Ο Μάριος Χάκκας ανήκει σε εκείνη τη γενιά των Ελλήνων λογοτεχνών που μας κάνουν να θέλουμε οι ιστορίες να μην τελειώνουν ποτέ. Είναι τέτοιος ο λόγος του, τέτοιο το μοναδικό ύφος, τέτοιας ομορφιάς και συνταρακτικής αλήθειας οι ιστορίες του που δεν μοιάζουν σε κανέναν, αυτή η μοναδικότητα τον χαρακτηρίζει όποια ιστορία και αν διαβάσουμε. Τι και αν έφυγε νωρίς άφησε πίσω του αφηγήσεις που κόβουν την ανάσα γιατί οι ιστορίες του είναι γεμάτες χαρμολύπη, γιατί πολύ απλά έτσι είναι η ζωή και γιατί μοιάζει ο ίδιος να είχε προαισθανθεί το πρόωρο τέλος. Σε όλες τις ιστορίες διακρίνουμε μια δραματικότητα, ένα αίσθημα απογοήτευσης και απόγνωσης να τον διαπνέει, μοιάζει να έχει αντιληφθεί – όσο μεταφυσικό και αν αυτό ακούγεται – το γεγονός πως ανήκει στους καταραμένους, σε εκείνους που πέρασαν, άφησαν το στίγμα τους και ύστερα αποχώρησαν αφού κατά μία έννοια ολοκλήρωσαν την επίγεια αποστολή τους.

Γράφοντας με παλμό και πάθος για όσα η ψυχή με σθένος υπαγορεύει

Μέσα από τις ιστορίες του Χάκκα, αυτού του αινιγματικού και δεινού συγγραφέα, ο αναγνώστης γεύεται αλλοτινές εποχές και βουτάει σε αυτές για να ανακαλύψει χρόνια περασμένα και πρόσωπα που σημάδεψαν τον καθένα για το δικό του λόγο στην κάθε ιστορία. Ο κόσμος του Χάκκα είναι μοναδικός και ξεχωριστός, είναι αληθινός και καθόλου εξωραϊσμένος για να αρέσουν οι ιστορίες του, οι ιστορίες του πονάνε τον ίδιο και εμάς κατά προέκταση. Ο αναγνώστης ξεβολεύεται, θα ξεβολευτεί και θα αγριέψει λίγο περισσότερο, καθώς άλλες οι εποχές τότε και άρα άλλες οι συνήθειες και τα βιώματα των ανθρώπων. Αυτός όμως είναι άλλωστε και ο λόγος που ο συγγραφέας μας παρασέρνει στα δικά του ίσως βιώματα καθώς οι αφηγήσεις είναι από μια Ελλάδα διαφορετική από την σημερινή, από μια Ελλάδα μεταπολεμική γεμάτη πληγές και τραύματα.

Η αφήγηση είναι ένα σημαντικό και πρωταρχικό εργαλείο το οποίο δουλεύεται, γιατί το ταλέντο δεν φτάνει μόνο του. Ο Πικάσο έλεγε έμπνευση όντως υπάρχει μα πρέπει να σε βρει να δουλεύεις. Θυμίζει άλλες εποχές, άλλες δεκαετίες και πλησιάζει με την αφηγηματικότητά του σε αυτές τις ξεχασμένες εποχές, καθώς ο παλιός αναγνώστης θυμάται ενώ νεότερος μαθαίνει και ανακαλύπτει τον χρόνο που πέρασε. «Κι εγώ που θα ‘θελα να βγαίνουν οι στίχοι όπως αναπνέω, όπως μιλάω, όπως περπατάω, πρέπει να περιμένω τις εξαιρετικές μου στιγμές, γι’αυτό κι οι στίχοι μου σπάνιοι» γράφει στο διήγημα Οι εξαιρετικές μου στιγμές όπου καταθέτει με μια αστείρευτη ποιητικότητα τον συναισθηματικό και ψυχικό του κόσμο, αντλεί από την γραφή ένα λυτρωτικό φάσμα και βουτάει στο δικό του ασυνείδητο για να ξαναβγεί απελευθερωμένος από όσα τον καταδιώκουν στην ψυχή και την καρδιά του.

Είναι αθεράπευτα μελαγχολικός μα και επιδραστικός όταν χρειάζεται για να μας εντάξει πλήρως στο θεατρικό σκηνικό που έχει στήσει, το λογοτεχνικό σύμπαν του Χάκκα έχει τα δικά του προσωπικά χαρακτηριστικά που δεν μοιάζουν με κανέναν άλλο, είναι ιστορίες που φέρουν τη δική του σφραγίδα μέσα από όσα παρατηρούσε και μέσα από όσα ο ίδιος πέρασε στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια και μέσα σε ένα πολιτικό σκηνικό ιδιαίτερα τεταμένο. Θα λέγαμε πως τα διηγήματά του θυμίζουν πίνακες ενός Θεόφιλου ή ενός Κόντογλου με αυτή την αθωότητα που τα διακρίνει. Πιστός σε αυτό το ύφος και χωρίς παρεκκλίσεις από μια γραφή που θέλει να υμνήσει τον ίδιο τον άνθρωπο και τη φύση του διεισδύει στα άδυτα των ψυχών τους, στις καρδιές τους και ακούει τις φωνές τους.

Ο λόγος του είναι απλός, απέριττος μα και μεστός, οι αφηγήσεις του αποπνέουν έναν αέρα και μια ατμόσφαιρα που δεν έχουν σκοπό να εντυπωσιάσουν μα να αναδείξουν τη ζωή την ίδια, έτσι όπως αυτή διαμορφώνεται από τους ανθρώπους του, τους πρωταγωνιστές του. Μας τους παρουσιάζει έτσι ακριβώς όπως είναι, χωρίς φτιασιδώματα, έχοντας εμπνευστεί από τους μεγάλους της ελληνικής λογοτεχνίας του προηγούμενου αιώνα, ίσως από τον Παπαδιαμάντη καθώς οι ιστορίες του έχουν αυτή την σκληρότητα και την ωμότητα αλλά και μια ευθύτητα αδιαμφισβήτητη που τρυπάει κόκκαλα.

Ο Παντελής Μπουκάλας που έχει αναλάβει το επίμετρο της έκδοσης έχει φροντίσει να μας μεταδώσει το πνεύμα του Χάκκα αναλύοντας τον ιδιαίτερο τρόπο σκέψης του, όλον αυτόν τον εσωτερικό πυρετό που τον κατάκαιγε και σε κάποιο σημείο αναφέρει: «Έγκαιρα εικονοκλάστης ο Μάριος Χάκκας, λογοτεχνικά και πολιτικά, με τον λόγο του να κατακτά την ωριμότητα του πολύ γρήγορα, ενδεχομένως και απρόοπτα, παραμένει επίκαιρος, ακριβώς επειδή υπήρξε έγκαιρος. Είτε από ένστικτο, είτε επειδή εκεί τον οδήγησαν τα διαβάσματά του (…) εναρμονίστηκε με πρωτοποριακές λογοτεχνικές αναζητήσεις». Πράγματι ο Χάκκας γράφοντας μοιάζει από τη μία να ορίζει τη μοίρα του που τον κυνηγά και από την άλλη να έχει σημαδευτεί από ένα αίσθημα απομόνωσης, απόρροια ίσως και των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών της εποχής, μιας εποχής δύσκολης για τον ίδιο που αποτυπώνεται δίχως άλλο σε όσα μοιράζεται μαζί μας. Πρόκειται για μια από τις εξέχουσες μορφές της ελληνικής λογοτεχνίας και κάθε έκδοση, όπως αυτή, είναι θεμέλιος λίθος στο κτίσμα που αξίζει να οικοδομηθεί, γιατί τέτοιες προσωπικότητες δύσκολα ξαναβγαίνουν στο φως.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες»

«Στέκομαι συλλογισμένος κι ανοίγω φανταστικό διάλογο με το Ρίλκε, το Μπέκετ, Μίλλερ Χένρυ και άλλους πεισμωμένος και τους φωνάζω, ό,τι γράψατε σεις σ’ένα βιβλίο εγώ θα το περάσω σε μια μόνο σελίδα, σε μια μόνο φράση»

«Τα καλύτερα χρόνια τα σπατάλησα σαν το μερμήγκι κουβαλώντας και σιάχνοντας αυτό το κωλόσπιτο, οικοδομώντας τελικά αυτόν τον μπιντέ, είκοσι χρόνια μου κατάπιε η καταβόθρα του…»

Διαβάστε επίσης:

Μάριος Χάκκας – Ο μπιντές και άλλες ιστορίες: Ένα βιβλίο με σύντομα συναρπαστικά διηγήματα