1923. Η χρονιά του μεγάλου πληθωρισμού. Η εποχή των κερδοσκόπων και των κομπιναδόρων, των δημόσιων υπαλλήλων και των μεγάλων εμπόρων, των φτωχών συνταξιούχων και των αναπήρων πολέμου – μιας κοινωνίας σε αποσύνθεση. Μια ολόκληρη γενιά έμαθε με τον πιο πικρό τρόπο να επιβιώνει χωρίς μέλλον και όραμα. Όπως τόσοι άλλοι, ο Λούντβιχ έχασε τα νιάτα του στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο και δεν ξέρει πια πού ανήκει. Αναζητώντας τον έρωτα και προσπαθώντας να βρει τη θέση του στη ζωή, συναντάει στον δρόμο του την όμορφη αλλά σχιζοφρενή Ιζαμπέλ…
Με αυτό το μυθιστόρημα, που πραγματεύεται μια αργοπορημένη νιότη, ο Ρεμάρκ γίνεται ο χρονικογράφος της άγριας και πολυτάραχης δεκαετίας του 1920, με τις οικονομικές σπέκουλες και τα πρώτα εθνικιστικά έκτροπα – μιας εποχής που βρίσκεται ανάμεσα στις δύο μεγάλες καταστροφές του 20ού αιώνα.
Έριχ Μαρία Ρεμάρκ
Ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ γεννήθηκε το 1898 στο Οσναμπρίκ της Κάτω Σαξονίας. Το 1915 γράφτηκε στην Καθολική Παιδαγωγική Ακαδημία της πόλης, αλλά η επιστράτευσή του στις 21 Νοεμβρίου 1916 ήρθε να διακόψει τη φοίτησή του. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο ολοκλήρωσε τις σπουδές του και εργάστηκε στην αρχή ως αναπληρωτής δάσκαλος, αργότερα ως ανειδίκευτος εργάτης και κατόπιν ως συντάκτης, πρώτα στο Ανόβερο και από το 1924 στο Βερολίνο. Το 1932 ο Ρεμάρκ εγκατέλειψε τη Γερμανία και έζησε αρχικά στο ελβετικό καντόνι του Τιτσίνο. Το 1933 οι ναζί έκαψαν τα βιβλία του Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο και Επιστροφή, ενώ το 1938 του αφαιρέθηκε η γερμανική ιθαγένεια. Από το 1941 έζησε στις ΗΠΑ. Το 1947 απέκτησε την αμερικανική υπηκοότητα. Έναν χρόνο αργότερα επέστρεψε στην Ευρώπη. Πέθανε το 1970 στο Λοκάρνο της Ελβετίας, τη χώρα που είχε επιλέξει για θετή πατρίδα του.