Ο Πελεκάνος, το αυτοβιογραφικό έργο του Όγκουστ Στρίντμπεργκ, παρουσιάζεται για δεύτερη σεζόν στο Bios από τις 17 Οκτωβρίου και μόνο για 10 παραστάσεις.
Μετάφραση: Έρι Κύργια
Σκηνοθεσία: Σύλβια Λιούλιου
Σκηνικά / Κοστούμια: Άγγελος Μέντης
Μουσική: Δημοσθένης Γρίβας
Φωτισμοί: Εβίνα Βασιλακοπούλου
Video: Χρήστος Δήμας
Φωτογραφίες: Μαριλένα Βαϊνανίδη
Παίζουν: Λαέρτης Βασιλείου, Μιλτιάδης Φιορέντζης
Σημείωμα σκηνοθέτη:
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Και τι ξέρεις εσύ για τα δική μου παιδική ηλικία;
Διανοείσαι σε τι παλιόσπιτο μεγάλωσα, τι αθλιότητες έμαθα εκεί;
Είναι κληρονομιά άνωθεν, από ποιον; Από τους πρωτόπλαστους,
έτσι λένε τα παιδικά βιβλία, κι έτσι πρέπει να είναι…
Μην κατηγορείς εμένα λοιπόν, κι εγώ δεν θα κατηγορήσω
τους γονείς μου, που θα μπορούσαν να κατηγορήσουν
τους δικούς τους, και πάει λέγοντας!
Εξάλλου σε όλες τις οικογένειες τα ίδια συμβαίνουν,
μόνο που απέξω δεν τα βλέπουμε…»
Ο ΠΕΛΕΚΑΝΟΣ γράφτηκε στα 1907. Πρόκειται για το Opus 4 από τα Έργα Δωματίου που ο August Strindberg έγραψε όταν βρέθηκε στα πρόθυρα της τρέλας έπειτα από το τρίτο οδυνηρό του διαζύγιο. Στο έργο αυτό ο σκανδιναβός συγγραφέας κωδικοποιεί αυτοβιογραφικά μυστικά κι επαναφέρει θέματα που απασχόλησαν την τρίτη κυρίως περίοδο της δραματουργίας του: τον θάνατο, τον έρωτα, τη σεξουαλικότητα, τη ζοφερότητα και την βιαιότητα των οικογενειακών σχέσεων.
Μετά τον θάνατο του πατέρα, μέσα σε ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας, σε μια στιγμή αποκάλυψης, οι χαρακτήρες (μάνα, κόρη, γιος, γαμπρός, υπηρέτρια) βρίσκονται αντιμέτωποι με την αλήθεια για τον εαυτό τους και τους άλλους. Αμαρτίες, εγκλήματα, μυστικά και ψέμματα έρχονται στην επιφάνεια για να αφήσουν τα πρόσωπα γυμνά κι απελπισμένα.
Άξονα της παράστασης αποτελεί η προσωπικότητα του συγγραφέα, όπως αυτή διαφαίνεται μέσα από το ίδιο το έργο αλλά και την αλληλογραφία του.
Δύο άνδρες ηθοποιοί ερευνούν θεατρικά τις ισορροπίες των οικογενειακών σχέσεων ενώ παράλληλα παίζουν με τις υποκριτικές ισορροπίες. Μακριά από τις δεσμεύσεις και τις επιταγές του φύλου εναλλάσσονται σε όλους τους ρόλους καθώς βυθίζονται στον πυρήνα των σχέσεων και εφευρίσκουν αναπαραστατικούς τρόπους προκειμένου να αποκαλύψουν τα κωδικοποιημένα μυστικά του κειμένου και τις προθέσεις των ηρώων.
Πρόκειται για μια gender blind παράσταση που βάζει στο κέντρο τη συγκρουσιακή φύση (ή αλλιώς το γιατί και το πάντα) των ανθρωπίνων σχέσεων καθώς επιχειρεί να φωτίσει τις σκέψεις, τις μνήμες και τις εξάρσεις των προσώπων του έργου αλλά και του ίδιου του συγγραφέα.
Την ευθύγραμμη, προδιαγεγραμμένη πορεία -μέσα από την κόλαση του οικογενειακού βίου- προς την πτώση (την ενηλικίωση ή την διαπαντός απώλεια της αθωότητας) και την ελπίδα πως «κάτι καλύτερο έρχεται μετά» αποτυπώνει η λιτή φόρμα της παράστασης στοχεύοντας στη διέγερση των σκέψεων και των αισθήσεων.