Μέχρι τα μεσάνυχτα, συγκεκριμένα μέχρι τη μία μετά τα μεσάνυχτα, ακολούθησε την καθημερινή ρουτίνα όπως έκανε όλα τα βράδια, και πιο συγκεκριμένα τα σαββατόβραδα, που κάπως διέφεραν από τις άλλες ημέρες. Άραγε θα είχε ζήσει αυτή τη βραδιά διαφορετικά ή θα προσπαθούσε να την απολαύσει περισσότερο, αν είχε προβλέψει ότι ήταν η τελευταία βραδιά που περνούσε ως ευτυχισμένος άνθρωπος; Αυτό το ερώτημα, και πολλά άλλα, συμπεριλαμβανομένου του αν όντως ήταν ευτυχισμένος, θα προσπαθούσε να τα απαντήσει πολύ αργότερα.

Ανήγγειλαν τις τελευταίες ειδήσεις της ημέρας. Ο εκφωνητής μιλούσε γρήγορα, κοφτά, χωρίς διαλείμματα όταν περνούσε απ’ το ένα θέμα στο άλλο: «Εσωτερικές ειδήσεις: Οι αστυνομίες έξι Πολιτειών, με τη συνδρομή του FBI, αναζητούν τον δεκαεξάχρονο δολοφόνο Μπεν Γκάλλοουεϋ. Αυτός, συνοδευόμενος από τη φίλη του Λίλιαν Χώκινς, ηλικίας μόνο δεκαπεντέμισι ετών, εγκατέλειψε το Έβερτον, από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης, το βράδυ του Σαββάτου, οδηγώντας την καμιονέτα του πατέρα του. Αφού σκότωσε με περίστροφο τον ονομαζόμενο Τσάρλς Ράλστον, πενηντατεσσάρων ετών, κάτοικο του Λονγκ-Έντυ, στα σύνορα της Πενσυλβάνιας, το ζευγάρι έκλεψε το μπλε Όλντσμομπιλ του θύματος και συνέχισε την πορεία του προς τα νοτιοδυτικά».

Ο ΝΤΕΗΒ ΓΚΑΛΛΟΟΥΕΫ, ωρολογοποιός σε ένα χωριό στην Πολιτεία της Νέας Υόρκης, έχει αφοσιωθεί στην ανατροφή του γιου του από τη μέρα που τον άφησε η γυναίκα του. Μια μέρα ο δεκαεξάχρονος Μπεν δεν γυρίζει σπίτι. Λίγο αργότερα ο Ντέηβ μαθαίνει έκπληκτος ότι ο γιος του καταζητείται για φόνο από την αστυνομία. Όταν συλλαμβάνεται και φυλακίζεται, αποφασίζει να τον βοηθήσει, αλλά ο Μπεν μένει ασυγκίνητος απέναντι στο ενδιαφέρον του πατέρα του και δεν θέλει να τον δει. Παρ’ όλο τον πόνο που του προκαλεί η στάση του γιου του, ο Ντέηβ προσπαθεί να μπει στη θέση του και να τον καταλάβει.

Ο Ωρολογοποιός του Έβερτον είναι ένα από τα πιο συγκινητικά μυθιστορήματα για την αδιέξοδη σχέση πατέρα και γιου.

Ο T. S. ELIOT πηγαίνει σε μία δεξίωση στο Λονδίνο, όπου ο Άγγλος εκδότης παρουσίαζε τον Σιμενόν. Όντας σε θέση να απαγγείλει από μνήμης αποσπάσματα από μια ανθολογία με περιπέτειες του Σέρλοκ Χόλμς, αυτός ο γαλλόφιλος ποιητής, που βραβεύτηκε το 1948 με το Νόμπελ λογοτεχνίας, μπορούσε να συζητάει επί ατελείωτες ώρες με φίλους συγκρίνοντας την αξία του Τσάντλερ και του Σιμενόν. Λίγο αργότερα θα του εκφράσει αυτοπροσώπως τον ενθουσιασμό του για τον Ωρολογοποιό του Έβερτον, κυρίως για τον προσωπικό τρόπο με τον οποίο ο Σιμενόν επανέρχεται σε ένα από τα βασικά του θέματα, με σκοπό να το επεξεργαστεί από διαφορετική σκοπιά, μέσα από εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους πρόσωπα.

Στον Ωρολογοποιό του Έβερτον, όταν ο Μπεν Γκάλλοουεϋ εξαντλείται από τις σκέψεις, συγκρίνει τα «μικρά γρανάζια» του εγκεφάλου του με το μηχανισμό του ρολογιού.

Ο Ζωρζ Σιμενόν, όταν ξεκινούσε ένα βιβλίο, δυσκολευόταν να το περιγράψει: «Είναι κάτι σχετικό με το θέμα του πατέρα και του γιου, δύο γενεών, ο άντρας που εισέρχεται στη ζωή και ο άντρας που αποσύρεται. Δεν πρόκειται ακριβώς για αυτό, αλλά δεν το διακρίνω ακόμα καθαρά για να μιλήσω από τώρα», λέει σχετικά με τον Ωρολογοποιό του Έβερτον.

Γυρίστηκε σε ταινία το 1974 από τον Bertrand Tavernier, με τον Philippe Noiret και τον Jean Rochefort στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το βιβλίο, με τη μινιμαλιστική πλοκή του, είναι δύσκολο να διασκευαστεί για άλλο μέσο, αλλά ο Φιλίπ Νουαρέ αποδίδει όπως πάντα εξαιρετικά τον εσωτερικό κόσμο του χαρακτήρα που υποδύεται, καθώς έρχεται αντιμέτωπος με τη συμπεριφορά του γιου του. Η ταινία κέρδισε το βραβείο Louis Delluc.

Ζωρζ Σιμενόν:

Ο Ζωρζ Σιμενόν, γεννημένος το 1903 στη Λιέγη του Βελγίου, έκανε τα πρώτα επαγγελματικά του βήματα ως ρεπόρτερ σε εφημερίδες και ως συγγραφέας, με ψευδώνυμο, λαϊκών μυθιστορημάτων. Το 1931, γράφοντας για πρώτη φορά με το όνομά του, δημοσίευσε τον Πιέτρ τον Λετονό, με τον οποίο παρουσίασε στους αναγνώστες τον ατάραχο Παριζιάνο αστυνομικό επιθεωρητή Ζυλ Μαιγκρέ, έναν χαρακτήρα που επί τέσσερις δεκαετίες τον αναβίωνε στα μυθιστορήματα και στα διηγήματα που έγραφε, ενώ με το ευρύτερο έργο του εδραίωνε τη φήμη του ως ενός από τους σημαντικούς συγγραφείς του αιώνα. Παράλληλα, έγραψε πλήθος εξαιρετικών μυθιστορημάτων χωρίς τον Μαιγκρέ, που τα ονόμαζε «romans durs», «σκληρά μυθιστορήματα», στα οποία απέδιδε μεγάλη σημασία στην ψυχολογία και την περιγραφή της κοινωνίας. Ατρόμητος ταξιδιώτης, με βαθύ ενδιαφέρον για τους ανθρώπους, ο Σιμενόν προσπαθούσε εντός και εκτός σελίδας να κατανοήσει –και όχι να κρίνει– την ανθρώπινη κατάσταση σε όλες τις αποχρώσεις της. Τα βιβλία του είναι από τα πιο πολυδιαβασμένα στον παγκόσμιο κανόνα.