Ο Οσάμου Νταζάι στο μυθιστόρημα «Δεν Ήμουν πια Άνθρωπος» έρχεται αντιμέτωπος με την τραγική μοίρα του

Ο σύγχρονος άνθρωπος των σκληρών αδιεξόδων ζει μέσα από τον ίδιο τον Οσάμου Νταζάι, ο οποίος και μας συστήνεται μέσα σε όλο του το δραματικό μεγαλείο.

Είναι βιβλία όπως αυτό εδώ που μόλις αναγνώστηκε, που περνάνε μέσα στο εσωτερικό πλέγμα μας σαν ρεύμα που αναστατώνει τα πάντα και τα καλώδια της ψυχής μας δέχονται ένας είδος σεισμού. Η ιαπωνική σχολή λογοτεχνίας έτσι όπως την γνωρίζουμε μέσα από σπουδαίους λογοτέχνες όπως τον Καβαμπάτα, τον Έντο, τον Μισίμα και τόσους άλλους αποτελεί ένα είδος από μόνη της, μια σχολή που με την γραφή να μπορεί να διεισδύει μέσα μας με έντονο και αιχμηρό ύφος εμπεριέχει μια αμεσότητα που σαγηνεύει. Ο Οσάμου είναι μια περίπτωση λογοτέχνη που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για τη μοναδικότητά του. Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό με τον δυτικό τρόπο σκέψης αν και πολλοί έχουν επηρεαστεί από αυτόν λόγω της επαφής τους με τον καθολικισμό και την δυτικότροπη επιρροή. 

Ένα δράμα σε εξέλιξη, ένα έργο του οποίου το τέλος μοιάζει να έχει ήδη καθοριστεί

Ο Οσάμου, με το τραγικό του τέλος που θυμίζει αρχαία ελληνική τραγωδία αλλά και καφκικό διήγημα σαν την Μεταμόρφωση, ξεδιπλώνει τη δική του γραφή και τα δικά του προσωπικά βιώματα, μας ταρακουνά συθέμελα και αφηγείται τη δική του αυτοβιογραφία καθώς το μυθιστόρημα αυτό είναι ο καθρέφτης της δικής του ζωής. Ο τίτλος μας προϊδεάζει κατά κάποιον τρόπο για το περιεχόμενο, ωστόσο μόνο με την ανάγνωση μπορούμε να αισθανθούμε τον παλμό της αγωνίας που βιώνει ο πρωταγωνιστής του, άρα ο ίδιος. Σε μια κατάσταση πολιορκίας μέσα στην οποία βρίσκεται, το μέλλον του μοιάζει δυσοίωνο και αβέβαιο. Ξετυλίγει το κουβάρι της ύπαρξής του, της παιδικής του ηλικίας, της ψυχολογικής του κατάστασης και μας προσφέρει το σώμα και το πνεύμα του σαν να ζητάει βοήθεια. 

Βυθισμένος στις ενδόμυχες σκέψεις του και παλεύοντας με την ίδια του την σκιά σαν άλλος Γκόγια, ουσιαστικά βιώνει τον εαυτό του ως φάντασμα που απλά κινείται στο μετέωρο βήμα ενός πελαργού. Πρόκειται για έναν άνθρωπο βαθιά πληγωμένο, του οποίου το μέλλον μοιάζει αρνητικά προδιαγεγραμμένο και εδώ υπεισέρχεται το προσωπικό δράμα του συγγραφέα και η δική του αυτοκτονία. Αυτά τα σημειωματάρια εξάλλου μοιάζουν με τον προθάλαμο του νοσοκομείου στο οποίο εισάγεται για να επουλώσει τις πληγές του και εκεί στην ψυχιατρική κλινική όπου ελπίζει να θεραπεύσει τα τραύματά του. Τα τραύματα αυτά είναι απόρροια της πολύ τοξικής σχέσης του με τον πατέρα του, έναν πατέρα που δεν απέχει πολύ από εκείνον που περιγράφει ο Κάφκα στην Μεταμόρφωση, έναν πατέρα αυστηρό και σχεδόν αυταρχικό, έναν πατέρα που καταπιέζει και δεν κατανοεί.

Οι μαρτυρίες του συγκλονίζουν καθώς βουτά μέσα στην θλίψη που τον κυνηγά σαν αγρίμι στο δάσος και από την οποία αδυνατεί να ξεφύγει. Ο λόγος του είναι βαθιά επώδυνος για τον ίδιο και όμως έχει το κουράγιο να μας αποκαλύψει τα βάσανά του σαν να έχει καθίσει για λίγο στο ντιβάνι της συνεδρίας και λίγο πριν αφήσει για πάντα αυτόν τον μάταιο κόσμο με την οδύνη να τον κατατρέχει. «Σ’ έναν άνθρωπο σαν εμένα, πού παρουσιάζομαι μ’ αυτή την αποκρουστική δειλία, πού προσπαθώ πάντα να διαβάσω την έκφραση στο πρόσωπο των ανθρώπων, πού η ικανότητα να πιστεύω στους ανθρώπους είχε γίνει από παλιά θρύψαλα, τα αθώα αισθήματα εμπιστοσύνης που είχε η Γιόσικο φάνταζαν τόσο πεντακάθαρα, σαν τα νερά ενός καταρράχτη ανάμεσα σε πράσινα φυλλώματα».

Αυτά τα λόγια του, οι εκμυστηρεύσεις του αυτές βαθιά ριζωμένες μέσα στο είναι του μαρτυρούν και αποκαλύπτουν την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του, το ταραγμένο ψυχικό του σύστημα που είναι και αυτό θρύψαλα όπως περιγράφει πάνω την σχέση του με τους ανθρώπους. Τι και αν περιτριγυρίζεται από τον Χοκίρι, έναν φίλο που τον καταλαβαίνει εν μέρει, τι και αν ερωτεύεται την Γιοσίκο, είναι μόνος με τον εαυτό του σαν εκείνοι, όχι άδικα, τον οδηγούν στην ψυχιατρική κλινική και αποχωρούν. Εκεί, σαν ένας άλλος Βαν Γκογκ, θα πορευτεί πια μόνος αγκαλιά με τους συλλογισμούς του και την μοναξιά του που τον καταβαραθρώνει και τον κατακρημνίζει στα τάρταρα της κλονισμένης ψυχικής του ανυπαρξίας.

Η γραφή του Οσάμου σπάει κάθε παγόβουνο μέσα μας και η κόλασή του διαμοιράζεται στο πλήθος και σαν αυτή η θερμότητα αγγίζει και εμάς δεν μπορούμε παρά να συναισθανθούμε την τραγικότητα της μοίρας του. Ο ίδιος ο συγγραφέας καταραμένος σαν άλλος Ρεμπώ πρόλαβε να μας δώσει το στίγμα της αδυναμίας του να αντιμετωπίσει το φάσμα της κατάθλιψής του, της αδυναμίας να προσπεράσει το πρόβλημα της επικοινωνίας με μια κοινωνία ξένη προς εκείνον και σαν ξερόκλαδο στον άνεμο να αποχωρήσει ήσυχος. Μετέωρος, ξένος ο ίδιος και αταίριαστος σε μια κοινωνία όπου δεν έχει θέση η δική του ύπαρξη χτίζει την αποχώρηση αυτή με ένα μυθιστόρημα κόλαφο για εκείνους που ζητούν αλλά δεν βρίσκουν, για εκείνους που ήδη από νωρίς απόστρατοι πια έχουν στην φαρέτρα τους το τελευταίο εργαλείο λύτρωσης. Η μετάφραση από τα ιαπωνικά από τον Στέλιο Παπαλεξανδρόπουλο και η εισαγωγή του βιβλίου που παρέχει τόσες χρήσιμες πληροφορίες δημιουργούν μια έκδοση άρτια και άξια λόγου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο:

“Αν τύχει, περπατώντας στο δρόμο, να δω το πρόσωπο κάποιου που μου είναι έστω και ελάχιστα γνωστός, ή ακόμη και κάποιο που να του μοιάζει, αμέσως με καταλαμβάνει ένας δυσάρεστος τρόμος, που μου προκαλεί μέχρι και ίλιγγο”

“Έστω κι αν ήξερα ότι σε κάποιους αρέσω, φαίνεται ότι σ’ εμένα έλειπε η ικανότητα ν’ αγαπώ”

Διαβάστε επίσης:

Δεν ήμουν πια άνθρωπος: Ένα βιβλίο του μεταπολεμικού Ιάπωνα συγγραφέα, Οσάμου Νταζάι

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ