Πριν από τρία χρόνια διαβάζοντας το βιβλίο του Γκόγκολ “Η μύτη” είχα γράψει πως ο πρωταγωνιστής Κοβαλιόφ είναι η εκπροσώπηση ενός ανθρώπου που βασανίζεται από κάτι που υπερβαίνει το εγώ του, πολεμά έναν εχθρό που δεν φταίει για την δημιουργία του αλλά τον βρίσκει μπροστά του με πρόσωπο που ουσιαστικά αγγίζει τα όρια της παράνοιας. Παλεύει να αντιμετωπίσει αυτό το παράξενο δημιούργημα που γεννήθηκε απρόοπτα και όλα αυτά μέσα από μία καθημερινότητα που τοποθετείται σαν τοίχος απέναντί του και η ίδια του η υπόσταση προσκρούει σε αυτό τον τοίχο ανήμπορος να πράξει το οτιδήποτε μιας και οι όποιες προσπάθειές του για να διαλευκάνει το μυστήριο που του στερεί την ελευθερία του σε τελική ανάλυση, πέφτουν η μία μετά την άλλη το απόλυτο κενό. Ξαναδιάβασα το αινιγματικό αυτό βιβλίο του Γκόγκολ αφού ολοκλήρωσα τον Πιραντέλο και είναι πράγματι πολλές οι ομοιότητες ως προς την ιδιοσυγκρασία και τον χαρακτήρα της μορφής του πρωταγωνιστή παρόλο που η αφορμή της έμπνευσης και οι λόγοι που οδήγησαν στην συγγραφή είναι διαφορετικοί, ωστόσο οι δύο ήρωες πάλλονται από την ίδια ανάγκη καθορισμού του είναι τους.
Όταν ο Λουίτζι εφηύρε τον Ματία
Ο Λουίτζι Πιραντέλο μιλάει δια στόματος Ματία Πασκάλ για έναν άνθρωπο που είναι όμηρος ενός διττού εαυτού, μιας δραματικής συγκυρίας που τον βρίσκει αιχμάλωτο της ίδιας του της ύπαρξης ή της ανυπαρξίας. Ως Ματία Πασκάλ θα βιώσει την απαξίωση από την ίδια του τη γυναίκα και πεθερά μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του. Θα προσπαθήσει να ορθοποδήσει μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό όπου όλοι τον έχουν ξεγραμμένο, δεδομένο και παραμελημένο. Είναι σκιά του εαυτού του, αγωνίζεται να εκπροσωπήσει το είναι του και να δηλώσει την παρουσία του αλλά στην πραγματικότητα καθίσταται υποχείριο τόσο του πονηρού Μαλάνια που διαχειρίζεται τη μεγάλη περιουσία του πατέρα του όσο και της πεθεράς του με την οποία η σχέση είναι συνεχώς συγκρουσιακή. Ο Ματία Πασκάλ είναι μόνος, έρημος, ένας μοναχικός άνθρωπος περιστοιχισμένος από ένα σύνολο ανθρώπων που δεν τον υπολογίζουν και ούτε τον εκτιμούν ούτε τον σέβονται. Καλοσυνάτος ο ίδιος και καλοπροαίρετος θα βρεθεί στη δεινή θέση να καταγράψει τη ζωή του και εδώ έρχεται η προσωπικότητα και η ζωή του ίδιου του Πιραντέλο να θυμίσει πως ο Ματία Πασκάλ είναι σάρκα εκ της σαρκός του και αίμα από το αίμα του. Η οικονομική καταστροφή του πατέρα του τον οδήγησε λίγο πριν την αυτοκτονία και αυτό το μυθιστόρημα ήταν η σωσίβια λέμβος του, η σανίδα σωτηρίας του από τη δική του προσωπική καταστροφή.
“Είμαστε ή δεν είμαστε πάνω σε μια αόρατη σβούρα λουσμένη στο φως μιας ηλιαχτίδας, πάνω σε έναν τρελαμένο κόκκο άμμου που γυρίζει και γυρίζει δίχως να ξέρει γιατί, σάμπως του κάνει κέφι να στριφογυρίζει έτσι, για να νιώθουμε άλλοτε λίγο παραπάνω ζέστη, άλλοτε λίγο παραπάνω κρύο, και να πεθαίνουμε – συχνά με τη συναίσθηση πως κάναμε ένα σωρό χαζομάρες – μετά από πενήντα ή εξήντα γύρους;” Ο ήρωας Ματία Πασκάλ δεν θα πάψει σε όλη τη διάρκεια αυτής της δοκιμασίας να αναρωτιέται για τη θέση του στον κόσμο, στην πραγματικότητα νιώθει ξένο σώμα και θέλει να ξεφύγει, να διαφύγει. Δεν σταματάει να προβληματίζεται για τη ζωή του, για την επιβίωσή του σε ένα περιβάλλον όπου ουσιαστικά δεν ανήκει και δεν του ταιριάζει. Ακόμα και στο άκουσμα της γέννησης των παιδιών του θα λυγίσει, θα διστάσει να κατανοήσει την νέα κατάσταση, είναι άραγε ικανός αυτός να αποκτήσει και να μεγαλώσει παιδιά, ποια είναι τελικά η μοίρα του; “Μια μέρα επιτέλους ήρθαν να μου πουν ότι τη γυναίκα μου την είχαν πιάσει οι πόνοι και να πάω αμέσως σπίτι. Έτρεξα σαν ζαρκάδι: πιο πολύ όμως για να ξεφύγω από τον ίδιο μου τον εαυτό, να μη μείνω ούτε ένα λεπτό πρόσωπο με πρόσωπο απέναντί του και να σκέφτομαι ότι ετοιμαζόμουν να αποκτήσω παιδί, εγώ, σε αυτήν την κατάσταση, παιδί!” Όμηρος κυρίως του εαυτού του και μετά των άλλων αντιμάχεται την αδύναμη πλευρά του, την ανικανότητά του να εμπνεύσει σεβασμό για τον ίδιο του τον εαυτό και άρα πως θέλει οι άλλοι να τον παίρνουν αυτόν στα σοβαρά, ένα φάντασμα άβουλο, ένα ανδρείκελο, ένα πρόσωπο που μοιάζει ισχνό και εξαϋλωμένο στα μάτια των άλλων.
Η σωτηρία της μεταμόρφωσης;
Στα δύο τρίτα της ιστορίας που μας καταθέτει ο Ματία Πασκάλ, αυτός ο βασανισμένος άνθρωπος μεταμορφώνεται σε Αντριάνο Μέις και πασχίζει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει την ίδια του την ψυχοσύνθεση. Πώς έφτασε εκεί όμως; Είναι το γεγονός του παρεξηγημένου θανάτου του ένα μέσο λύτρωσης για τον ίδιο και μία πρώτης τάξεως ευκαιρία να απελευθερωθεί από τα δεσμά της προηγούμενης ζωής του χτίζοντας μία νέα αφήνοντας πίσω κάθε τι που μέχρι τότε τον πίκραινε και τον πλήγωνε; Αυτή η νέα του ζωή ως Αντριάνο Μέις και η μετοίκησή του στη Ρώμη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων και απαλλαγμένος από τα βάσανα και τις έγνοιες του παρελθόντος, μοιάζει να του προσφέρει τη χαρά της ηρεμίας, της πλήρους ανεξαρτησίας, της επανεκκίνησης μιας νέας ζωής με άλλους όρους πιο ευνοϊκούς. Δεν θα είναι πια το θύμα που ήταν στο παρελθόν, δεν θα ορίζεται από άλλους, δεν θα δέχεται διαταγές και δεν θα είναι αιχμάλωτος μίας ζωής δίχως νόημα, θα είναι επιτέλους κύριος και κυρίαρχος του εαυτού του. “Ελεύθερος! έλεγα ακόμη, μα είχα αρχίσει κιόλας να μπαίνω στο νόημα και να υπολογίζω τα όρια αυτής της ελευθερίας μου. Να, ελευθερία σήμαινε λόγου χάριν να μένω το βράδυ εκεί μπροστά στο παράθυρο και να αγναντεύω το ποτάμι που κυλούσε μαύρο και βουβό ανάμεσα στα καινούργια του αναχώματα και κάτω από τις γέφυρες που αντανακλούσαν το φως των φαναριών τους, τρεμοπαίζοντας σαν πύρινα φίδια, να ακολουθώ με τη φαντασία μου το ρεύμα εκείνων των νερών, από την απόμακρη πηγή των Απεννίνων, ανάμεσα από τόσους κάμπους και τώρα μέσα από την πόλη κι ύστερα ξανά στην εξοχή ως τις εκβολές τους, να φαντάζομαι τη σκοτεινή και ταραγμένη θάλασσα όπου εκείνα τα νερά, μετά από μια τέτοια διαδρομή, χάνονταν, και κάπου κάπου άνοιγα το στόμα μου για να χασμουρηθώ”.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Και όμως αποδεικνύεται πως παρέμενε ένας ζωντανός νεκρός, μία σκιά που ακόμα και ο ίδιος φοβόταν, έπρεπε συνεχώς να προσποιείται πως είναι κάποιος άλλος, να δίνει ψεύτικα στοιχεία, να έχει εφεύρει μια ολόκληρη παράλληλη ζωή, να είναι ένας νομάς χωρίς πραγματικό σπίτι, έρμαιο για άλλη μια φορά του εαυτού του και μιας ζωής που δεν μπορούσε να αντέξει. Αυτό που βίωνε ήταν ένα ψέμα, να ζει υπό το καθεστώς της ανυπαρξίας, αναμφίβολα δεν ήταν αυτή η ελευθερία που αποζητούσε. Αν και στο πρόσωπο της Αντριάνα είχε βρει την αγάπη, την τρυφερότητα και την αφοσίωση που τόσο είχε ανάγκη και στη Ρώμη έμοιαζε να είναι ευτυχισμένος αυτό που ζούσε ήταν μία πλάνη, ένα παράλληλο εικονικό σύμπαν και μία παραπλανητική διαδικασία, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του για κάτι που νομοτελειακά δεν θα μπορούσε να διαρκέσει. Αυτό το θέατρο σκιών τον τραυμάτιζε ακόμα περισσότερο και του προκαλούσε ρίγη αγωνίας για το μέλλον. Ήταν επιτακτική ανάγκη να επιστρέψει και αυτό θα επιχειρούσε, έπρεπε να πάρει πίσω τη θέση που του ανήκει, να ανακτήσει το όνομά του, τη ζωή του, να έρθει αντιμέτωπος με αυτούς που τον είχαν αγνοήσει και παρακάμψει. Αυτό ωστόσο που είχε σημασία ήταν να αποκτήσει την χαμένη του υπόσταση, να μην κυκλοφορεί σαν ένας πεθαμένος και αυτό θα κυνηγούσε εφεξής. “Τι τρέλα! Πώς είχα ξεγελαστεί πιστεύοντας ότι ένας κορμός μπορεί να ζήσει αποκομμένος από τις ρίζες του; […] Τουλάχιστον ήμουν πάλι ζωντανός και έμπειρος πια. Αχ, αυτό θα το βλέπαμε”. Να αποδώσω τέλος τα εύσημα στο μεταφραστικό εγχείρημα της Δήμητρας Δότση.
Αποσπάσματα
“Ε, να, η περίπτωσή μου είναι πολύ πιο παράξενη και διαφορετική ͘ τόσο παράξενη και διαφορετική, που αναγκάζομαι να τη γράψω”.
“Τι ήμουν τώρα εγώ, αν όχι ένας επινοημένος άνθρωπος; Ένα περιφερόμενο επινόημα που ήθελε κι έπρεπε αναγκαστικά να ζει για τον εαυτό του από τη στιγμή που είχε βυθιστεί στην πραγματικότητα”.
“Αν παραδεχτούμε, σκεφτόμουν, πως είναι ανθρώπινα τα σφάλματα, τότε η δικαιοσύνη δεν είναι μια απάνθρωπη σκληρότητα”
Διαβάστε επίσης:
Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ – Λουίτζι Πιραντέλο