«Αποδεικνύεται αληθινό: ο μητροφάγος ξαναγεννιέται με το νερό που πέφτει από ένα σταγονόμετρο πάνω στη μαύρη σκόνη. Ως προς το πάχος μοιάζει με κάκτο. Οι κάμπιες εμφανίζονται με καθυστέρηση οκτώ εβδομάδων ͘ τη δέκατη φτάνουν στη μέγιστη συγκέντρωση ανά κυβικό χιλιοστό». Ο συγγραφέας αποφασίζει στο τέλος της αφήγησής του να μας επεξηγήσει τον όρο μητροφάγο, καθώς ξεκινώντας το εκκεντρικό αλλά τόσο αιχμηρό αυτό μυθιστόρημα ο αναγνώστης αναζητά τα πατήματά του. Με διαδρομές που αγγίζουν το μεταφυσικό και το δυστοπικό, ο συγγραφέας μας παρασέρνει σε μονοπάτια προσέγγισης μιας καθόλου ευχάριστης πραγματικότητας την οποία και περιγράφει. Ο τόπος και ο χώρος όπου εκτυλίσσεται το μυθιστόρημα είναι ένα τοπίο πειραμάτων της ανθρώπινης φύσης, ένας χώρος όπου οι ασθενείς βιώνουν το τελευταίο στάδιο της ζωής τους.
Σε έναν κόσμο ανατροπών η επιστήμη και ο άνθρωπος δεν διάγουν πάντα βίους παράλληλους
Σε μια εποχή όπου όλα μοιάζουν έρμαια της τεχνολογίας, μιας και ο συγγραφέας επανέρχεται σε δεύτερη φάση και στο σήμερα, ο κόσμος σαρώνεται από την θέαση κάθε πιθανής επίδειξης προσωπικής εμπειρίας. Ήδη όμως από το 1907, περίοδος κατά την οποία εκτυλίσσεται η αρχή της ιστορίας ο συγγραφέας μεταφέρει τη μηχανή του χρόνου σε ένα σανατόριο όπου ασθενείς με καρκίνο παλεύουν να βρουν στιγμές γαλήνης και όμως είναι άλλο το μέλλον που τους προδιαγράφεται. Σαν να βρισκόμαστε σε πίνακα του Ότο Ντιξ ή του Γκέοργκ Γκρος, ζωγράφοι της ίδιας εποχής με την αφήγηση, ο αφηγητής μας εντάσσει στον χώρο εκείνο όπου διεξάγονται πειραματικές διαδικασίες και όπου επιλέγονται ασθενείς για να χρησιμοποιηθούν για το καλό της επιστήμης και να σώσουν ενδεχομένως επόμενες γενιές ασθενών.
Εδώ, ωστόσο, αρχίζουν να προκύπτουν και να εγείρονται ερωτήματα ανθρώπινης φύσεως και βιοηθικής κατά μια έννοια. Μέχρι πού είναι τα όρια της επιστήμης και πού σταματά η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την οποία πολλές φορές η επιστήμη ποδοπατά; Εν προκειμένω, οι γιατροί στο σανατόριο μπορούν να ελέγξουν τις ορμές τους και τις επιθυμίες τους και να γεφυρώσουν το χάσμα ανάμεσα στην επιστήμη και τον άνθρωπο; Μπορούν να αντισταθούν άραγε σε πειρασμούς υπερταχύτητας και να επιβραδύνουν εκεί όπου το νόημα των πράξεων μπορεί να αρχίζει να χάνει την βασική του ουσία και να καταστρέφει; Πού είναι πράγματι τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου και ποιος είναι ο αρμόδιος εκείνος για να τα ελέγξει και να προλάβει δυσάρεστες καταστάσεις υπέρβασης και πιθανού ολισθήματος; Τα ερωτήματα είναι ατελείωτα, είναι αμέτρητα και πολλές φορές μένουν αναπάντητα γιατί ίσως οι απαντήσεις δεν είναι επαρκείς.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
«Η υγεία αποτελεί αποκλειστική προϋπόθεση για την επιτυχή ενσωμάτωση του σώματος στις εργασίες του κόσμου. Η ασθένεια απαξιώνει. Πώς θα αποκαταστήσουμε την αξιοπρέπεια ενός ασθενούς σε τερματικό στάδιο; Επαναφέροντας το σώμα του στο πεδίο της χρησιμότητας, post mortem». Η υγεία αποκλειστικό και μοναδικά πολύτιμο αγαθό δύναται να μετατραπεί σε αντικείμενο εκμετάλλευσης και στο σανατόριο μοιάζουν οι ασθενείς να μην έχουν επιλογή για το τι θα τους συμβεί από την ίδια την επιστήμη, η οποία και επιζητά λύσεις σε γρίφους που την απασχολούν. Για αυτό και οι ασθενείς, σκιές των εαυτών τους από την ίδια την αρρώστια μοιάζουν ευάλωτοι και εύθραυστοι στα χέρια των γιατρών και η όποια αντίρρησή τους λίγο ακούγεται.
Μεταφερόμενοι εκατό χρόνια μετά ένας δημιουργός έργων τέχνης πειραματίζεται και αυτός με τη σειρά του με το δικό του εικαστικό αποτύπωμα μέσα σε ένα πλαίσιο όμως ιδιαίτερα αμφιλεγόμενο μιας και η ανθρώπινη ζωή μπορεί να αναπαρασταθεί σε πίνακα ή σε γλυπτό μα είναι κάπως ανήθικο ή και αθέμιτο να παρουσιάζεται ωμά και σκληρά σαν θέαμα. Ο ίδιος αποφασίζει να εκθέσει τον ίδιο του τον εαυτό ωστόσο αυτή η απόφαση προκαλεί αντιδράσεις και αυτή η αντίδραση είναι εύλογη γιατί μοιάζουν τα όρια της τέχνης να έχουν ξεπεραστεί. Η συζήτηση γύρω από το τι ορίζεται ως τέχνη και τι όχι είναι ένα ζήτημα ευρύ που χρήζει χρόνου και ως προς αυτό η δημόσια έκθεση της ίδιας της ζωής με ό,τι συνέπειες έχει αυτό για την ίδια τη ζωή τίθεται εν αμφιβόλω. Η γενικότερη κουβέντα του τι αποτελεί τέχνη και τι όχι απασχολεί τους ειδικούς δεκαετίες τώρα.
Ο Λαρράκι με αυτό το εκκεντρικό και αρκετά τολμηρό αλλά και προκλητικό μυθιστόρημα προσκαλεί τον αναγνώστη να προβληματιστεί, να διερωτηθεί, να αναδομήσει την σκέψη του, να αναστοχαστεί και να απαντήσει και ο ίδιος στα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας με έμμεσο τρόπο. Με αυτό τον ευφυή τρόπο, που προκύπτει και από την αριστοτεχνική του αφήγηση, ο συγγραφέας τον καθιστά συμμέτοχο και συνομιλητή του, συνοδοιπόρο στα μεγάλα και φλέγοντα ερωτήματα που έχει να αντιμετωπίσει και ενώπιον των οποίων τον τοποθετεί. Καθένας από εμάς οφείλει να συλλογιστεί τα όσα συμβαίνουν γύρω μας, να αφουγκραστούμε την πορεία του κόσμου και ο Λαρράκι έχει αυτό τον τρόπο να μας ταρακουνήσει. Σε αυτό βοηθά άλλωστε και η εξαιρετική μετάφραση της Έφης Γιαννοπούλου που έχει αποδώσει στα ελληνικά αυτό το δαιδαλώδες μα και ιδιαίτερα καυστικό πνεύμα του συγγραφέα.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
«Στους ασθενείς ανήκουν το σώμα κι οι αρρώστιες τους, πράγματι, εμείς όμως πρέπει να μυρίσουμε τα σωθικά τους, κι όταν τα πράγματα πάνε άσχημα, σ’ εμάς ρίχνουν την ευθύνη, ενώ όταν πάνε καλά, ευχαριστούν τον Θεό»
«Τελειώνοντας η θεραπεία είμαι πια ένας άλλος, όχι λιγότερο χοντρός, αλλά λιγότερο γοητευμένος από τη μοναξιά»
Διαβάστε επίσης:
Μητροφάγος: Το εκκεντρικό μυθιστόρημα του Ρόκε Λαρράκι