Ο Ανρί Ματίς (Henri Matisse) αποτελεί έναν καλλιτέχνη ειρηνικό και σιωπηλό, αφοσιωμένο και αποκλειστικά δοσμένο στο πεδίο της τέχνης του, της ζωγραφικής και των σχεδίων του. Προτίμησε να μείνει μακριά από τα πολιτικά δρώμενα και τα φλέγοντα κοινωνικά ζητήματα διατηρώντας ουδέτερη στάση και να αφιερωθεί σαν ιερωμένος σε ένα και μόνο πράγμα, την δημιουργία του. Συλλέκτης εκτός από ζωγράφος, είχε ως πνευματικό του δάσκαλο τον Σεζάν και στην συλλογή του διατηρούσε πίνακές του μιας και το χρώμα του και το ύφος του μεγάλου αυτού ζωγράφου ήταν για εκείνον το αστέρι που τον κατηύθυνε σε όλη του την πορεία. Αυτοσχεδίασε, πειραματίστηκε, μετακινήθηκε καλλιτεχνικά αλλά ποτέ δεν ξέχασε τις καταβολές του και τα πιστεύω του. Αυτό που εκείνος έπραξε και διαφοροποίησε ήταν να ντύσει με πιο τολμηρά χρώματα τους πίνακές του. Τα χρώματα αυτά ήταν το αποτέλεσμα της επαφής με κόσμους διαφορετικούς  και πιο συγκεκριμένα από τα ταξίδια του στο Μαρόκο και την εμπειρία της παραμονής του κυρίως στην Ταγγέρη, στα παράλια της Μεσογείου. Εκεί, ακολουθώντας τα χνάρια του Ντελακρουά και το ταξίδι του στην Αλγερία, ο Ματίς έρχεται σε επαφή με το φως της Μεσογείου, τον ήλιο και την θάλασσα που θα αναπαραστήσει σε πίνακες που θυμίζουν παράθυρα στην φύση.

Ένας εμπνευσμένος ζωγράφος πάντα πιστός στην υπηρεσία του χρώματος

Ο Μιχάλης Λαζαρίδης χαρίζει στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό έναν οδηγό γνώσης του έργου του Ανρί Ματίς και ένα εγχειρίδιο γνωριμίας με τον τρόπο σκέψης και τη φιλοσοφία του γύρω από την ζωγραφική. Πρόκειται για έναν από τους πιο δημοφιλείς ζωγράφους του εικοστού αιώνα που μετεξέλιξε τα μαθήματα που έλαβε ενώ μετέδωσε τον ζωγραφικό του παλμό μένοντας ενεργός μέχρι το τέλος της ζωής του. Τον σαγηνεύει το μπλε της θάλασσας, έχει στον νου του τα χρώματα του φοβισμού του οποίου από το 1900 ως το 1905 πρωτοστάτησε ως κορυφαίος του χορού. Αυτά τα χρώματα όμως αναμειγνύει αυτή την φορά με διακοσμητικά στοιχεία και δίνει μία αίσθηση ολότητας στο τοπίο ξεφεύγοντας από την αυστηρή αναπαράσταση των εμπρεσιονιστών και των νεοεμπρεσιονιστών. Οι φόρμες του είναι πιο ελεύθερες, οι γραμμές του πιο σίγουρες, δίνει σημασία στους όγκους τους οποίους και έχει αναμφισβήτητα ενστερνιστεί από το παιχνίδι της φόρμας του Σεζάν αλλά και την εξωτική διάθεση των έργων του Γκωγκέν, τον οποίο επίσης θαύμαζε. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως προσπαθώντας να ακολουθήσει τα χνάρια του Γκωγκέν ταξιδεύει το 1933 στην Πολυνησία για να δει με τα ίδια του τα μάτια αυτόν τον αλλόκοτο κόσμο που έκρυβε γεμάτο εκπλήξεις για τον άνθρωπο και κυρίως τον καλλιτέχνη τόσο των τελών του 19ου όσο και των αρχών του 20ου αιώνα. Ο Ματίς έλεγε: «Η επιλογή χρωμάτων δεν μπορεί να βασιστεί σε καμία επιστημονική θεωρία. Βασίζεται μόνο στον τρόπο που βιώνω την ευαισθησία μου». 

Με την εμπειρία των δασκάλων και την διάθεση για νέα βήματα, βελτιώνει την τεχνική του καθώς μαγεύεται από το μεσογειακό ειδυλλιακό τοπίο ταξιδεύοντας με την γυναίκα του το 1896 και το 1897 από την περιοχή της Τουλούζης μέχρι και την Κορσική. Εκρήξεις φωτός από την φύση μεταφέρονται μέσα του, ζυμώνονται και βγαίνουν στα έργα του, τα οποία αποκτούν μία άγρια εκφραστικότητα με τα βαριά, έντονα χρώματα και τις χοντρές μαύρες γραμμές να τονίζονται περιθώρια στις φιγούρες. Για αυτό το παιχνίδι με τα χρώματα χρωστάμε χάρη στην μητέρα του καθώς καθηλωμένος στο κρεβάτι λόγω βαριάς αρρώστιας και για να γεμίσει η μητέρα του τις ατέλειωτες ώρες του κάνει δώρο ένα κουτί με χρώματα. Με αφορμή αυτό το επεισόδιο ο ίδιος θα πει: «Μεταφέρθηκα σε έναν παράδεισο, ήξερα πια ότι αυτός θα αποτελούσε τον ζωτικό μου χώρο». Σε εκείνη την περίοδο πρωταρχικό του μέλημα είναι να αποτινάξει από πάνω του τα ακαδημαϊκά πρότυπα και να κινηθεί σε δικούς του προσωπικούς χρωματικούς ρυθμούς. Από αυτήν του την αναζήτηση θα προκύψει η συμμετοχή του ως πρωταγωνιστής στο κίνημα των φωβ. Από το 1907 ως το 1939 ταξιδεύει αδιάκοπα σε όλο τον κόσμο γιατί αυτό που επιθυμεί είναι να συλλάβει με τα μάτια του και να φυλακίσει στην ψυχή του όλα τα χρώματα του πλανήτη. Αλγερία, Μαρόκο, Ισπανία είναι οι σταθμοί της Μεσογείου που θα ορίσουν την χρωματική του παλέτα και θα χαρίσουν έργα γεμάτα χαρά και ζωή.

Ο ίδιος έλεγε: «Η επιλογή των χρωμάτων μου δεν βασίζεται σε καμιά επιστημονική θεωρία. Βασίζεται στην παρατήρηση, στο συναίσθημα, στην εμπειρία της ευαισθησίας μου. Εκείνο που με ενδιαφέρει περισσότερο δεν είναι ούτε η νεκρή φύση ούτε το τοπίο, είναι η μορφή. Αυτή είναι που μου επιτρέπει να εκφράσω καλύτερα το θρησκευτικό, ας πούμε, συναίσθημα που νιώθω για τη ζωή». Το δημιουργικό του μεγαλείο πηγάζει από την αρμονία των γραμμών του. Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι η απλότητα και η δύναμη. Ο ίδιος αυτό που επιθυμούσε ήταν η ζωγραφική του να είναι για τον θεατή αναπαυτική σαν πολυθρόνα. Θεωρώ πως μια χαρά τα κατάφερε. Η ζωή του κύλησε με τρεις λέξεις που είναι και ο τίτλος ενός από τους πιο γνωστούς πίνακες του 20ου αιώνα: Χλιδή, ηρεμία και ηδυπάθεια. Χλιδή, γιατί ποτέ δεν είχε πρόβλημα οικονομικό για αυτό και δεν αποπροσανατολίστηκε από την μοναδική του κατεύθυνση που ήταν η υπηρεσία αυτού που λέγεται τέχνη όποια μορφή και αν πήρε. Ηρεμία γιατί οι πίνακές του αποπνέουν μία εσωτερική γαλήνη και την απόδειξη πως έζησε μία ζωή πλήρη. Ηδυπάθεια γιατί ο αισθησιασμός ήταν διάχυτος στην ζωή του, λάτρεψε την ηδονή στην τέχνη και στην γυναίκα, γεύτηκε την γλυκύτητα της τρυφηλότητας και της απόλαυσης και χόρεψε με αυτήν.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Ανρί Ματίς (1869-1954)»

«Αυτό που ονειρεύομαι είναι μια τέχνη ισορροπίας, καθαρότητας και γαλήνης, μια τέχνη που θα μπορούσε να είναι για τον καθένα. Μια καθησυχαστική, ήρεμη επιρροή στο μυαλό, κάτι σαν μια καλή πολυθρόνα που προσφέρει χαλάρωση από τη σωματική κόπωση»

Διαβάστε επίσης:

Μιχάλης Λαζαρίδης – Ανρί Ματίς (1869-1954): Μια μελέτη πάνω στον μεγάλο ζωγράφο