«Ο Λαός Προστάζει»: Η σάτιρα του Φρανκ Κάπρα για τον Τύπο και τα ΜΜΕ

Η New Star προβάλλει σε επανέκδοση στους κινηματογράφους, μια ταινία διαχρονική και πάντα επίκαιρη, από τις 24 Οκτωβρίου 2013. Πρόκειται για το έργο του Φράνκ Κάπρα με τίτλο «Ο Λαός Προστάζει».

Η New Star προβάλλει σε επανέκδοση στους κινηματογράφους, μια ταινία διαχρονική και πάντα επίκαιρη, από τις 24 Οκτωβρίου 2013. Πρόκειται για το έργο του Φράνκ Κάπρα με τίτλο «Ο Λαός Προστάζει».

Ένας ανώνυμος Άνθρωπος του Δρόμου μετατρέπεται σε λαϊκό σύμβολο αλλά και αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης. Με ένα πανέξυπνο σενάριο, που ήταν υποψήφιο για Όσκαρ ο Κάπρα αντιμετωπίζει ένα ευαίσθητο κοινωνικό θέμα με καυστικό χιούμορ αλλά και ανθρωπιά

Ρεσιτάλ ερμηνείας από τον Γκάρι Κούπερ και την Μπάρμπαρα Στάνγουικ.

Ο Λαός Προστάζει

Meet John Doe

1941 – Ασπρόμαυρο (122΄)

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ

Παραγωγή, Σκηνοθεσία: Φρανκ Κάπρα

Σενάριο: Ρίτσαρντ Κόνελ, Ρόμπερτ Πρέσνελ Σίνιορ

Φωτογραφία: Τζορτζ Μπαρνς

Μουσική: Ντιμίτρι Τιόμκιν

Καλλιτεχνικός δ/ντής: Στίβεν Γκούσον

Ηθοποιοί: Γκάρι Κούπερ, Μπάρμπαρα Στάνγουικ, Έντουαρντ Άρνολντ, Γουόλτερ Μπρέναν, Σπρινγκ Μπάινγκτον, Τζέιμς Γκλίσον, Τζιν Λόχαρτ.

ΣΥΝΟΨΗ

Η εφημερίδα «Μπούλετιν» αλλάζει διεύθυνση και στέλνει 40 εργαζόμενους στην ανεργία. Μια απ’ τις απολυμένες, η δημοσιογράφος Αν Μίτσελ (Μπάρμπαρα Στάνγουικ), στην τελευταία της στήλη δημοσιεύει ένα επινοημένο γράμμα με αποστολέα έναν ανύπαρκτο άνεργο που τον ονομάζει «Τζον Ντο» (είναι το όνομα με το οποίο χαρακτηρίζονται στην Αμερική οι αγνώστου ταυτότητος άνθρωποι, συνήθως νεκροί).

Ο επινοημένος «Τζον Ντο», λοιπόν, σύμφωνα με το σενάριο της Μίτσελ, έχει φτάσει σε σημείο απόλυτης απελπισίας και απειλεί ν’ αυτοκτονήσει την παραμονή των Χριστουγέννων, διαμαρτυρόμενος για τα κοινωνικά προβλήματα που τον έχουν ωθήσει στην ανεργία. Η διεύθυνση της εφημερίδας «τσιμπάει» με το «πιασάρικο» αυτό θέμα και επαναπροσλαμβάνει την Αν. Οπότε, η τελευταία βρίσκεται πλέον σε δύσκολη θέση: πρέπει να δημιουργήσει τον ανύπαρκτο υποψήφιο αυτόχειρα. Ο κατάλληλος άνθρωπος εντέλει θα βρεθεί στο πρόσωπο του πρώην παίκτη του ράγκμπι και νυν άστεγου Λονγκ Τζον Γουίλαμπι (Γκάρι Κούπερ).

Πλέον, τόσο η ίδια η δημοσιογράφος όσο και η εφημερίδα της θα «ξεζουμίσουν» την ιστορία και θα πληρώσουν τον Γουίλουμπι για να παραστάνει τον Τζων Ντο. Ωστόσο, ο διευθυντής της εφημερίδας (Έντουαρντ Άρνολντ) θα θελήσει να χρησιμοποιήσει το τεράστιο κίνημα κοινωνικής μεταρρύθμισης που δημιουργήθηκε γύρω από τις “ιδέες” του Τζων Ντο για τους επικίνδυνους πολιτικούς του σκοπούς…

«Από τους πιο πετυχημένους κοινωνικούς σχολιασμούς»

Η ταινία «Ο Λαός προστάζει- Meet John Do» (που στη χώρα μας έχει προβληθεί επίσης και με τον τίτλο «Ο Άνθρωπος του Δρόμου»), είναι ουσιαστικά, το τρίτο και τελευταίο μέρος μιας τριλογίας «κοινωνικής κριτικής» του Κάπρα, μετά τις ταινίες «Deeds Goes to Town» («Ο Πρίγκιπας των Δολαρίων», 1936) και «Μr Smith Goes to Washington» («Ο κ. Σμιθ πάει στην Ουάσινγκτον» 1939).

Βασισμένη σε ένα πανέξυπνο, πνευματώδες σενάριο (που προτάθηκε για Όσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου το 1942), η κλασική αυτή κοινωνική σάτιρα του Φρανκ Κάπρα, παρότι γράφτηκε και προβλήθηκε πριν από 72 ολόκληρα χρόνια (εν μέσω του 2ου παγκόσμιου πολέμου) έχει αξία διαχρονική και τα νοήματά της παραμένουν επίκαιρα, ειδικά στις μέρες μας.

Και μάλιστα είναι μια ταινία εξαιρετικά επίκαιρη, κυρίως για τη χώρα μας και την πρωτοφανή κρίση που βιώνει (δεν υπάρχει άνθρωπος στον οποίο να μη «θυμίζει κάτι» η ιστορία μιας κατασκευασμένης δημοσιογραφικής ιστορίας η οποία γίνεται αντικείμενο στυγνής εκμετάλλευσης από τους φορείς της εξουσίας…)

Ο Κάπρα σχολιάζει με καυστικότητα και σαρκαστική διάθεση τη δύναμη του Τύπου και την επιρροή (σε βαθμό πλύσης εγκεφάλου συχνά) των ΜΜΕ, που διαμορφώνουν στάσεις ζωής και απόψεις του κοινωνικού συνόλου, τη λεγόμενη και πολυσυζητημένη «κοινή γνώμη». Παράλληλα με την κριτική του Τύπου, βέβαια, είναι διαρκείς οι αναφορές στη φτώχια, στους άστεγους και τους άνεργους, αλλά και στη διαφθορά των αδίστακτων πολιτικών, ενώ παράλληλα εξυμνείται (σε σημείο σχεδόν «αγιοποίησης» στο τέλος) ο απλός άνθρωπος που τραβάει όλο το ζόρι και βιώνει μες στο πετσί του την εκμετάλλευση της τέταρτης –και όχι μόνο- εξουσίας.

Όπως χαρακτηριστικά γράφτηκε σε σχετικά πρόσφατη (2006) κριτική σε αμερικανική σινεφίλ ιστοσελίδα, «πρόκειται για έναν από τους πιο πετυχημένους κοινωνικούς σχολιασμούς που κινηματογραφήθηκαν ποτέ».

Η σκηνοθετική ματιά του Κάπρα: Ο Αμερικανός σκηνοθέτης «οδηγεί» με μαεστρία, χιούμορ (συχνά πικρό) και σατιρική διάθεση το ευρηματικό σενάριο, αφήνοντας τον θεατή στο τέλος με ανάμεικτα συναισθήματα, έντονο προβληματισμό, αλλά και μια σκοτεινή μεν αισιόδοξη δε προοπτική. Καταπληκτικές οι ερμηνείες από όλο το καστ, με πιο ξεχωριστές αυτές των Κούπερ, Στάνγουικ και Μπρέναν.

«Απάντηση» και στο φασιστικό κίνημα…

Το πόσο διαχρονική και επίκαιρη είναι η ταινία είναι φανερό και από ένα ακόμα σχόλιο της ίδιας ιστοσελίδας, σε ό, τι έχει να κάνει την «απάντηση» του Κάπρα, μέσα απ’ αυτήν την ταινία, στο φασιστικό αμερικανικό κίνημα. Για να γίνει πιο σαφής ο σχολιασμός, θα πρέπει να αναφερθεί ότι, λίγο προτού οι ΗΠΑ αναμειχθούν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, το φασιστικό κίνημα στη χώρα επιχειρούσε να καρπωθεί οφέλη από την πείνα και την εξαθλίωση των χαμηλών στρωμάτων της κοινωνίας, κάτι που αποτελεί ίδιον του φασισμού από τη γέννησή του μέχρι στις μέρες μας (αυτό ακριβώς, εξάλλου, συμβαίνει και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια).

Σύμφωνα, λοιπόν, με την αμερικανική ιστοσελίδα «ο Κάπρα, με την ταινία του αυτή, έδωσε μια ηχηρή απάντηση στην προσπάθεια του αμερικανικού φασιστικού κινήματος να χειραγωγήσει τα κατώτατα κοινωνικά στρώματα, εκμεταλλευόμενο την απόλυτη εξαθλίωσή τους».

Οι συμβολισμοί και αλληγορίες γύρω από το «μαύρο» χρώμα της φασιστικής ιδεολογικής πρακτικής είναι διάσπαρτοι σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, άλλοτε πιο εμφανείς, άλλοτε πιο κεκαλυμμένες· αλλά πάντα εύστοχοι και εντελώς «καπρικοί»! Κάτι που, σε απλή κινηματογραφική γλώσσα σημαίνει ότι ο Κάπρα προβάλλει για άλλη μια φορά με το δικό του τρόπο την αγαπημένη του «λαϊκή ισχύ» που με το κατάλληλο κίνητρο και την απαραίτητη ενότητα μπορεί να πετύχει τα πάντα…

Μάλιστα, λέγεται ότι αυτός ήταν και ο λόγος που τελικά, από τα πέντε εναλλακτικά φινάλε που είχαν προταθεί για την ταινία, επιλέχθηκε η συγκεκριμένη. Γιατί το μήνυμα αισιοδοξίας που δίνει θεωρήθηκε σε τελική ανάλυση και η πρακτικώς καταλληλότερη απάντηση στη φασιστική απειλή.

Παραθέτουμε μία χαρακτηριστική σκηνή της ταινίας:

Συνταγματάρχης: Δεν διαβάζω εφημερίδες, ούτε ακούω ραδιόφωνο. Ξέρω ότι ο κόσμος έχει πάει για ξύρισμα σ’ ένα μεθυσμένο μπαρμπέρη, δεν μου χρειάζεται να το διαβάσω κιόλας.

Long John Willoughby: Εντάξει, μην ανησυχείς Συνταγματάρχη, 50 δολάρια δεν πρόκειται να με χαλάσουν.

Συνταγματάρχης: Έχει δει πολλά φιλαράκια που ξεκίνησαν με 50 δολάρια και κατέληξαν με τραπεζικό λογαριασμό!

Beany: Και λοιπόν; Τι κακό έχει ένας τραπεζικός λογαριασμός;

Συνταγματάρχης: Άκου με κι εμένα, Long John, όταν καταντήσεις ένας τύπος με τραπεζικό λογαριασμό σε μαγκώσανε! Ναι κύριε, σε μαγκώσανε!

Beany: Ποιος θα τον μαγκώσει;

Συνταγματάρχης: Οι είλωτες!

Beany: Τι είναι είλωτας;

Συνταγματάρχης: Ήσουνα ποτέ άφραγκος γιόκα μου;

Beany: Ναι αμέ! Τις περισσότερες φορές!

Συνταγματάρχης: Εντάξει. Περπατάς μόνος, χωρίς σέντσι στην τσέπη του τζιν σου, είσαι ελεύθερος σαν τον αέρα, κανένας δεν σε ενοχλεί. Εκατοντάδες άνθρωποι σε προσπερνούν, από διάφορα επαγγέλματα: αυτοκίνητα, ραδιόφωνα, τα πάντα –και είναι όλοι τους καλοί, αξιαγάπητοι άνθρωποι –σωστά; Μετά κονομάς κάτι ψιλό και να τι συμβαίνει: όλοι αυτοί οι καλοί, αξιαγάπητοι άνθρωποι γίνονται είλωτες, σου την πέφτουν. Αρχίζουν να σκαρφαλώνουν πάνω σου, προσπαθούν να σου πουλήσουν κάτι: βγάζουν μακριά πλοκάμια και σε σφίγγουν κι εσύ στριφογυρίζεις και χοροπηδάς και παλεύεις να τους σπρώξεις μακριά σου αλλά δεν υπάρχει περίπτωση να ξεφύγεις. Σε μάγκωσαν. Το πρώτο που καταλαβαίνεις είναι ότι έχεις ιδιοκτησία, ένα αυτοκίνητο για παράδειγμα, μετά η ζωή σου μπλέκεται με ένα σωρό πράγματα: πρέπει να πληρώσεις για να βγάλεις άδεια οδήγησης και πινακίδες και να πληρώσεις για βενζίνη και λάδια και για φόρους κι ασφάλιση και ταυτότητες και εισφορές και λογαριασμούς και σκασμένα λάστιχα και κλήσεις για οδικές παραβάσεις και τροχονόμους και δικηγόρους και αμοιβές και … ένα εκατομμύριο άλλα πράγματα. Τι συνέβη; Δεν είσαι ο ελεύθερος και ωραίος τύπος που ήσουν πριν. Πρέπει να βγάλεις λεφτά για να πληρώσεις για όλα αυτά κι έτσι αρχίζεις να κυνηγάς τα λεφτά των άλλων. Οπότε γίνεσαι κι εσύ ένας είλωτας.

Δήμαρχος Hawkins: Νιώθω προσβεβλημένος! Θα ήθελα να συμμετάσχω αλλά κανένας δεν με κάλεσε!

Sourpuss Smithers: Λυπάμαι Δήμαρχε αλλά ψηφίσαμε να μη συμμετέχει κανένας πολιτικός.

Mrs. Hansen: Μόνο οι John Does (σ.σ. οι ανώνυμοι) της γειτονιάς (θα συμμετάσχουν) γιατί ξέρεις τώρα πώς είναι οι πολιτικοί…

Henry Connel: Άκου, αν ο φιλαράκος γεννήσει ένα αυγό θέλω να βγάλω κάτι απ΄αυτό! Ετοιμάζω ήδη μια Jane Doe.

Συνταγματάρχης: (κριτικάροντας την ομιλία του John κατά των διαχωρισμών) Να κόψουμε τους φράχτες λέει … για προσπάθησε να κόψεις ένα κομματάκι από τον φράχτη του γείτονά σου και θα δεις για πότε θα σου κάνει μήνυση…

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑ:

Ο ΣΚΗΝΟΘΕΤΗΣ: Φρανκ Κάπρα (1897-1991)

Αμερικανός σκηνοθέτης, ιταλικής καταγωγής, κάτοχος τριών Όσκαρ σκηνοθεσίας κι άλλων τριών υποψηφιοτήτων. Φημίζεται κυρίως για τις κλασσικές του κωμωδίες «κοινωνικής κριτικής», με σημαντικότερες τις: Συνέβη μια νύχτα (It happened one night, 1934), Ο Πρίγκιπας των Δολαρίων (Mr. Deeds goes to town, 1936), Ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσινγκτον (Mr. Smith goes to Washington, 1939), Ο Λαός προστάζει (Meet Jojn Doe, 1941) και Μια Υπέροχη Ζωή (It’s a wonderful life, 1946).

Ο Φραντσέσκο Ροζάριο Κάπρα, όπως ήταν το πλήρες όνομά του γεννήθηκε το 1897 στη Σικελία. Οι γονείς του μετανάστευσαν στο Λος Άντζελες των ΗΠΑ, όταν αυτός ήταν έξι χρονών. Σε μικρή ηλικία γράφτηκε στο σχολείο των τεχνών του Λος Άντζελες και με το 1918 πήρε πτυχίο σαν χημικός μηχανικός. Όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος υπηρέτησε τον αμερικάνικο στρατό, κόλλησε όμως την ισπανική γρίπη και αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αμερική με βαθμό ανθυπολοχαγού.

Καριέρα και βραβεύσεις

Το 1920 του δόθηκε η αμερικανική υπηκοότητα κι εκείνη την περίοδο ξεκίνησε να δουλεύει σε ταινίες του βωβού κινηματογράφου. Το 1924, με δυο συναδέλφους του, τον σεναριογράφο Ρόμπερτ Ρίσκιν και τον κάμεραμαν Τζόζεφ Γουόκερ, υπέγραψαν συμβόλαιο σαν ομάδα με την Columbia. Μετά από μια σειρά επιτυχημένων ταινιών με την Columbia ήρθε η αναγνώριση με την πρώτη του υποψηφιότητα για Όσκαρ το 1933 με την ταινία Κυρία για μια Μέρα (Lady For A Day), κι η επιβράβευση με το όσκαρ ένα χρόνο μετά για την ταινία Συνέβη μια Νύχτα (It happened one night, 1934). Η ταινία αυτή, μάλιστα (με τον Κλαρκ Γκέιμπλ και την Κλοντέτ Κολμπέρ) ήταν η πρώτη που τιμήθηκε και με τα πέντε βασικά βραβεία όσκαρ (ταινίας, σκηνοθεσίας, σεναρίου κι ερμηνειών). Τη δεκαετία του ’30 κέρδισε άλλες δυο φορές το βραβείο, το 1936 για το Ο Πρίγκιπας των Δολαρίων και το 1938 για το Δεν θα τα πάρεις μαζί σου (You Can’t Take it With You).

Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Κάπρα γύρισε ντοκιμαντέρ και αντιπολεμικές ταινίες, υπηρετώντας στο στρατό ως ταγματάρχης. Επιστρέφοντας απ’ τον πόλεμο συνέχισε να δουλεύει ως σκηνοθέτης, κάνοντας ένα διάλειμμα οκτώ χρόνων τη δεκαετία του ’50. Τελευταία του ταινία ήταν το Η κόμισσα κι ο γκάνγκστερ (A pocketful of miracles) του 1961 με την Μπέτι Ντέιβις και τον Γκλεν Φορντ, ενώ στη συνέχεια αποσύρθηκε.

Το 1982 το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον τίμησε με βραβείο προσφοράς στην 7η τέχνη. Πέθανε στον ύπνο του το 1991 σε ηλικία 94 χρονών.

Φιλμoγραφία

Ladies of Leisure (1930) – Το Ξεβούρκωμα

Platinum Blonde (1931) – Ξανθός πειρασμός

The Bitter Tea of General Yen (1932) – Σινικό τείχος

American Madness (1932) – Η κατάρρευση

Lady for a Day (1933) – Κυρία για μια μέρα

It Happened One Night (1934) – Συνέβη μια νύχτα/Νέα Υόρκη, Μαϊάμι Όσκαρ σκηνοθεσίας

Broadway Bill (1934) – Μπρόντγουεϊ Μπιλ

Mr. Deeds Goes to Town (1936) – Ο Πρίγκηψ των Δολλαρίων – Όσκαρ σκηνοθεσίας

Lost Horizon (1937) – Χαμένος Ορίζοντας

You Can’t Take It With You (1938) – Δε θα τα πάρεις μαζί σου – Όσκαρ σκηνοθεσίας

Mr. Smith Goes to Washington (1939) – Ο κύριος Σμιθ πάει στην Ουάσινγκτον/Αμερική χώρα ελευθερίας

Meet John Doe (1941) – Ο λαός προστάζει

Why We Fight (1942-45) – Γιατί πολεμάμε (ντοκιμαντέρ)

Arsenic and Old Lace (1944) – Αρσενικό και παλιά δαντέλα

It’s a Wonderful Life (1946) – Μια Υπέροχη Ζωή

State of the Union (1948) – Μετανοώ

Here Comes the Groom (1951) – Παντρευόμουν τον πατέρα μου

A Hole in the Head (1959) – Μια τρύπα στο κεφάλι

Pocketful of Miracles (1961) – Η κόμισσα κι ο γκάνγκστερ

ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ:

Γκάρι Κούπερ (1901-1961)

Από τους σημαντικότερους Αμερικανούς ηθοποιούς, βραβευμένος δυο φορές με Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για τις ταινίες Ο Λοχίας Γιορκ (Sergeant York) το 1941 και Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon) το 1952. Συνεργάστηκε με σημαντικούς σκηνοθέτες όπως ο Φρανκ Κάπρα, ο Γουίλιαμ Γουάιλερ και ο Χάουαρντ Χοκς σε μια σειρά ταινιών που κατέστησαν τη φιγούρα του θρυλική, μιας και κατάφερνε να δώσει λάμψη στη φιγούρα του απλού, κοινού ανθρώπου. Σε περίπου 30 χρόνια καριέρας πρωταγωνίστησε με ικανότητα σε δράματα, κωμωδίες και γουέστερν. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου τον έχει κατατάξει 11ο στη λίστα με τους 25 μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών.

Ο Φρανκ Τζέιμς Κούπερ, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα, γεννήθηκε στις 7 Μαΐου του1901 στη Χελένα της Μοντάνα από τον Τσαρλς Χένρι Κούπερ και τη σύζυγό του Άλις. Ο πατέρας του ήταν αγρότης από το Μπέντφορσαϊρ της Αγγλίας που είχε καταφέρει να γίνει αρχικά δικηγόρος κι έπειτα δικαστής. Η μητέρα του, που ήλπιζε οι δυο γιοι της να λάβουν ανώτερη μόρφωση από εκείνη που τους παρείχαν τα σχολεία της Μοντάνα, τους έστειλε στο Σχολείο Ντανστέιμπλ του Μπέντφορσαϊρ στην Αγγλία, όπου φοίτησαν μεταξύ του 1910 και του 1913. Μετά το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η μητέρα του Κούπερ έφερε τα παιδιά της πίσω στην Αμερική. Στα 13 του ο Κούπερ έσπασε τη λεκάνη του σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα κι ο θεράπων ιατρός του τού συνέστησε την ιππασία ως μέθοδο θεραπείας. Ο Κούπερ αργότερα σπούδασε στην Αϊόβα, στο κολέγιο Γκρινέλι μέχρι και το 1924 αλλά δεν αποφοίτησε. Προσπάθησε επίσης να μπει στη θεατρική ομάδα του κολεγίου αλλά δεν έγινε δεκτός. Επέστρεψε στην Χελένα για να δουλεψει στο ράντσο ενώ παράλληλα σχεδίαζε σκίτσα για την τοπική εφημερίδα. Όταν οι γονείς του μετακόμισαν την ίδια χρονιά στο Λος Άντζελες, ο Κούπερ αποφάσισε να τους ακολουθήσει, σκεπτόμενος ότι θα ήταν προτιμότερο να πεθαίνει της πείνας σε θερμότερα κλίματα κι όχι στην παγωνιά.

Από κομπάρσος, πρωταγωνιστής

Αφότου απέτυχε σε μια σειρά διαφορετικών εργασιών, ο Κούπερ, όπως πολλοί ηθοποιοί της εποχής, βρήκε δουλειά ως κομπάρσος σε βωβές ταινίες. Δυο χρόνια αργότερα άρχισε να έχει μια μικρή επιτυχία με τη συμμετοχή του σε ταινίες στο πλευρό της Κλάρα Μπόου. Ταινίες όπως το το θρυλικό Ιτ (It, 1927) και Τα Φτερά (Wings, 1927), που ήταν και το πρώτο φιλμ που βραβεύτηκε με Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, του χάρισαν σχετική αναγνωρισιμότητα. Την περίοδο εκείνη άλλαξε και το όνομά του: πλέον ήταν γνωστός ως Γκάρι Κούπερ ή «Κουπ» όπως τον φώναζαν οι πιο κοντινοί του φίλοι.

Η ταινία Στην αγχόνη (The Virginian) του 1929 ήταν αυτή που τον έκανε αστέρι πρώτου μεγέθους. Ήταν η πρώτη του απόπειρα σε ομιλούσα ταινία και στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Και έτσι η δεκαετία του ‘30 ήταν γεμάτη επιτυχίες από την αρχή για τον Κούπερ. Το 1930 πρωταγωνίστησε δίπλα στη Μαρλέν Ντίτριχ στο κλασικό δράμα του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ, Μαρόκο (Morocco, 1930) και ακολούθησαν η κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ Αποχαιρετισμός στα όπλα (A Farewell to Arms, 1932), που προβλήθηκε στην Ελλάδα ως Αποχαιρετισμός στη σημαία, το τολμηρό Ερωτικές καντρίλιες (Design for Living, 1933) του Ερνστ Λιούμπιτς, Οι λογχοφόροι της Βεγγάλης (The Lives of a Bengal Lancer, 1935), Ο πόθος (Desire, 1936) ξανά με την Ντίτριχ, καθώς και η πρώτη του συνεργασία με τον Φρανκ Κάπρα στην ταινία Ο Πρίγκιπας των Δολαρίων (Mr. Deeds Goes To Town, 1936) που του απέφερε την πρώτη υποψηφιότητα για Όσκαρ.

Σημειωτέον ότι ο Κούπερ ήταν η πρώτη επιλογή του παραγωγού Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ για το ρόλο του Ρετ Μπατλερ στη θρυλική ταινία Όσα παίρνει ο άνεμος. Ο Κούπερ ήταν όμως απέρριψε το ρόλο κι ήταν ανένδοτος καθώς πίστευε ότι η ταινία επρόκειτο να είναι η μεγαλύτερη αποτυχία όλων των εποχών. Απέρριψε επίσης τους πρωταγωνιστικούς ρόλους στις ταινίες Πριν από τη θύελλα (The Foreign Correspondent) και Σαμποτέρ (Saboteur) του Χίτσκοκ. Χρόνια αργότερα παραδέχτηκε ότι η κίνηση αυτή ήταν λανθασμένη.

Απογείωση και πτώση

Η ανοδική πορεία του Κούπερ συνεχίστηκε και τη δεκαετία του 40. Το 1940 συνεργάστηκε για πρώτη φορά με το μεγάλο σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ για την ταινία Ο κατακτητής της δύσης (The Westerner), ενώ την επόμενη χρονιά συνεργάστηκε για δεύτερη φορά με τον Φρανκ Κάπρα για την ταινία Ο Λαός προστάζει (Meet John Doe). Στην ταινία Ο λαός προστάζει συμπρωταγωνίστησε για πρώτη φορά με την Μπάρμπαρα Στάνγουικ. Την ίδια χρονιά γύρισε δυο ταινίες και με άλλον ένα θρύλο του σινεμά , το σκηνοθέτη Χάουαρντ Χοκς. Η πρώτη ήταν η σοφιστικέ κομεντί Γιαμ Γιαμ (Ball Of Fire), ξανά στο πλευρό της Στάνγουικ και η δεύτερη ήταν το πολεμικό δράμα Ο Λοχίας Γιορκ που του χάρισε τη δεύτερη υποψηφιότητα και το πρώτο του Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου.

Την επόμενη χρονιά η συμμετοχή του στην ταινία Αποθέωση (The Pride Of The Yankees), στο ρόλο του θρυλικού παίχτη του μπέιζμπολ Λου Γκέριγκ του εξασφάλισε την τρίτη του υποψηφιότητα για όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, το οποίο έχασε από τον Τζέιμς Κάγκνεϊ. Ο Κούπερ έλαβε την τέταρτή του υποψηφιότητα για όσκαρ το 1943 όταν πρωταγωνίστησε στην πολυαναμενόμενη για την εποχή μεταφορά του μυθιστορήματος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα, σε σκηνοθεσία του Σαμ Γουντ και με συμπρωταγωνίστριες τις Ίνγκριντ Μπέργκμαν και Κατίνα Παξινού. Το όσκαρ όμως αυτή τη φορά πήγε στον Πολ Λούκας για την ταινία Φρουρά επί του Ρήνου (Watch On The Rhine).

Σημειωτέον επίσης ότι ο Κούπερ στα τέλη της δεκαετίας του 40 παρουσιάστηκε ενώπιον της μακαρθικής επιτροπής αντιαμερικανικών ενεργειών, προκειμένου να ονοματίσει συναδέλφους του οι οποίοι είτε υπήρξαν ή εξακολουθούσαν να είναι μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος. Ο Κούπερ, μέλος της Ένωσης κινηματογραφιστών για την διατήρηση του αμερικανικού ιδεώδους του Τζον Γουέιν, δεν κατέδωσε συναδέλφους του, αποκάλυψε όμως ότι είχε ακούσει κάποιους να τονίζουν την παλαιότητα του αμερικανικού συντάγματος και να λένε ότι θα προτιμούσαν κυβέρνηση δίχως Κογκρέσο. (Ο ίδιος αργότερα, σε αυτοκριτική του ομολόγησε ότι οι δηλώσεις του αυτές ήταν εντελώς απαράδεκτες αντιπατριωτικές). Η κατάθεση του Κούπερ δόθηκε ένα μήνα πριν την έκδοση της μαύρης λίστας του Χόλυγουντ.

Άλλο ένα Όσκαρ

Το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 40 δεν ήταν γενναιόδωρο για τον Κούπερ, που έκανε απανωτές αποτυχίες. Η νέα δεκαετία όμως τον αποζημίωσε χαρίζοντάς του ακόμα ένα Όσκαρ Α’ ανδρικού ρόλου, για το κλασικό γουέστερν του Φρεντ Τσίνεμαν, Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές (High Noon) του 1952. Η ταινία αυτή είναι σύμφωνα με τους κριτικούς η καλύτερη του Κούπερ κι ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών. Στο πλάι του Κούπερ εμφανίστηκε μια νεότατη Γκρέις Κέλι, στη δεύτερή της μόλις ταινία.

Εν συνεχεία, ο Κούπερ συνέχισε να κάνει επιτυχημένες ταινίες όπως το γουέστερν Βέρα Κρουζ (Vera Cruz, 1954) σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Όλντριτς, Άνθρωπος χωρίς όπλα (Friendly Persuasion) στη δεύτερή του συνεργασία με το Γουάιλερ και στο Αριάν (Love In The Afternoon) σε σενάριο και σκηνοθεσία Μπίλι Γουάιλντερ και πλάι στην Όντρεϊ Χέπμπορν.

Το 1960 του διέγνωσαν καρκίνο στον προστάτη αφότου είχε κάνει μετάσταση στο παχύ έντερο, στον πνεύμονα και τα οστά. Το 1961 η ακαδημία του κινηματογράφου θέλησε να τον τιμήσει με Όσκαρ καριέρας, αλλά ο Κούπερ ήταν πολύ άρρωστος για να παρευρεθεί στην τελετή. Ο στενός του φίλος Τζέιμς Στιούαρτ δέχτηκε το βραβείο για λογαριασμό του, με δάκρυα στα μάτια. Ένα μήνα αργότερα, ο Γκάρι Κούπερ απεβίωσε.

Φιλμoγραφία

The Lucky Horseshoe, 1925

Ιτ – (It, 1927)

Φτερά – (Wings, 1927)

Στην αγχόνη – (The Virginian, 1929)

Μαρόκο – (Morocco, 1930)

Αποχαιρετισμός στη σημαία / Αποχαιρετισμός στα όπλα – (A Farewell to Arms, 1932)

Ερωτικές κανδρίλιες – (Design for Living, 1933)

Σήμερα ζούμε – (Today We Live, 1933)

Θα σ’αγαπώ παντοτινά – (Now and Forever, 1934)

Οι λογχοφόροι της Βεγγάλης – (The Lives of a Bengal Lancer, 1935)

Ο Πρίγκηψ των Δολλαρίων – (Mr. Deeds Goes to Town, 1936) – Υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου

Ο στρατηγός πέθανε την αυγή – (The General Died At Dawn, 1936)

Μπο Ζεστ – (Beau Geste,1939)

Ο κατακτητής της Δύσης – (The Westerner, 1940)

Ο Λοχίας Γιορκ – (Sergeant York, 1941) – Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου

Ο λαός προστάζει – (Meet John Doe, 1941)

Γιαμ γιαμ / Ο καθηγητής και η γυμνή χορεύτρια – (Ball of Fire, 1941)

Αποθέωση – (The Pride of the Yankees, 1942) – Υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου

Για ποιόν χτυπάει η καμπάνα – (For Whom the Bell Tolls, 1943) – Υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου

Τιτάνες του Ειρηνικού – (The Story of Dr. Wassell, 1944)

Η πόλις των παγίδων – (Along Came Jones, 1945)

Σαρατόγκα – (Saratoga Trunk, 1945)

Χαλύβδινες ψυχές – (The Fountainhead, 1949)

Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές – (High Noon, 1952) – Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου

Βέρα Κρουζ – (Vera Cruz, 1954)

Άνθρωπος χωρίς όπλα – (Friendly Persuasion, 1956)

Αριάν – (Love in the Afternoon, 1957)

Ο άνθρωπος της Δύσεως – (Man of the West, 1958)

Μπάρμπαρα Στάνγουικ (1937-1990)

Μεγάλη μορφή του αμερικανικού κινηματογράφου, του θεάτρου και της τηλεόρασης, γνωστή για τη δυναμική κινηματογραφική της παρουσία, για το υποκριτικό της εύρος καθώς και για τις συνεργασίες της με μεγάλους σκηνοθέτες όπως ο Σέσιλ Μπι Ντε Μιλ, ο Φριτς Λανγκ, ο Φρανκ Κάπρα και ο Μπίλι Γουάιλντερ. Έκανε το ντεμπούτο της στον κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του ’20, μετά από ένα μικρό διάστημα στο οποίο εργάστηκε ως μοντέλο. Η πορεία της στον κινηματογράφο διήρκεσε 38 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων γύρισε 85 ταινίες κι έπειτα στράφηκε στην τηλεόραση. Βραβεύτηκε με 3 Βραβεία Έμμυ και με 1 Χρυσή Σφαίρα. Προτάθηκε για τέσσερα βραβεία Όσκαρ χωρίς όμως να κερδίσει ποτέ, γι’ αυτό το λόγο η Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογραφικών Τεχνών και Επιστημών της παραχώρησε Τιμητικό Όσκαρ το 1981. Ήταν επίσης μια από τις 7 γυναίκες ηθοποιούς που τιμήθηκαν με βραβείο συνεισφοράς στην 7η τέχνη από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου την έχει κατατάξει επίσης στην 11η θέση στη λίστα με τις 25 μεγαλύτερες σταρ όλων των εποχών.

Η Ρούμπι Κάθριν Στίβενς (όπως ήταν το πραγματικό της όνομα) γεννήθηκε στο Μπρούκλιν της Νέας Υόρκης στις 16 Ιουλίου του 1907. Ήταν το πέμπτο και μικρότερο παιδί των Κάθριν Αν ΜακΦι και του Μπάιρον Ε. Στίβενς. Οι γονείς της ανήκαν στην εργατική τάξη. Η Στάνγουικ είχε σκοτσέζικη καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της και αγγλική από την πλευρά του πατέρα της. Η μητέρα της σκοτώθηκε όταν ένας μεθυσμένος άγνωστος την έσπρωξε ενώ βρισκόταν πάνω σε κινούμενο τραμ, αφήνοντας την ηθοποιό ορφανή σε ηλικία 4 ετών. Δυο μήνες μετά την κηδεία ο πατέρας της έφυγε για να εργαστεί στην εκσκαφή της Διώρυγας του Παναμά και δεν επέστρεψε ποτέ στα παιδιά του. Η ηθοποιός κι ο αδελφός της ανατράφηκαν από την μεγάλη τους αδελφή, Μίλντρεντ, που ήταν 5 χρόνια μεγαλύτερη. Αργότερα η Μίλντρεντ έλαβε δουλειά ως χορεύτρια και τα δυο παιδιά αναγκάστηκαν να ζήσουν σε διάφορα ορφανοτροφεία, απ’ όπου η ηθοποιός προσπάθησε να το σκάσει. Η Στάνγουικ άλλαξε επίσης πολλά σχολεία κατά την παιδική της ηλικία.

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιριών του 1916 και του 1917, η Στάνγουικ ακολούθησε την αδελφή της σε περιοδεία και επιχειρούσε να μάθει τα νούμερα της αδελφής της στα παρασκήνια. Πήρε την απόφαση να γίνει ηθοποιός όταν είδε για πρώτη φορά τις ταινίες της Περλ Γουάιτ, την οποία θεωρούσε είδωλό της. Η Στάνγουικ παράτησε το σχολείο σε ηλικία 14 ετών και άρχισε να εργάζεται τυλίγοντας πακέτα σε πολυκατάστημα του Μπρούκλιν. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά σε γραφείο τηλεφωνίας του Μπρούκλιν, όπου συμπλήρωνε κάρτες για 14 δολάρια την εβδομάδα, ένας μισθός που της επέτρεψε να γίνει οικονομικά ανεξάρτητη. Έπειτα εργάστηκε ως δακτυλογράφος για τη μουσική εταιρία Jerome H. Remick, μια δουλειά που της άρεσε, αλλά αναγκάστηκε να παραιτηθεί για να ξεκινήσει τις εμφανίσεις της ως χορεύτρια.

Το (θεατρικό) ξεκίνημα της καριέρας της

Το 1923, μερικούς μήνες πριν τα 16α της γενέθλια, η Στάνγουικ πέρασε από ακρόαση για τη χορωδία του Strand Roof, ένα νυχτερινό κέντρο κοντά στο Θέατρο Strand στην Πλατεία Τάιμς. Μήνες αργότερα έλαβε μέρος, ως χορεύτρια, στην επιθεώρηση Ζίγκφελντ. (Χρόνια αργότερα η ίδια δήλωσε: «Ήθελα να επιβιώσω, να έχω να φάω και να έχω ένα ωραίο παλτό»). Εργάστηκε επίσης ως καθηγήτρια χορού σε νυχτερινά μαγαζιά για λεσβίες και ομοφυλόφιλους άνδρες. Ο πιανίστας Όσκαρ Λεβάντ, φίλος της από εκείνη την περίοδο την περιέγραψε ως «μια γυναίκα που ήξερε να ξεχωρίζει τους διανοούμενους από τους ψεύτες».

Το 1926 ο Μπίλι Λα Χιφ την σύστησε στο Γουίλαρντ Μακ, ο οποίος έψαχνε ηθοποιούς για τη θεατρική παράσταση The Noose. Ο Λα Χιφ του πρότεινε να αναθέσει το ρόλο της χορεύτριας σε μια πραγματική χορεύτρια. Ο Μακ συμφώνησε και μετά από μια επιτυχημένη ακρόαση ανέθεσε το ρόλο στη Στάνγουικ. Η παράσταση αρχικά δεν είχε επιτυχία, αλλά ο Μακ αποφάσισε να μεγαλώσει το ρόλο της Στάνγουικ και να του προσθέσει περισσότερο πάθος. Το έργο ανέβηκε ξανά στο Μπρόντγουεϊ τον Οκτώβριο του 1926 κι έγινε ένα από τα δημοφιλέστερα της περιόδου. Κράτησε για 197 παραστάσεις κάνοντας την Στάνγουικ αστέρι του θεάτρου. Μετά από πρόταση του Μακ, η ηθοποιός άλλαξε το όνομά της σε Μπάρμπαρα Στάνγουικ, υιοθετώντας το όνομα του χαρακτήρα που υποδυόταν (Μπάρμπαρα Φρίτσι) και το επίθετο μιας άλλης ηθοποιού της παράστασης της Τζέιν Στάνγουικ.

Επόμενος θεατρικός της ρόλος στο Μπρόντγουεϊ, ήταν στην παράσταση του 1927 Burlesque, για την οποία έλαβε διθυραμβικές κριτικές. Την ίδια χρονιά πέρασε από ακρόαση για τον παραγωγό Μπομπ Κέιν, που έψαχνε για νέα ταλέντα για την βωβή ταινία του 1927 Broadway Nights. Έχασε τον πρωταγωνιστικό ρόλο επειδή δεν μπόρεσε να κλάψει στην ακρόαση, αλλά της ανέθεσαν ένα μικρό ρόλο στην ταινία. Αυτή ήταν και η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση της ηθοποιού.

Την περίοδο που εμφανιζόταν στην παράσταση Burlesque, o πιανίστας Όσκαρ Λεβάντε τη σύστησε στον ηθοποιό Φρανκ Φέι, τον οποίο ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε το 1928. Το ζευγάρι μετακόμισε στο Χόλιγουντ και… άρχισε να μπαίνει το νερό στ’ αυλάκι!

Η λάμψη του Χόλιγουντ

Πρώτη ομιλούσα ταινία της ηθοποιού ήταν η ταινία του 1929 The Locked Door κι έπειτα γύρισε το Mexicali Rose. Παρόλο που καμιά από αυτές τις δυο ταινίες δεν ήταν επιτυχημένη, το 1930 ο Φρανκ Κάπρα της ανέθεσε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία Το Ξεβούρκωμα (Ladies of Leisure) κι η ερμηνεία της ήταν εκπληκτική. Ακολούθησαν επιτυχημένες εμφανίσεις σε διάφορες ταινίες, για να λάβει την πρώτη της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της στην ταινία Στέλλα Ντάλας (Stella Dallas) αλλά έχασε από την Λουίζ Ράινερ. Ήταν μια από τις πολλές ηθοποιούς που ο παραγωγός Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ σκέφτηκε για το ρόλο της Σκάρλετ Ο’ Χάρα της ταινίας Όσα Παίρνει ο Άνεμος (Gone With the Wind, 1939), αλλά δεν πέρασε ποτέ από ακρόαση για το ρόλο.

Το 1941 γύρισε τρεις επιτυχημένες ταινίες: Ο Λαός Προστάζει (Meet John Doe, 1941) σε σκηνοθεσία Φρανκ Κάπρα, Γιαμ Γιαμ (Ball of Fire, 1941) σε σκηνοθεσία Χάουαρντ Χοκς και Η Γυναίκα Πειρασμός (The Lady Eve, 1941) του Πρέστον Στέρτζις. Έλαβε τη δεύτερή της υποψηφιότητα για Όσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ταινία Γιαμ Γιαμ (Ball of Fire), έχασε όμως το βραβείο από την Τζόαν Φοντέιν (για την ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ, Υποψίες).

Τo 1944 ερμήνευσε τον πιο αξιομνημόνευτο ρόλο της καριέρας της στο φιλμ Νουάρ του Μπίλι Γουάιλντερ Κολασμένη Αγάπη (Double Indemnity). Η ερμηνεία της τής χάρισε την τρίτη υποψηφιότητα για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου, αλλά έχασε το βραβείο από την Ίνγκριντ Μπέργκμαν νικήτριας για την ερμηνεία της στην ταινία Εφιάλτης (Gaslight). Το 1948 έλαβε την τελευταία της υποψηφιότητα για Όσκαρ για τη συμμετοχή της στο φιλμ νουάρ Στον Ίσκιο του Δολοφόνου (Sorry, Wrong Number), αλλά έχασε από την Τζέιν Γουάιμαν.

Η ηθοποιός συνέχισε τις επιτυχημένες εμφανίσεις της και κατά τη δεκαετία του ’50. Η τελευταία της κινηματογραφική εμφάνιση ήταν στην ταινία τρόμου Βήματα Μες τη Νύχτα (The Night Walker). Η Στάνγουικ έκανε στη συνέχεια στροφή στην τηλεόραση, όπου συνέχισε να παίζει μέχρι λίγο πριν από το θάνατό της(20 Ιανουαρίου 1990), από συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια και από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια στο Κέντρο Υγείας Saint JohnΣημειωτέον ότι ήταν φανατική καπνίστρια μέχρι και τέσσερα χρόνια πριν αποβιώσει….

Φιλμoγραφία

1927 Broadway Nights

1929 The Locked Door

1929 Mexicali Rose

1930 Το Ξεβούρκωμα (Ladies of Leisure)

1931 Night Nurse

1932 Shopworn

1933 Σινικόν τείχος / Το πικρό Ρύζι του Στρατηγού Γιεν (The Bitter Tea of General Yen, 1932)

1933 Σκιες που Περνούν (Baby Face)

1935 Άννι Όκλεϊ (Annie Oakley)

1936 Ένοχος Πόθος (His Brother’s Wife)

1937 Στέλλα Ντάλας (Stella Dallas)

1937 Μπροστά στο Ικρίωμα (This Is My Affair)

1938 Γυναίκες Ντετέκτιβ (The Mad Miss Manton)

1939 Golden Boy

1939 Η Μεγάλη Περιπέτεια (Union Pacific)

1940 Αγάπησα μια Κλέφτρα (Remember the Night)

1941 Ο Λαός Προστάζει (Meet John Doe)

1941 Γιαμ Γιαμ / Ο Καθηγητής και η Γυμνή Χορεύτρια (Ball of Fire)

1941 Η Γυναίκα Πειρασμός (The Lady Eve)

1941 Είσαι Δική Μου (You Belong to me)

1942 Ο Άρχων του Χρυσού (The Great Man’s Lady)

1942 Οι Τρεις Αδελφές (The Gay Sisters)

1943 Γυναίκα Σατανάς (Lady of Burlesque)

1944 Κολασμένη Αγάπη / Με Διπλή Ταυτότητα (Double Indemnity)

1945 Ό,τι Ποθώ Απόψε (Christmas in Connecticut)

1946 Αμαρτωλές Γυναίκες (The Strange Love of Martha Ivers)

1947 Ερωτικός Σαδισμός (The Two Mrs. Carrolls)

1947 Καλιφόρνια (California)

1948 Στον Ίσκιο του Δολοφόνου (Sorry, Wrong Number)

1949 Η Κρυφή Ζωή μου (East Side, West Side)

1950 Ο Φάκελος της Θέλμα Τζόρντον (The File on Thelma Jordon, 1950)

1951 Ο Άνθρωπος με το Μανδύα (The Man with a Cloak)

1952 Σύγκρουση Εραστών (Clash by Night, 1952)

1953 Τιτανικός (Titanic)

1953 Μια Μητέρα με Παρελθόν (All I Desire)

1954 Ο Πύργος των Φιλόδοξων (Executive Suite)

1955 Οι Τρομοκράτες (The Violent Men)

1957 40 Πιστόλια (Forty Guns)

1962 Το Σπίτι της Αμαρτίας (Walk on the Wild Side)

1964 Βήματα Μες τη Νύχτα (The Night Walker)

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ