανατρεπτική παραγωγή του αριστουργήματος του Τζοακίνο Ροσσίνι, σε μουσική διεύθυνση του Αναστάσιου Συμεωνίδη και της Ζωής Τσόκανου θα παρουσιαστεί από τις 18 Φεβρουαρίου και για οκτώ μόνο παραστάσεις στο Θέατρο Ολύμπια.
Η εντυπωσιακή παραγωγή, η οποία πρωτοπαρουσιάστηκε την περασμένη σεζόν στο Θέατρο Ολύμπια και στην συνέχεια ταξίδεψε στο Τεάτρο Κομουνάλε της Μπολόνιας, φέρνει την ιστορία του Φίγκαρο στην ψηφιακή εποχή, φωτίζοντας τον -μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας- κόσμο της Ροζίνας.
Το έργο δεν χρειάζεται συστάσεις. Η πνευματώδης, σβέλτη και ιδιαίτερα μελωδική μουσική ντύνει μια σειρά από κωμικές καταστάσεις, καθώς ο κουρέας Φίγκαρο βοηθά τον κόμη Αλμαβίβα να παντρευτεί την όμορφη Ροζίνα, η οποία κατοικεί με τον ηλικιωμένο προστάτη της Δόκτορα Μπάρτολο, που την προορίζει για τον εαυτό του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Φραντσέσκο Μικέλι, καλλιτεχνικός διευθυντής του φημισμένου Ιταλικού Φεστιβάλ Όπερας της Ματσεράτας δημιούργησε ένα σύγχρονο, ανατρεπτικό Κουρέα. Ο σκηνοθέτης επιχείρησε να παρουσιάσει τον -μεταξύ του ονείρου και της φαντασίας- κόσμο της Ροζίνας, που «θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της». Σύμφωνα με τον Μικέλι, «η Α’ Πράξη έχει διαμορφωθεί σαν το φανταστικό της κόσμο, το όνειρο και την ελπίδα της νεαρής, γλυκιάς κοπέλας. Αίσθηση και όραμα έρχονται στο φως, συναντώντας την καρδιά της όμορφης. Αντίθετα, στη Β’ Πράξη επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο, στον υλικό κόσμο και στην πραγματική απιστία. Μέσα από αυτή την αντίθεση η Ροζίνα θα αποκαλυφθεί και θα γνωρίσουμε το βάθος των καταπιεσμένων και καλά κρυμμένων συναισθημάτων της. Σε αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα σε Α’ και Β’ Πράξη θα έχουμε τη Ροζίνα ως μέτρο, με το οποίο μετράμε κάθε χαρακτήρα, κάθε χειρονομία, κάθε πράξη. Μέσα από τα δικά της μάτια θα κρίνουμε τον κόμη Αλμαβίβα, τον κατώτερο Ντον Μπαζίλιο, τον Φίγκαρο και την κακοήθη προχειρότητα του Ντον Μπάρτολο. Αυτό είναι το πνεύμα του Κουρέα σήμερα, αυτή η συμπύκνωση εκρηκτικής χαράς, τοποθετημένη σε μία μυστική γωνιά του κόσμου. Ο Ροσσίνι τοποθέτησε το αριστούργημά του ανάμεσα σε μακρινούς κόσμους και διαφορετικές ιστορίες, και ανάμεσα στα δύο βρίσκεται ο σημερινός κόσμος. Καθήκον μας είναι να αφηγηθούμε την κυρίως υπόθεση αυτής της όπερας και όλες τις αναρίθμητες διαθλάσεις και θαυμαστές επιδράσεις της».
Ο σκηνοθέτης έχει διαγράψει μια εντυπωσιακή πορεία σε σημαντικά ιταλικά λυρικά θέατρα (Αρένα της Βερόνας, Φενίτσε της Βενετίας, Παλέρμο κ.ά.), αλλά και εκτός Ιταλίας, σε όπερες όπως της Νίκαιας της Γαλλίας και του Πεκίνου. Τα εντυπωσιακά σκηνικά υπογράφει ο Νίκολας Μπόουβυ, ο οποίος έχει και την ευθύνη των φωτισμών, ενώ τα πολύχρωμα κοστούμια έχει σχεδιάσει ο Τζανλούκα Φαλάσκι. Ο Παναγιώτης Τομαράς έχει αναλάβει τον σχεδιασμό των οπτικών μέσων.
Την ευθύνη της μουσικής διεύθυνσης της παραγωγής έχουν οι Αναστάσιος Συμεωνίδης και Ζωή Τσόκανου. Τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Το ρόλο του τίτλου ερμηνεύουν, στην πρώτη διανομή ο Διονύσης Σούρμπης, ο οποίος έχει διαγράψει μια σημαντική διεθνή πορεία τα τελευταία χρόνια, ενώ στη δεύτερη ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός. Στον ρόλο της Ροζίνας δύο διακεκριμένες υψίφωνοι, η Βασιλική Καραγιάννη και η Μίνα Πολυχρόνου. Ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ Αντώνης Κορωναίος ερμηνεύει τον ρόλο του Κόμη Αλμαβίβα στην πρώτη διανομή, ενώ ο Ρουμάνος Γιόαν Χότεα στη δεύτερη. Στο ρόλο του Μπάρτολο οι Δημήτρης Κασιούμης και Άκης Λαλούσης, ενώ στον ρόλο του Μπαζίλιο οι Τάσος Αποστόλου και Πέτρος Μαγουλάς. Μαζί τους συναντάμε μια πλειάδα σημαντικών Ελλήνων μονωδών.
Το διάσημο έργο που συμπλήρωσε το 2016, διακόσια χρόνια ζωής, αφού πρωτοπαρουσιάστηκε στη Ρώμη τον Φεβρουάριο του 1816, κρύβει μια ενδιαφέρουσα ιστορία, για τον τρόπο που γράφτηκε, αλλά και την αποδοχή του από το ιταλικό και το παγκόσμιο κοινό. Η πρεμιέρα του έργου έγινε στις 20 Φεβρουαρίου 1816 στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης. Στις 17 του προηγούμενου μήνα ο Ροσσίνι δεν είχε καν ξεκινήσει να το γράφει, μια και ο Δούκας Φραντσέσκο Σφόρτσα δεν του είχε παραδώσει το ποιητικό κείμενο. Τελικά, στις 6 Φεβρουαρίου ο 24χρονος Ροσσίνι είχε ήδη συνθέσει την Α’ πράξη του έργου και έως τις 20 Φεβρουαρίου που δόθηκε η πρώτη παράσταση, είχε ολοκληρώσει τη σύνθεση, αλλά και την ενορχήστρωση του έργου. Σήμερα μοιάζει εξωπραγματικό το γεγονός ότι η σύνθεση ενός τέτοιου έργου ολοκληρώθηκε μέσα σε μόλις 24 μέρες. Εκείνη την εποχή, όμως, ο χρόνος μετρούσε αλλιώς: «Δεν εκπλήσσομαι, πάντοτε συνέθετε αργά», είπε χαρακτηριστικά ο Γκαετάνο Ντονιτσέττι, όταν έμαθε για το χρόνο που απαιτήθηκε από τον Ροσσίνι για την σύνθεση του Κουρέα. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι ο Ροσσίνι χρειάστηκε για τη σύνθεση της Ιταλίδας στο Αλγέρι μόλις 18 μέρες!
Οι θεαματικές ταχύτητες σύνθεσης των έργων των Ροσσίνι, Μπελλίνι, Ντονιτσέττι, έχουν την εξήγηση τους σε δύο βασικές αιτίες. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο ανταγωνισμός μεταξύ των συνθετών της όπερας ήταν τεράστιος, στην Ιταλία. Σε περίπτωση που κάποιος δεν κατάφερνε να ολοκληρώσει το έργο του στο χρόνο που είχε ζητηθεί, τα θέατρα προχωρούσαν στην επόμενη ανάθεση. Ενδεικτικό της κατάστασης, είναι ότι τα συμβόλαια που υπέγραφαν οι συνθέτες ήταν σχεδόν εξευτελιστικά. Ο Ροσσίνι στο συμβόλαιο του Κουρέα είχε δεχθεί να συνθέσει πάνω σε όποιο ποιητικό κείμενο θα του δινόταν, να προσαρμόσει τη σύνθεσή του στις φωνές και τις ανάγκες των τραγουδιστών του θεάτρου, να επιβλέπει τις δοκιμές της ορχήστρας, να διευθύνει τις πρώτες παραστάσεις και όλα αυτά για να λάβει μικρότερη αμοιβή από την πρωταγωνίστρια του έργου. Από την άλλη πλευρά βέβαια, τα «μουσικά δάνεια» από προηγούμενα έργα των ιδίων ή ακόμα και άλλων συνθετών, ήταν κάτι το αναπόφευκτο και κοινά αποδεκτό. Στον Κουρέα ο Ροσσίνι έχει χρησιμοποιήσει «δάνεια» από παλιότερα έργα του, όπως τα Σιγισμούνδος, Αυρηλιανός στην Παλμύρα, Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας, Προικοσύμφωνο, Ο κύριος Μπρουσκίνο, Αίγλη και Ειρήνη κ.ά. Ακόμα και η υπέροχη εισαγωγή του Κουρέα, που θεωρείται ότι συνοψίζει μουσικά το πνεύμα όλου του έργου, είναι «δάνειο». Δεν είναι καν αυτή που έγραψε ο συνθέτης το 1816, μια και η παρτιτούρα της δεν εντοπίστηκε όταν χρειάστηκε το έργο να εκδοθεί στο Παρίσι το 1866. Η εισαγωγή του Κουρέα είναι αυτή που ο Ροσσίνι είχε χρησιμοποιήσει το 1813 στην όπερα του Αυρηλιανός στην Παλμύρα και εκ νέου το 1815 στην Ελισάβετ, βασίλισσα της Αγγλίας.
Η αποδοχή του έργου δεν ήταν η αναμενόμενη – η πρεμιέρα στη Ρώμη ήταν ένα φιάσκο. “Ενοχλημένο από τις κοινοτοπίες που βρίσκονται στην αρχή της β’ πράξης, σοκαρισμένο από την απόλυτη απουσία έκφρασης, το κοινό υποχρέωσε την αυλαία να πέσει”, γράφει χαρακτηριστικά ο Σταντάλ για την πρεμιέρα της 20ης Φεβρουαρίου 1816. Πολύ σύντομα όμως, στο τέλος του ίδιου έτους η όπερα έφτασε στη Μπολόνια και τη Φλωρεντία, ενώ το 1818 παρουσιάστηκε στο Λονδίνο και το 1819 κατέκτησε και τη Νέα Υόρκη. Μέσα στο διάστημα των 200 ετών ο Κουρέας της Σεβίλλης, έχει καταφέρει να καταγράφεται ως ίσως η δημοφιλέστερη κωμική όπερα όλων των εποχών και σίγουρα ως μια από τις πλέον απολαυστικές όλων.
Η διαχρονική επιτυχία του έργου βασίζεται στη μουσική έμπνευση του Ροσσίνι. Στον Κουρέα τα λόγια λειτουργούν ως πυξίδα, μια και ο πραγματικός χαρακτηρισμός προσώπων και καταστάσεων βρίσκεται στα στοιχεία της μουσικής: στη μελωδία, το ρυθμό, την αρμονία. Όπως και στα έργα του Μπαρόκ έτσι και στον Κουρέα, ο ακροατής δεν χρειάζεται να καταλαβαίνει λέξη προς λέξη το κείμενο για να παρακολουθήσει την ιστορία, αφού το ρόλο του αφηγητή αναλαμβάνει η μουσική που απευθύνεται άμεσα στο συναίσθημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η άρια του Ντον Μπαζίλιο: δεν χρειάζεται κανείς να κατανοεί τα λόγια προκειμένου να πεισθεί για την τρομακτική δύναμη της συκοφαντίας – αρκεί η ερμηνεία της μουσικής να μπορέσει να αναδείξει την κλιμάκωση από τον ψίθυρο στο τρομακτικό ξέσπασμα.
Ο κόσμος που περιγράφει ο Κουρέας της Σεβίλλης είναι ηδονιστικός, κυνικός, γεμάτος εγωπαθείς ανθρώπους, όπως ακριβώς το κοινωνικό εκείνο περιβάλλον στο οποίο έζησε ο Ροσσίνι στην καθημερινότητα της νιότης του στην Ιταλία. Το χρήμα κινεί τα πάντα: ο Αλμαβίβα πληρώνει τους κανταδόρους, δωροδοκεί δύο φορές τον Ντον Μπαζίλιο και αμείβει γενναιόδωρα τον Φίγκαρο, ο οποίος εξηγεί πόσο καλύτερα λειτουργεί και μόνον στην ιδέα του χρυσού. Διακόσια χρόνια αργότερα, είναι πασιφανές πως λίγα πράγματα έχουν αλλάξει στον κόσμο.
Σημείωμα σκηνοθέτη Φραντσέσκο Μικέλι
Ανάμεσα στα διαχρονικά αριστουργήματα, υπάρχουν έργα τα οποία έχουν την ικανότητα αποδώσουν μία εποχή με όλη τη δυστυχία αλλά και όλο το μεγαλείο της, και υπάρχουν όπερες μεγάλες και πιο σπάνιες, ικανές να μιλήσουν για την παράξενη ισορροπία ανάμεσα σε διαφορετικές εποχές, φανερώνοντας την αλλαγή του ανθρώπου και του κόσμου του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κουρέας της Σεβίλλης ανήκει στο δεύτερο είδος των αριστουργημάτων, καθώς είναι η τελευταία όπερα του 18ου αιώνα και η πρώτη όπερα του νέου αστικού θεάτρου.
Κάθε σημαντικό μεταιχμιακό δημιούργημα στην ιστορία του θεάτρου όπως επίσης στην ιστορία του τρόπου με το οποίο φτιάχνεται το θέατρο, είναι πάντοτε γεμάτο από τα σημάδια εκείνα που με τον χρόνο μετατρέπονται σε μεγάλες τάσεις αλλαγής· για ορισμένα από αυτά αντιλαμβάνεται κανείς τον αντίκτυπο ή την ακτινοβολία μονάχα μετά από πάρα πολύ καιρό.
Αναστοχαζόμενος την πλοκή του Κουρέα, τα πρόσωπά του, σε σχέση με το θεατρικό κείμενο του Μπωμαρσαί [Beaumarchais] και το ποιητικό κείμενο του Στερμπίνι [Sterbini], μία πτυχή μου φάνηκε ιδιαίτερα ξεκάθαρη, ένας από τους χαρακτήρες αναδείχτηκε κεντρικός και διαφορετικός, μοναδικός και καινούργιος. Ξαφνικά, η «αληθινή» Ροζίνα πρόβαλε διαφορετική απ’ όλες τις Ροζίνες που είχα δει έως τότε. Μου φάνηκε σαν να αφουγκράστηκα από μέρους της ένα αίτημα, να τη δει κανείς πραγματικά ως τη νέα γυναίκα που είναι.
Γνωρίζουμε τον Ντον Μπάρτολο, κηδεμόνα της Ροζίνας, και γνωρίζουμε καλά ποιο ήταν το έθιμο της εποχής που μας αφορά: όταν οι οικονομικές δυνατότητες μιας οικογένειας δεν επέτρεπαν τη συντήρηση μίας κόρης, επιτρεπόταν να δοθεί το κορίτσι σε έναν κηδεμόνα, έναν κύριο που πλέον είχε την ευθύνη να την ντύνει και την μεγαλώνει.
Μα, όπως έχει υπογραμμιστεί από τους εγκυκλοπαιδιστές, αυτή η συνήθεια μετατράπηκε σε νομιμοποιημένη κακοποίηση. Η κηδεμονία έγινε ένα είδος ανδρικής εξουσίας πάνω στις νέες και συχνά πολύ νεαρές κοπέλες, οι οποίες σχεδόν αποτελούσαν ιδιοκτησία του κηδεμόνα, υποχρεωμένες να τον υπακούουν σε όλα. Χρειάστηκε πολύ χρόνος ώσπου να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε αυτό το είδος της σχέσης.
Παρόλα αυτά, μπορούμε σήμερα να αναγνωρίσουμε τη Ροζίνα, να τη συναντήσουμε στα αδιέξοδά της, ενώ φορά ακουστικά σε πλήρη ένταση βηματίζοντας αργά έξω από μια στάση του μετρό, ακούγοντας άγριο ροκ με τη ψυχή της. Φωτιά, ζέση, μα πάνω απ’ όλα έρωτας για τον έρωτα· θέλει να ερωτευτεί για να δει μέσα της όλο τον κόσμο που βρίσκεται εκεί έξω, σε μια βουβή αγωνία για την υπαρξιακή αναγνώριση και ολοκλήρωσή της. Τη βλέπουμε σήμερα να βαρά τη γροθιά της στο σπίτι ή στο Πανεπιστήμιο, ή να χαμογελά, αφήνοντας πίσω έναν άνθρωπο ίσως μεγαλύτερης ηλικίας, απογοητευμένο από την ακύρωση της επιθυμίας του γι αυτήν. Και όμως, αυτή η Ροζίνα, η φυλακισμένη στα χέρια του κηδεμόνα της, πρέπει όλο αυτό το πνεύμα να το κρατά μυστικό, μέσα της, σαν κλεμμένο κόσμημα. Κι εμείς; Περισσότερο ή λιγότερο άνθρωποι του θεάτρου, άραγε δεν βλέπαμε πάντοτε τη Ροζίνα με τα μάτια ενός Μπάρτολο; Με τα μάτια ενός άνδρα, ο οποίος κατέχει αυτή τη νιότη; Και για την ισορροπία της κωμωδίας, δεν αποτελεί άραγε η Ροζίνα το εστιακό σημείο όλης της πλοκής; Γι αυτήν δεν αναζητούνται χίλιες μεταμφιέσεις, χίλιες υπεκφυγές; Για χάρη της δεν είναι ο γέρος κηδεμόνας της έτοιμος για όλα; Κατά βάθος γι’ αυτήν δεν συνέθεσε ο Ροσσίνι αυτή την όπερα; Από τους υπόλοιπους, ο Φίγκαρο και ο κόμης, πολύ δε λιγότερο ο Ντον Μπαζίλιο και ο Ντον Μπάρτολο, δεν έχουν το ίδιο ενδιαφέρον.
Με αυτές τις υποθέσεις ξεκίνησε ο Κουρέας μου ή μάλλον η Ροζίνα μου. Η Α’ Πράξη έχει διαμορφωθεί σαν το φανταστικό της κόσμο, το όνειρο και την ελπίδα της νεαρής, γλυκιάς κοπέλας. Αίσθηση και όραμα έρχονται στο φως, συναντώντας την καρδιά της όμορφης. Αντίθετα, στη Β’ Πράξη επιστρέφουμε στον πραγματικό κόσμο, στον υλικό κόσμο και στην πραγματική απιστία. Μέσα από αυτή την αντίθεση η Ροζίνα θα αποκαλυφθεί και θα γνωρίσουμε το βάθος των καταπιεσμένων και καλά κρυμμένων συναισθημάτων της. Σε αυτή τη διαλεκτική ανάμεσα σε Α’ και Β’ Πράξη θα έχουμε τη Ροζίνα ως μέτρο, με το οποίο μετράμε κάθε χαρακτήρα, κάθε χειρονομία, κάθε πράξη. Μέσα από τα δικά της μάτια θα κρίνουμε τον κόμη Αλμαβίβα, τον κατώτερο Ντον Μπαζίλιο, τον Φίγκαρο και την κακοήθη προχειρότητα του Ντον Μπάρτολο.
Αυτό είναι το πνεύμα του Κουρέα σήμερα, αυτή η συμπύκνωση εκρηκτικής χαράς, τοποθετημένη σε μία μυστική γωνιά του κόσμου. Ο Ροσσίνι τοποθέτησε το αριστούργημά του ανάμεσα σε μακρινούς κόσμους και διαφορετικές ιστορίες, και ανάμεσα στα δύο βρίσκεται ο σημερινός κόσμος. Καθήκον μας είναι να αφηγηθούμε την κυρίως υπόθεση αυτής της όπερας και όλες τις αναρίθμητες διαθλάσεις και θαυμαστές επιδράσεις της.
Ο Κουρέας της Σεβίλλης με μια ματιά
Ο συνθέτης
Ο Αντόνιο Τζοακίνο Ροσσίνι γεννήθηκε στο Πέζαρο το 1792. Το 1806, ως μαθητής συνέθεσε το πρώτο του λυρικό έργο. Το 1812 η όπερά του Η Λυδία Λίθος [La pietra del paragone] δόθηκε στην Σκάλα του Μιλάνου ενώ το 1813 με τον σοβαρό Ταγκρέδο [Tancredi] και την κωμική Ιταλίδα στο Αλγέρι [Italiana in Algeri] καθιερώθηκε επίσης εκτός ιταλικών πόλεων. Το 1814 ανέλαβε την διεύθυνση και των δύο θεάτρων της Νάπολης, για τα οποία συνέθεσε μερικά από τα σημαντικότερα έργα του. Πολλά από αυτά γράφηκαν για το ταλέντο της τραγουδίστριας Ιζαμπέλλας Κολμπράν [Isabella Colbran], την οποία νυμφεύτηκε το 1822. Ξεχωρίζουν ο Οθέλλος (1816), η Αρμίντα (1817), o Μωυσής στην Αίγυπτο (1818), η Ερμιόνη (1819), Η κυρά της λίμνης (1819), ο Μωάμεθ Β’ (1820) και η Τσελμίρα (1822). Ταυτόχρονα, συνέθετε για άλλες πόλεις της Ιταλίας αριστουργήματα όπως Ο Κουρέας της Σεβίλλης (Ρώμη 1816), Η Σταχτοπούτα (Ρώμη 1817), Η κλέφτρα κίσσα (Μιλάνο 1817) και Σεμίραμις (Βενετία, 1823).
Το 1822 επισκέφθηκε τη Βιέννη, όπου συνάντησε τον Μπετόβεν [Beethoven]. Ακολούθησε το Λονδίνο και τελικά το Παρίσι, όπου εγκαταστάθηκε το 1824. Το 1829 παρουσίασε το Γουλιέλμο Τέλλο, την τελευταία του όπερα. Κατά τα υπόλοιπα 39 χρόνια της ζωής του συνέθετε μονάχα τραγούδια και έργα εκκλησιαστικής μουσικής. Από το 1855 ήταν μόνιμα εγκατεστημένος στο Παρίσι, όπου πέθανε το 1868. Το 1887 η σορός του μεταφέρθηκε στην Φλωρεντία.
Το έργο
Το ποιητικό κείμενο του Τζέζαρε Στερμπίνι για την κωμωδία σε δύο πράξεις o Κουρέας της Σεβίλλης βασίζεται στο ομότιτλο θεατρικό του Πιέρ-Ωγκυστέν ντε Μπωμαρσαί [Pierre-Augustin de Beaumarchais], γραμμένο το 1775 αλλά και στο ποιητικό κείμενο του Τζουζέππε Πετροζελλίνι [Giuseppe Petrosellini] για την ομώνυμη όπερα του Τζοβάννι Παϊζιέλλο [Giovanni Paisiello], που πρωτοπαρουσιάστηκε το 1782.
Η υπόθεση αφηγείται τα τεχνάσματα των οποίων μετέρχεται ο κόμης Αλμαβίβα προκειμένου τελικά να νυμφευτεί την αγαπημένη του Ροζίνα, που ο ηλικιωμένος κηδεμόνας της, Ντον Μπάρτολο, προορίζει για τον εαυτό του. Με την βοήθεια του κουρέα Φίγκαρο, που μπαινοβγαίνει χωρίς δυσκολία στην κατοικία του Ντον Μπάρτολο, ο Αλμαβίβα επιτυγχάνει.
Πρεμιέρες
Ο Κουρέας της Σεβίλλης παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θέατρο Αρτζεντίνα της Ρώμης στις 20 Φεβρουαρίου 1816.
Το 1833 αναφέρεται παράσταση της όπερας στο Σαν Τζάκομο της Κέρκυρας. Στην Αθήνα υπάρχουν στοιχεία για παράσταση – παρωδία το 1837. Από την Εθνική Λυρική Σκηνή η όπερα πρωτοπαρουσιάστηκε στις 11 Μαρτίου 1942.
Συντελεστές:
Μουσική διεύθυνση Αναστάσιος Συμεωνίδης (18, 19, 22 /2 & 3, 5/3) – Ζωή Τσόκανου (24, 25, 26 /2)
Σκηνοθεσία Φραντσέσκο Μικέλι
Αναβίωση σκηνοθεσίας Μαρίνα Μέργου
Σκηνικά, φωτισμοί Νίκολας Μπόουβυ
Κοστούμια Τζανλούκα Φαλάσκι
Σχεδιασμός οπτικών μέσων Παναγιώτης Τομαράς
Διεύθυνση χορωδίας Αγαθάγγελος Γεωργακάτος
Κόμης Αλμαβίβα: Αντώνης Κορωναίος (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Γιόαν Χοτέα (19, 22, 25 Φεβ.)
Ντον Μπάρτολο γιατρός, κηδεμόνας της Ροζίνας: Δημήτρης Κασιούμης (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Άκης Λαλούσης (19, 22, 25 Φεβ.)
Ροζίνα: Βασιλική Καραγιάννη (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Μίνα Πολυχρόνου (19, 22, 25 Φεβ.)
Φίγκαρο κουρέας: Διονύσης Σούρμπης (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Χάρης Ανδριανός (19, 22, 25 Φεβ.)
Ντον Μπαζίλιο δάσκαλος μουσικής: Τάσος Αποστόλου (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Πέτρος Μαγουλάς (19, 22, 25 Φεβ.)
Φιορέλλο υπηρέτης του κόμη Αλμαβίβα: Γιάννης Σελητσανιώτης (18, 22, 24, 26 Φεβ. & 3 Μαρ.), Γιώργος Ματθαιακάκης (19, 25 Φεβ. & 5 Μαρ.)
Μπέρτα υπηρέτρια του Ντον Μπάρτολο: Αλεξάνδρα Ματθαιουδάκη (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Μαρία Βλαχοπούλου (19, 22, 25 Φεβ.)
Αξιωματικός: Χρήστος Λάζος (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Βασίλης Ασημακόπουλος (19, 22, 25 Φεβ.)
Συμβολαιογράφος: Φίλιππος Δελλατόλας (18, 24, 26 Φεβ. & 3, 5 Μαρ.), Αναστάσιος Στέλλας (19, 22, 25 Φεβ.)
Με την Ορχήστρα και τη Χορωδία της ΕΛΣ
Φωτογραφία: Β. Μακρής