Μετά την επιτυχία της προηγούμενης σαιζόν η παράσταση Ο Μουνής, βασισμένη στο ομώνυμο διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου, επιστρέφει για λίγες παραστάσεις στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, από την Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2015.
Ένα υπέροχο χωριό της ελληνικής επαρχίας κάπου στην δεκαετία της Αλλαγής, ένα παρ’ ολίγον φονικό του Αργύρη του κοντοκουρεμένου, ένας βιαστικός γάμος του Κωστή του ανάπηρου με την Κωλαθηνά, μια τελετή ενηλικίωσης του μικρού Λαζάρ του γιου του Μπερδούλια, ένα αυτί απλωμένο στο σκοινί της μπουγάδας της Παντζάραινας και η μεγάλη απόφαση της τσαχπίνας της Ανθής συνθέτουν το σκηνικό της παράξενης ιστορίας του Μουνή. Μιας ιστορίας ακραίας και απόκοσμα βίαιης. Όλοι ξέρουν, αλλά όλοι σιωπούν. Και όλα λύνονται με πολύ ξύλο πίσω από κλειστές πόρτες ή χορεύοντας ένα λεβέντικο τσάμικο στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Οι ήρωες της Κιτσοπούλου παγιδευμένοι στις προκαταλήψεις και στους φόβους τους αγωνίζονται να κρατήσουν καθαρό το παρατσούκλι τους, μη και μαθευτούν οι εξάρσεις τους και γίνουν διήγημα.
Σκηνοθεσία: Παντελής Δεντάκης
Επιμέλεια Κίνησης: Αγγελική Στελλάτου
Σκηνικά/Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική: Κώστας Νικολόπουλος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Φωτογραφίες: Κάλλι Χαρόβα
Βοηθοί Σκηνοθέτη: Πάνος Τοψίδης, Αγάπη Κουρομπλή
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Παίζουν οι ηθοποιοί: Σταύρος Γιαννουλάδης, Θανάσης Ζερίτης, Ελένη Κουτσιούμπα, Νεφέλη Μαϊστράλη, Αριστέα Σταφυλαράκη.
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά
Μια παράσταση της Αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρίας 4Frontal σε συμπαραγωγή με το Θέατρο του Νέου Κόσμου.
Ω² (ομάδα αποφοίτων δραματικής σχολής Ωδείου Αθηνών)
Ο «Μουνής» είναι ένα διήγημα της Λένας Κιτσοπούλου από τη συλλογή με τίτλο «Μεγάλοι δρόμοι» (εκδόσεις Μεταίχμιο).
Σημείωμα σκηνοθέτη
Το διήγημα μάς μεταφέρει στην δεκαετία του ’80 λίγο πριν ξεκινήσει ο “εκσυγχρονισμός” της ελληνικής κοινωνίας. Λίγο πριν αρχίσει η επιδότηση της αγροτιάς και η μεταμόρφωση των ηθών και των συνηθειών της επαρχίας. Τότε που οι άνθρωποι ήταν φαινομενικά πιο αυθεντικοί, πιο σκληροί, πιο βίαιοι. Στο χωριό του Μουνή συναντάμε πρόσωπα εγκλωβισμένα και φοβισμένα, που ο ψυχαναγκασμός και η προάσπιση της ηθικής και του φαίνεσθαι, γεννάει σ’ αυτά τα πρόσωπα ακραίες συμπεριφορές. Τις περισσότερες φορές δέκτες αυτών των ακραίων και βίαιων συμπεριφορών είναι οι γυναίκες και τα παιδιά, δηλαδή τα πιο αδύναμα μέλη της οικογένειας. Και στον αντίποδα ο Άντρας, η μορφή του “λεβέντη” Έλληνα. Του λεβέντη Έλληνα που είναι μάγκας και το κέφι του θα κάνει, του λεβέντη Έλληνα που ξέρει καλά πως όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος. Κι εκεί που κάθεσαι ήσυχος στην πολυθρόνα σου και σκέφτεσαι πως όλα αυτά συνέβαιναν μόνο σε κάτι χωριουδάκια της “άξεστης ελληνικής επαρχίας” – και μάλιστα σε μια παρελθοντική εποχή – σου έρχονται ξαφνικά κάτι αναμνήσεις από την παιδική σου ηλικία, σκέφτεσαι αυτά που βλέπεις κάθε μέρα στους δρόμους και αυτά που διαβάζεις στις εφημερίδες, κοιτάς ύποπτα τον εαυτό σου στον καθρέφτη, ακούς καλύτερα τους “ήχους” από το γειτονικό σπίτι, συνειδητοποιείς πως τα τελευταία χρόνια η όξυνση της κρατικής και της φασιστικής βίας έχει γίνει σχεδόν αυτονόητη. Και νιώθεις φόβο και απογοήτευση. Και σου γίνεται πιο ξεκάθαρο πως το διήγημα της Κιτσοπούλου δεν είναι μια ηθογραφία ούτε μια φανταστική ιστορία. Είναι η περιγραφή του πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας που έχει μείνει αναλλοίωτος μέσα στο πέρασμα του χρόνου και συνεχίζει να αναπαράγει, την χαιρεκακία, το κουτσομπολιό, την ενοχή, το θράσος, τον τσαμπουκά, την σωματική και ψυχολογική βία. Και τότε νιώθεις εσύ εγκλωβισμένος στο “μικρό χωριό”. Και τότε είσαι εσύ που θες να φύγεις…