Ο Ούλριχ Ράσε βρέθηκε στην Αθήνα για μια ανοιχτή συζήτηση με κοινό και δημοσιογράφους

Πραγματοποιήθηκε εχθές η ανοιχτή συζήτηση με τον Ούλριχ Ράσε στο Ινστιτούτο Γκαίτε Αθηνών.

Εν μέσω προβών και σκληρής προετοιμασίας για την πολυαναμενόμενη κάθοδο του αισχύλειου Αγαμέμνονα στην Επίδαυρο υπό τις οδηγίες του Ούλριχ Ράσε (22-23 Ιουλίου), ο πρωτοπόρος Γερμανός σκηνοθέτης βρέθηκε το μεσημέρι της Δευτέρας, 20 Ιουνίου στην Αθήνα, για μια ανοιχτή συζήτηση με κοινό και δημοσιογράφους, προσκεκλημένος της Καλλιτεχνικής Διευθύντριας του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, Κατερίνας Ευαγγελάτου, και της Διευθύντριας Πολιτιστικών Προγραμμάτων του Goethe-Institut Αthen, Dr Stefanie Peter.

Ξεκινώντας με έναν σύντομο χαιρετισμό από την κα Peter, η οποία μίλησε για τη σύμπραξη του Goethe-Institut Αthen με το Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, με αφορμή και την επέτειο των 70 χρόνων παρουσίας του Ινστιτούτου στην Αθήνα, ακολούθησε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία μεταξύ της Κατερίνας Ευαγγελάτου και του Ούλριχ Ράσε για το θέατρο, για τη σχέση του με το αρχαίο δράμα και εν προκειμένω με τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, αλλά και για τη μοναδική σκηνική του γλώσσα, τη μουσική, το χορό, τους ηθοποιούς του.

Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που ο καταξιωμένος και περιζήτητος Γερμανός σκηνοθέτης αναμετριέται με το αρχαίο δράμα. Έχει προηγηθεί η παρουσίαση σε μεγάλα ευρωπαϊκά θέατρα παραστάσεων, όπως οι Επτά επί Θήβας/Αντιγόνη (2017), οι Πέρσες (2018), Βάκχες/Ηλέκτρα (2019), Οιδίποδας (2020). Έρχεται, λοιπόν, φέτος η Επίδαυρος και η μοναδική ευκαιρία για το ελληνικό κοινό να παρακολουθήσει σε παγκόσμια πρεμιέρα τη δική του εκδοχή για τον Αγαμέμνονα: με το μοναδικό καλλιτεχνικό του στυλ, με χρήση ειδικής περιστρεφόμενης σκηνής και τους έμπειρους ηθοποιούς του να επιδίδονται σε μια απολύτως καλοκουρδισμένη χορογραφία-ερμηνεία υπό τους ήχους ζωντανής μουσικής.

Ο χορός ήταν, άλλωστε, το έναυσμα εκείνο που ώθησε τον Ράσε να ασχοληθεί με τις παραστατικές τέχνες και δια του χορού, εισήλθε στον κόσμο του θεάτρου, όπως αποκάλυψε ο ίδιος στη διάρκεια της συζήτησης. Γεννημένος στο Μπόχουμ της Γερμανίας και με σπουδές στην ιστορία της τέχνης και στη συγκριτική λογοτεχνία, ο Ράσε δηλώνει πως μέχρι να φύγει από τη γενέτειρά του είδε πολύ θέατρο –το περίφημο Schauspielhaus Bochum, άλλωστε, είχε πάντοτε σπουδαίους καλλιτεχνικούς διευθυντές, με σημερινό σημειωτέον τον Ολλανδό Γιόχαν Σίμονς που επίσης θα δούμε στην Επίδαυρο με την Άλκηστη (1-2/7), ενώ από την ευρύτερη γερμανική γειτονιά και συγκεκριμένα από το Βούπερταλ καταγόταν η εμβληματική χορεύτρια και χορογράφος Πίνα Μπάους που επίσης τον επηρέασε βαθιά, πριν βρει τον δρόμο του –νέος ακόμα– για το Βερολίνο και το θέατρο.

Η κίνηση ήταν και είναι, λοιπόν, η κινητήρια δύναμη για τον Ούλριχ Ράσε• ο ρυθμός, η μουσική, ο χορός. Και όλα αυτά δεν θα μπορούσαν παρά να συγκλίνουν στο αρχαίο δράμα και ακόμα πιο πολύ στον αρχαίο ελληνικό Χορό. Όσο για τη δική του, ασυνήθιστη και εντυπωσιακή σκηνική γλώσσα, με τις περιστρεφόμενες σκηνές –και το «μηχανικό θέατρο», που φαίνεται πως υπηρετεί– ο ίδιος δήλωσε ότι όλα ξεκίνησαν από το γεγονός ότι αυτό που από την αρχή τον ενδιέφερε είναι το πώς θα μπορούσαν οι ηθοποιοί του να λειτουργούν και σαν χορευτές.

Περνώντας στον Αγαμέμνονα, ο οποίος συνιστά το πρώτο μέρος της αισχύλειας τριλογίας, ο Ράσε δήλωσε καταρχήν τη μεγάλη του αγάπη στον συγκεκριμένο αρχαίο ποιητή, επισημαίνοντας ότι αρχαία κείμενα σαν και αυτό, παρόλο που είναι γραμμένα δυόμισι και πλέον χιλιάδες χρόνια πριν δεν χρειάζονται επικαιροποίηση. Είναι επίκαιρα.

Ο Αγαμέμνονας, όπως τον διαβάζει σήμερα ο Ράσε από τη συναρπαστική γερμανική μετάφραση του Walter Jens, δεν επικεντρώνεται τόσο στον αέναο κύκλο της βίας και την εκδίκηση, αλλά στις συνέπειες του πολέμου, είτε μιλάμε για τους νικημένους είτε –στην περίπτωση του συγκεκριμένου έργου– για τους νικητές.

Πώς βιώνει μια κοινωνία την επιστροφή των νικητών όταν οι μισοί άνδρες έχουν πεθάνει;

Πώς βιώνει ο κόσμος μας σήμερα την απώλεια τόσων και τόσων ζωών στην Ουκρανία, στον πόλεμο του σήμερα;

Ποιος ο ρόλος των γυναικών που έμειναν πίσω;

Κάτω από ποιο φεμινιστικό ή άλλο πρίσμα –στον αιώνιο αγώνα απέναντι στην πατριαρχία– διαβάζουμε το έργο σήμερα;

Στην ανάγνωση του Ράσε ο Αγαμέμνονας επιστρέφει από την Τροία καταρρακωμένος και όχι ήρωας. Η Κασσάνδρα που φέρνει μαζί του, λάφυρο από τον πόλεμο, αναγνωρίζει την κατάρα και καθιστά σαφές ότι ο δρόμος που βαδίζουν δεν είναι σωστός. Η δε Κλυταιμνήστρα δεν αποσαφηνίζεται ποτέ αν είναι καλή ή κακή. Αν είναι μια μάνα που πενθεί τον χαμό της κόρης της ή μια τακτικίστρια που συνεχίζει τον κύκλο της βίας. Ο Αισχύλος –κατά τον Ράσε– μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε κάθε χαρακτήρα σε βάθος και σε μια σκληρή εποχή όπως η δική μας να έρθουμε για άλλη μια φορά αντιμέτωποι/ες με τις συνέπειες του πολέμου. Αυτό έχουμε πάλι σήμερα (όπως και τότε) να διαπραγματευτούμε.

Και αυτό θα επιχειρήσει να κάνει ο Ράσε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε μια περιστρεφόμενη σκηνή, που θα λειτουργεί σαν ρολόι, με τέσσερις μουσικούς με κρουστά (αρχαϊκά όργανα «που βγάζουν ωμό ήχο», όπως είπε χαρακτηριστικά) να δίνουν τον ρυθμό και τους ηθοποιούς του να συνδυάζουν κάθε τους βήμα με τη μουσική και τον λόγο.

Κι αντί για άνδρες, γυρίζουν πίσω όπλα και στάχτες – υδρίες νεκρικές.

Λίγα λόγια για το έργο:

Ο Αγαμέμνονας του Αισχύλου είναι το πρώτο έργο της «Ορέστειας» (458 π.Χ.), της μοναδικής σωζόμενης αρχαίας τριλογίας, όπου περιγράφεται η επάνοδος του βασιλιά στην πατρίδα του, η υποδοχή και ο φόνος του, καθώς και ο φόνος της Κασσάνδρας την οποία είχε φέρει μαζί του ως «λεία του πολέμου» από την Τροία. Το έργο ολοκληρώνεται με την ικανοποίηση της Κλυταιμνήστρας για το γεγονός ότι σκότωσε εκείνον που είχε θυσιάσει την κόρη της Ιφιγένεια. Ο Χορός όμως αφήνει να εννοηθεί ότι τίποτα δεν μένει ατιμώρητο, δίνοντας τη «σκυτάλη» στον Ορέστη για να αποκαταστήσει την δικαιοσύνη.

Ένας αιώνιος κύκλος εκδίκησης και ανταπόδοσης. Κάθε σταγόνα αίματος που χύνεται πρέπει να εξιλεώνεται με νέο αίμα. Ο καθένας πιστεύει ότι το δίκιο και η θέληση των θεών είναι με το μέρος του και διαπράττει νέα λάθη. Κάπως έτσι, ο Αγαμέμνονας επιστρέφει στην πατρίδα του, μετά από δέκα χρόνια πολέμου κατά της Τροίας, ως θριαμβευτής ήρωας. Εδώ όμως τον περιμένει το μίσος της γυναίκας του Κλυταιμνήστρας και η επιθυμία της για εκδίκηση. Στον Αισχύλο η σύγκρουση μεταξύ Αγαμέμνονα και Κλυταιμνήστρας είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια διαμάχη μεταξύ συζύγων• είναι μια σύγκρουση για την εξουσία• μια μάχη της μητριαρχίας απέναντι στην πατριαρχία.

Έχει γράψει ο ίδιος σκηνοθέτης για το έργο: «Πριν από χιλιάδες χρόνια, ο Τάνταλος εξαπάτησε τους θεούς, ετοιμάζοντας ένα αποτρόπαιο γεύμα, με αποτέλεσμα να καταραστούν την οικογένειά του. Σε κάθε γενιά που ακολούθησε, οι απόγονοι του Τάνταλου δολοφονούνταν από τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς τους. Με εκδίκηση και μίσος, οι θεοί έθεσαν σε κίνηση ένα ασταμάτητο ντόμινο δολοφονιών που μόνο ο Ορέστης θα μπορούσε να τερματίσει. Έχοντας απολέσει σήμερα την πίστη στους θεούς, εξακολουθούμε να βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν ασταμάτητο κύκλο βίας και ατελείωτων πολέμων. Μπορεί η “Ορέστεια” του Αισχύλου να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τους ορατούς και αόρατους μηχανισμούς της εξουσίας; Και τι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτήν για να σταματήσουμε τους φόνους»;

Photo Credit: Thomas Daskalakis, NDP PHOTO AGENCY

Διαβάστε επίσης:

Αγαμέμνων, του Αισχύλου σε σκηνοθεσία Ούλριχ Ράσε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ