Ο Πολ Όστερ στον «Μπαουμγκάρτνερ» εξιστορεί τη ζωή και τον έρωτα που αντέχουν

Με όχημα τις αναμνήσεις και τον χρόνο που όλα τα γιατρεύει ο Πολ Όστερ μιλάει ανοιχτά για την απώλεια, την νοσταλγία, τη μνήμη και τελικά τον ίδιο τον άνθρωπο που παλεύει να μην ξεχάσει.

Μπορεί φέτος τον Απρίλιο να έφυγε από κοντά μας ο πολυδιαβασμένος και εξαιρετικά σπουδαίος Πολ Όστερ γεμίζοντας μας θλίψη, όμως το πολύπλευρο και πολυδιάστατο έργο του θα μας συντροφεύει για πάντα και θα επιστρέφουμε πάντα στα βιβλία του επιβεβαιώνοντας και επισφραγίζοντας την ρήση του Ίταλο Καλβίνο που έγραφε πως κλασικό είναι ένα βιβλίο που ποτέ δεν έχει ολοκληρώσει αυτά που έχει να πει. Τα βιβλία του Πολ Όστερ τόσο τα μυθιστορήματα, όπως και τα πιο δοκιμιακά, έχουν την σφραγίδα ενός στοχαστή που μέσα από τα γραπτά του μιλά για τον άνθρωπο και τη ζωή, η γραφή του δεν θα παύει να μας συγκινεί γιατί είναι άμεση και τόσο αληθινή, αντλεί στοιχεία από την ψυχή του και το μυαλό του. Ο Πολ Όστερ ανήκει πια στο πάνθεον της λογοτεχνικής ιστορίας με τα πολλά βιβλία που έχει στην φαρέτρα του, το τελευταίο του με τίτλο Μπάουμγκαρτνερ είναι το επιστέγασμα μιας πορείας με έργα σταθμούς που αξίζει να διαβαστούν.

Ξετυλίγοντας την ιστορία μιας ολόκληρης ζωής γεμάτη με αναμνήσεις

«Όταν περνάμε τη νύχτα μαζί στο σπίτι μου, το πρωί φεύγεις κι εγώ απομένω έρημος ανάμεσα σε όλα εκείνα τα άδεια δωμάτια, ευχόμενος να ήσουν ακόμα εκεί μαζί μου, και, όταν περνάμε τη νύχτα εδώ, εγώ είμαι εκείνος που πρέπει να φύγει το πρωί και να επιστρέψει σ’ εκείνο το άδειο, στοιχειωμένο σπίτι. Η μοναξιά σκοτώνει, Τζούντιθ, και κομμάτι κομμάτι σε κατατρώει, ώσπου τελικά σε καταβροχθίζει ολόκληρο» αφηγείται ο Μπάουμγκαρτνερ ατενίζοντας μια ζωή γεμάτη γεγονότα και στιγμές, με αναμνήσεις και νοσταλγία για ένα παρελθόν που πέρασε ανεπιστρεπτί αλλά αυτές οι μνήμες χαράζουν το μυαλό του γιατί τον ακολουθούν στο τώρα, σε ένα παρόν που τον στοιχειώνει και του ξυπνάει όλα αυτά που μοιράστηκε με την αγαπημένη του Άννα. Είναι ένας ηλικιωμένος κύριος, μόνος πια και πολλές φορές νιώθει χαμένος και πελαγωμένος σε ένα αιώνιο παρόν δίχως μέλλον, η γνωριμία του με την Τζούντιθ δεν είναι ικανή να σβήσει όλα αυτά που έχει αφήσει πίσω του.

Ο Πολ Όστερ δεν σταματά να αναφέρεται μέσω του ήρωά του στο θέμα της μοναξιάς, του συναισθήματος εκείνου που σε ταρακουνάει συθέμελα ύστερα από μια οδυνηρή απώλεια, ο πρωταγωνιστής κύριος Μπάουμγκαρτνερ πορεύεται σε μια ζωή που πηγαίνει πίσω και αναπολεί, θυμάται, ονειρεύεται ένα παρόν γεμάτο με παλιές στιγμές. Χρειάζεται πολλές φορές τη βοήθεια ανθρώπων για να συνεχίσει να ζει, όπως εκείνου του υπαλλήλου που τον φρόντισε όταν έπεσε κάτω και τον επισκέφτηκε ξανά και ξανά χωρίς να ζητήσει κάτι και χωρίς να έχει την οποιαδήποτε υποχρέωση μόνο και μόνο από ανθρωπιά, μια ανθρωπιά που μοιάζει χαμένη πια. Ο Μπάουγκαρτνερ μοιάζει με τον άλλο εαυτό του ίδιου του συγγραφέα μέσα από ένα μυθιστόρημα που αποτέλεσε το κύκνειο άσμα, την φωνή ενός ανθρώπου που μετράει τη ζωή του και τα πεπραγμένα του νιώθοντας πως βρίσκεται στο άκρο του βράχου και ατενίζει το απέραντο πέλαγος.

Ο χρόνος μας πηγαίνει πίσω στη δεκαετία του ’60, τότε που όλα θύμιζαν κινητή γιορτή όπως θα έλεγε και ο Χέμινγουεϊ και ας ήταν ο Σάι και η Άννα άφραγκοι και ας δυσκολεύονταν να τα βγάλουν πέρα, ήταν όμως μαζί και αγαπημένοι σε έναν κόσμο που ανοιγόταν μπροστά τους, σε ένα παρόν που είχε μέλλον και για τους δύο και έκαναν μαζί τα σχέδιά τους για αυτό το μέλλον. Η αφήγηση του Όστερ έχει κάτι το θεατρικό και το κινηματογραφικό, εμείς ως αναγνώστες παρακολουθούμε τον Σάι και την Άννα σαν να έχουμε μεταφερθεί μπροστά από μια απέραντη οθόνη και εκείνοι παίζουν ενώπιόν μας ενώ ερωτεύονται σφόδρα με τα σώματά τους να μιλάνε και τα στόματά τους να τα λένε όλα με τη σιωπή τους. Ο ένας νοιάζεται για τον άλλον και ο ένας προσέχει τον άλλον. «Κοίτα να αποφύγεις τις λάθος στροφές, φυλάξου από τις λακκούβες και τα περασμένα αντικείμενα που υπάρχουν σκόρπια στον δρόμο και ποτέ, υπό υποιεσδήποτε συνθήκες, μην πάρεις ένα παρορμητικό ρίσκο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε σύγκρουση με ένα άλλο αυτοκίνητο. Εξάλλου, τα τρακαρίσματα ενδέχεται να αποβούν μοιραία, κι άπαξ και πεθάνεις, παραμένεις πεθαμένος εις το διηνεκές».

Ο Πολ Όστερ έχει αυτόν τον νοσταλγικό λόγο, αυτήν την ικανότητα να αφηγείται μια απλή ιστορία που όμως την ντύνει με τόση ουσία και τόση σκέψη να κρύβεται από πίσω. Ο Μπάουμγκαρτνερ δεν είναι άλλη μια ιστορία που μας αφηγείται, είναι ένα οδοιπορικό σε μια ζωή δική του μέσα από το πρίσμα των χρόνων που έμειναν πίσω, είναι ένα μωσαϊκό εμπειριών που καταγράφεται. Ουσιαστικά, μας βοηθάει να πάμε πίσω και εμείς στις ζωές μας και να διαπιστώσουμε τι είναι αυτό που τελικά μετράει να θυμόμαστε, επαναφέροντας έτσι στις μνήμες μας και κρατώντας ζωντανούς σε αυτές ανθρώπους που είχαν σημασία για εμάς αλλά που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας. Μιλώντας για την Άννα μπορεί και λυτρώνεται ο ίδιος ο Σάι, μπορεί και ζει το παρόν με την Τζούντιθ, μπορεί και υπάρχει σε ένα παρόν που είναι επίπονο αλλά που αξίζει να το ζει για να μην σβηστούν όλες οι στιγμές των ονείρων του. Ο ήρωας του Όστερ είναι γεμάτος συναισθήματα, πλημμυρισμένος από αυτά και τα νερά της πλημμύρας αυτής βρέχουν εμάς τους θαυμαστές του έργου αυτού του μεγάλου συγγραφέα που δεν θέλουμε κανέναν ήλιο να μας στεγνώσει γιατί ζούμε μαζί του τη ζωή και τις ζωές μας, να το κέρδος της ανάγνωσης ενός τέτοιου υπέροχου βιβλίου.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Μπαουμγκάρτνερ»

«Οι μέρες και οι μήνες τον προσπερνούν πιο γρήγορα από ποτέ τώρα πια και ο χρόνος, όσος του απομένει, θα κυλήσει σαν νερό. Τι τρομερό θα ήταν να τα κακαρώσει δεμένος στον ακαδημαϊκό ζυγό, σκυμμένος πάνω από το γραφείο του γράφοντας σχόλια στα περιθώρια άλλης μίας φοιτητικής εργασίας»

Διαβάστε επίσης:

Πολ Όστερ – Μπαουμγκάρτνερ: Το κύκνειο άσμα ενός μεγάλου λογοτέχνη

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ