«Θέατρο σημαίνει παραγωγή ζωντανών απεικονίσεων συμβάντων παραδοσιακών ή φανταστικών ανάμεσα σε ανθρώπους με σκοπό την ψυχαγωγία»

Μπρεχτ

 

«Μα δε θα λένε: Ήτανε σκοτεινοί οι καιροί.

Θα λένε: Γιατί σιωπούν οι ποιητές τους;»

Μπρεχτ

Ο καυκασιανός «Κύκλος με την κιμωλία» είναι ένα από τα πιο διάσημα, πιο σημαντικά και πιο πολυπαιγμένα έργα του Μπρεχτ. Γραμμένο σε μία ταραγμένη εποχή, έχει θεματολογία πολυπρισματική, που επιδέχεται ποικίλες εκδοχές και αναγνώσεις.

Το μπρεχτικό θέατρο είναι λαϊκό, ψυχαγωγικό και διδακτικό, με επικές αφηγητικές αποχρώσεις. Δεν αποκόπτεται από το θεατή, ούτε είναι πάνω από αυτόν, αλλά αποτελεί συχνά μια κοινωνικοπολιτική προέκταση της όποιας θεατρικής πλατείας. Είναι επιπλέον πολύ γνωστή η γοητεία που άσκησε το ασιατικό θέατρο στο συγγραφέα και πρέπει να αναφέρουμε ότι βρήκε στις συγκεκριμένες υποκριτικές μεθόδους και την αναπαραστατική τεχνική, έναν ιδανικό τρόπο αποτύπωσης των δικών του θεωριών περί θεάτρου και έκφρασης.

Η υπόθεση είναι μέσα σε άκρες γνωστή. Στα σύνορα ενός κατεστραμμένου χωριού στον Καύκασο, υπάρχει φιλονικία των κατοίκων για την περαιτέρω αξιοποίηση της γης. Η λεκτική μάχη κερδίζεται από τον «εμπειρογνώμονα» και για να γιορτάσουν το γεγονός, καλούν μερικούς καλλιτέχνες οι οποίοι αφηγούνται μια ιστορία με κινέζικες ρίζες, που περιλαμβάνει χορό και τραγούδι, τον «Κύκλο με την κιμωλία»: Η Γκρούσα, υπηρέτρια στο παλάτι των Αμπασβίλι, καλείται τη μέρα που ξεσπά η επανάσταση στη χώρα, να προστατέψει τον ξεχασμένο νεαρό πρίγκιπα Μιχαήλ από όσους επιδιώκουν το θάνατό του. Βρίσκεται μόνη απέναντι σε ένα βρέφος και παίρνει τη σημαντικότερη απόφαση της ζωής της, όταν το σώζει και το κουβαλά μαζί σε διάφορους προορισμούς. Οι δυσκολίες πολλές, όμως την κρατά ζωντανή η θύμηση του αρραβωνιαστικού της Σίμωνα και η ελπίδα ότι κάτι αναπάντεχο θα συμβεί και τα πράγματα θα καλυτερέψουν. Όσο περνά ο καιρός, εκείνη δοκιμάζεται σκληρά και για να εξασφαλίσει το μέλλον του παιδιού, διακινδυνεύει αρκετές φορές, ενώ φτάνει μέχρι το γάμο με έναν που δεν αγαπά, απλά για να αποκτήσει κοινωνική υπόληψη. Κάποια μέρα εμφανίζεται η πραγματική μητέρα του Μιχαήλ και διεκδικεί κάθε νόμιμο δικαίωμά της, όπως και την περιουσία που κληρονομεί ως πρίγκιπας. Στο πλευρό της Γκρούσα θα σταθεί αρκετός κόσμος και ιδιαίτερα ο Σίμωνας που έχει εντωμεταξύ επανεμφανιστεί. Ο ιδιόρρυθμος δικαστής Αζντάκ, θα βάλει τις δύο μητέρες σε μια δοκιμασία ώστε να αποφασίσει σε ποια θα δώσει το παιδί, και ενώ αρχικά κριτήριο για την επιλογή είναι η δύναμη, στο τέλος θα νικήσει η αγνή αγάπη.

Φαινομενικά ως παραμύθι που διαρθρώνεται με ιδεολογική δυναμική στο εσωτερικό του, ο Κύκλος με την Κιμωλία αποτυπώνει από νωρίς τις διάφορες κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις. Όσον αφορά τους δύο σημαντικότερους χαρακτήρες της ιστορίας, τη Γκρούσα και τον Αζντάκ, η πρώτη αρχικά είναι ένα ευγενές «κορόιδο» που επωμίζεται την τεράστια ευθύνη και κινδυνεύει, μα και η έκφραση της πίστης του Μπρεχτ πως μητρότητα σημαίνει τελικά καλοσύνη. Μέσω θυσιών και εμποδίων, επέρχεται η σωτηρία του παιδιού και αυτό αποκαθιστά την τάξη και την ισορροπία σε αυτήν την ιδιάζουσα σχέση. Ο Αζντάκ, είναι ο σοφός τρελός με την αλάνθαστη λαϊκή συνείδηση, που με περίτεχνα κόλπα αποκαθιστά εν μέρει την τάξη και το δίκαιο, μα συμβολίζει ταυτόχρονα τα εκφυλισμένα συμφέροντα και τον τρόπο διεκδίκησης μιας ασαφούς δικαιοσύνης. Όταν όμως η πολιτική τάξη αποκατασταθεί θα εξαφανιστεί, όπως αρμόζει σε έναν ρομαντικό επαναστάτη.

Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης θέλησε να κάνει διάφορους συνδυασμούς σκηνοθετικών τεχνικών, με αποτέλεσμα μάλλον αμφίβολο. Αρχικός σκοπός του ήταν να μεταφέρει το κλίμα της παράστασης με πιο σύγχρονους τόνους. Υποτίθεται ότι κάποιοι άνθρωποι στη σκηνή ενός σύγχρονου θεάτρου, ανακαλύπτουν μία παλιά μπομπίνα και έτσι αρχίζει να ξετυλίγεται η ιστορία. Τοποθέτησε τον αφηγητή σε αναπηρικό καροτσάκι με στρατιωτική στολή, απομεινάρι πολέμου (;) και επέλεξε να εναρμονίσει την παράσταση με την ιστορική μουσική του Χατζιδάκι για τον Κύκλο με την Κιμωλία του 1957, ως φόρο τιμής, αθώς και την σημαντική, κλασική πλέον μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη. Το θέμα είναι πως δεν ενορχηστρώθηκαν ξανά οι μελωδίες ώστε να διευκολυνθεί η σκηνοθετική ροή, παρά επέμειναν στην πρώτη κόπια αυτούσια, με αποτέλεσμα το έργο να μην έχει σε όλα τα σημεία ρυθμό και σπιρτάδα. Το μωρό απεικονίστηκε στην ιστορία μέσω ενός παιχνιδίστικου alter-ego, ενός μεγάλου αρκούδου, που συμβόλιζε το πώς εκείνο θα μπορούσε να δει τα πράγματα. Ο σκηνοθέτης, ενέταξε και ένα ενδιαφέρον κατά τα άλλα ιντερμέδιο με τις σκιές και τις φωνές των ηθοποιών, που θα λέγαμε ότι ταιριάζει σε ένα μπρεχτικό έργο. Όσον αφορά το μείζον ζήτημα της περιβόητης αποστασιοποίησης, φάνηκε να επιβάλλεται σχεδόν σε όλους τους ηθοποιούς. Ο Μπρεχτ είχε επιλέξει αυτή τη μέθοδο για να μπορέσουν οι καλλιτέχνες του, οι οποίοι ήταν τις περισσότερες φορές ερασιτέχνες, να ερμηνεύσουν τους ρόλους τους. Φάνηκε να γίνεται τέτοια προσπάθεια και εδώ. Επαγγελματίες ηθοποιοί να μάχονται να αποστασιοποιηθούν από τους ήρωες και να βλέπουν κριτικά και με στραγγισμένα συναισθήματα τις πράξεις και τις αμφιθυμίες τους. Παρόλο που ειπώθηκε ότι δε θα ακολουθούσαν τις θεωρίες αυτές, φάνηκε εν τέλει να εφαρμόζονται, μα ο τρόπος φαντάζει πια το λιγότερο αμφίσημος στα μάτια του σύγχρονου θεατή. Από θεατρολογικής άποψης βέβαια, έχει πάντοτε ενδιαφέρον κάτι τέτοιο. Τέλος να επισημάνουμε ότι πρόκειται για θεατρική εκδοχή που απονευρώνει κάπως την πολιτική διάσταση του κειμένου και αναδεικνύει περισσότερο τις ανθρωπιστικές προεκτάσεις του γοητευτικού, ουτοπικού παραμυθιού. Να σημειωθεί ότι τα κοστούμια και τα σκηνικά ανάκουν στην Λιλή Πεζανού και οι χαριτωμένες χορογραφίες στην Αμαλία Μπένετ.

Οι ηθοποιοί κατέβαλλαν μεγάλες προσπάθειες να μείνουν πιστοί στο σκηνοθετικό σκοπό. Ξεχώρισε ο Αιμίλιος Χειλάκης στον ρόλο του Αζντάκ, καθώς επέλεξε με υποδόριο τρόπο να εντάξει το συναίσθημα στην ερμηνεία του, κάτι που έκανε εμφανή τη διαφορά. Ούτως ή άλλως βέβαια, πρόκειται για τον πιο χυμώδη ήρωα του έργου. Ο Δημήτρης Λιγνάδης στο ρόλο του αφηγητή, προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ στυγνής αφήγησης και συναισθηματικής εμπλοκής. Η Μαρία Πρωτόπαππα, που μας έχει συνηθίσει σε αξιομνημόνευτες θεατρικές στιγμές, εδώ δυστυχώς φάνηκε να μην έχει από κάπου στέρεα να κρατηθεί υποκριτικά. Μια μεγαλύτερη καταβύθιση στον κόσμο της Γκρούσα, ίσως αποτελούσε την γυναικεία ερμηνεία της χρονιάς. Η Ελισσάβετ Μουτάφη ανέδειξε το γκροτέσκο και εξεζητημένο στοιχείο του ρόλου της, μετατρέποντας την Νατάλια Αμπασβίλι εσκεμμένα σε καρικατούρα, προκαλώντας το γέλιο με τις επιτυχημενες εκφράσεις της. Οι Αποστόλης Τότσικας εκτέλεσε με απλό τρόπο ό,τι του ζητήθηκε. Το ίδιο και ο πολυμελής θίασος: Δέσποινα Γιαννοπούλου, Παναγιώτης Εξαρχέας, Σταύρος Καραγιάννης, Κώστας Κορωναίος, Ελένη Κούστα , Χριστιάννα Μαντζουράνη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Άγγελος Μπούρας, Γιώργος Παπανδρέου, Γρηγόρης Ποιμενίδης , Σπύρος Τσεκούρας, Βαγγέλης Ψωμάς. 

Η σολομώντεια λύση θα δοθεί για ακόμα μία φορά από τον παράξενο δικαστή, υπενθυμίζοντας πως πάντοτε θα περισσεύει μια σταγόνα καλοσύνης ικανή να ξεχειλίσει ολόκληρο τον κόσμο.

Το αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Ο κύκλος με την κιμωλία» παρουσιάζουν τα Αθηναϊκά Θέατρα στο θέατρο Παλλάς, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη. ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ