Αν η world music (μουσική του κόσμου) είχε πρόσωπο, θα μπορούσε να είναι αυτό του Micus. Το πρόσωπο αυτό θα αποκαλύψουν σε όλο του το μεγαλείο οι θεατές του Ρωμαϊκού Ωδείου το Σάββατο 6 Ιουλίου και ώρα 21.30 σε μια σπουδαία συναυλία του Διεθνούς Φεστιβάλ Πάτρας, που διοργανώνει ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Πατρέων.
Πολύ αγαπητός και γνωστός στη χώρα μας ο Stephan Micus αποτελεί τον ορισμό της world music.
Tόσο με την πληθωρική δισκογραφική παραγωγή του που άρχισε το 1976 στη Virgin με το ντεμπούτο του «Archaic Concerts» και συνεχίστηκε με 20 πλέον άλμπουμ στην ECM, όσο και με τις ανεπανάληπτες μυσταγωγικές και τελετουργικές εμφανίσεις του, τη διαρκή μελέτη και εσωτερική αναζήτηση, αλλά και με τα ατέλειωτα ταξίδια του σε κάθε άκρη του πλανήτη.
Ο μουσικός αυτός γκουρού και πολυοργανίστας ηχογραφεί ολομόναχος με πολυκάναλη πρακτική και παίζει παράξενα έγχορδα, πνευστά και κρουστά ιδιόφωνα με ονομασίες που δεν θα βρείτε πουθενά (dilruba με sho, djegok με tischharfe, kortholt με bolombatto…), πλέκοντας κόμπο κόμπο το συναρπαστικό πολύχρωμο χαλί μιας εσωτερικής συγκινησιακής διαδικασίας. Ο Micus ταιριάζει τις νότες τους υφαίνοντας μαγικές συνηχήσεις.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Μελωδίες και απόηχοι του Κόσμου, φωνές και όργανα από κάθε γωνία του πλανήτη ενώνονται και μεταμορφώνονται σε νέες οντότητες μέσα στο έργο του διαμορφώνοντας το συναρπαστικό μουσικό του σύμπαν. Σαν τα παιδιά που φέρουν το προγονικό τους γονιδίωμα στο μέλλον γεφυρώνοντας το χθες με το αύριο, έτσι και μια δημιουργική, άχρονη και παγκόσμια τέχνη έρχεται από παντού πηγαίνοντας παντού. Τελετουργική ατμόσφαιρα, μυσταγωγία που βασίζονται γερά πάνω στην ουσία της εσωτερικής αναζήτησής του αλλά και στο γενικότερο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο.
Στη συναυλία του Σαββάτου 6 Ιουλίου στο Ρωμαϊκό Ωδείο ο Stephan Micus επιφυλάσσει στο κοινό μια ανεπανάληπτη εμπειρία με ακουστικά όργανα κάθε λογής, τα περισσότερα χειροποίητα. Η μουσική άλλωστε για τον Micus κρύβεται στην ομορφιά της σιωπής του χιονιού στις Άλπεις ή στα βουνά του Νεπάλ, σε ένα ναό στο Μπενάρες ή στη ζούγκλα της Καμπότζης, στον ήχο ενός πανάρχαιου οργάνου από την Γκάμπια ή την Μογγολία, στους ιερούς τόπους του κόσμου από τη Βενεζουέλα ως την Ιαπωνία και στο σπίτι του στις εξοχές της Μαγιόρκα. Πολίτης όλου του κόσμου, ο Stephan Micus θα μας μυήσει στη σπάνια αυτή ομορφιά προτρέποντάς μας για την πιο μαγευτική και συναρπαστική απόδρασή μας.
Γερμανός στην καταγωγή, ο Stephan Micus γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Ίμπιθα της Ισπανίας, εκεί όπου είχε μετακομίσει ο ζωγράφος πατέρας του. Σε ηλικία 16 ετών άρχισε τα ταξίδια του και ο πρώτος προορισμός ήταν το Μαρόκο, πολύ πριν την τουριστική του αξιοποίηση, τόπος συνυφασμένος στην ουσία με την Ανατολή που εκείνη την περίοδο έτρεφε τις αναζητήσεις του μεγάλη μερίδα των χίπις. Λίγο καιρό αργότερα, ο ίδιος έφηβος πρωτάκουγε από βινύλια τον άγνωστο, τότε, στους Ευρωπαίους Ραβί Σανκάρ. Αυτές οι δύο εμπειρίες και η ανακάλυψη-αποκάλυψη της ιαπωνικής παράδοσης στάθηκαν καθοριστικά βιώματα στη μετέπειτα διαδρομή του συνθέτη και πολυοργανίστα και στην περιπετειώδη περιπλάνησή του στις μουσικές του κόσμου. Το 1971 ταξίδεψε στην Ινδία και από τότε όλη του τη ζωή ταξιδεύει αναζητώντας την ουσία και τη βαθύτερη σύνδεση με τις ρίζες των πολιτισμών του κόσμου στη φύση. Στο Μπενάρες της Ινδίας μαθαίνει σιτάρ, στην Ιαπωνία shakuhachi, στην Ταϊβάν σαντούρι, όπου και έκανε τις πρώτες του ηχογραφήσεις.
Ελάχιστοι άνθρωποι ταξίδεψαν στις πέντε ηπείρους όσο ο Μίκους. Γνώρισε λαούς από πολύ κοντά. «Δεν μπορείς να νιώσεις τη μουσική ενός τόπου αν δεν ζήσεις, περπατήσεις, τραφείς με τα φαγητά του» λέει και έχει δίκιο. Σπουδάζοντας δεκάδες τεχνικές και όργανα από τους ντόπιους ανά τη Γη πρακτικούς οργανοπαίκτες, έχοντας κατακτήσει το χώρο, δικαιούται να επιχειρεί το αδύνατο: ένα ταξίδι στο χρόνο με ιδιότυπο στοχασμό και ηχοποιΐα αναφερόμενη στην ελληνόφωνη, χριστιανική, βαλκανική και ανατολική αυτοκρατορία, στο υπερχιλιετές μεσαιωνικό έπος των μυρίων δοξασιών και γρίφων…
Από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 ορίζει έμπρακτα και ουσιαστικά τον μουσικό του κόσμο.
Ακολουθεί μια παραγωγή πρωτοφανής στο είδος της, με δίσκους, εμφανίσεις, διαρκή μελέτη και εσωτερική αναζήτηση, όχι μόνο στο «πώς» αλλά και στο «γιατί» της μουσικής. Γράφει αυθόρμητα, αφαιρώντας τη νοητική διαδικασία, πιστεύοντας στο συναίσθημα και το ένστικτο, φτάνοντας σε ατμόσφαιρες «σχεδόν διαλογισμού ζεν» όπως έχουν γράψει.
Η μουσική του απλή και αληθινή σαν ανάσα, φυσική σαν την αίσθηση της πρωινής αύρας ή τη διεισδυτικότητα του φωτός. Στη μοναχική του διαδρομή σκύβει χωρίς την προκατάληψη της “δικής του” γλώσσας και ρίζας, με σεβασμό σε ξεχασμένους μέσα στην επέλαση του “δυτικού” τρόπου πολιτισμούς ανασύροντας τη δική του μικροσκοπική και χειροποίητη πρόταση. Θα μπορούσαμε ίσως να περιγράψουμε τη μουσική του ως μια λεπτή χειροτεχνία υψηλών συναισθημάτων, μια διαρκή εξελικτική διαδικασία κατανόησης του κόσμου ως συνόλου. Με όργανα από διαφορετικές κουλτούρες να συνομιλούν μεταξύ τους, εισάγει σε ένα πανάρχαιο διαπολιτισμικό διάλογο προβάλλοντας στο μέλλον προγονικά γονίδια.
Το αριστουργηματικό τελευταίο του άλμπουμ με τίτλο «Panagia» περιλαμβάνει έξι ύμνους προς τη Θεοτόκο και βρίσκει διέξοδο προς την απόλυτη σαγήνη θέτοντας ίσως υποψηφιότητα για έναν από τους σημαντικότερους και πιο εμπνευσμένους δίσκους του 2013. Με αφορμή την Παναγία, αφιερώνει το άλμπουμ του στη γυναικεία ενέργεια που υπάρχει παντού στον κόσμο και μας προσφέρει μια εντελώς πρωτότυπη άποψη εκφρασμένη με τη δική του σφραγίδα. Τους έξι ύμνους προς τη Θεοτόκο τους επέλεξε για τον Micus ο Βασίλης Χατζηβασιλείου από το «Θεοτοκάριον», την «Ακολουθία Του Ακάθιστου Ύμνου» και τα «Προσωνύμια Της Παναγίας». Εδώ προχωρά αρκετά βήματα παραπέρα και εξελίσσει την άποψη που εξέφρασε στο «Athos» το 1994 με τον οποίο ήρθε τόσο κοντά στη χώρα μας με την ελληνόφωνη εκκλησιαστική μουσική και την αγιορείτικη παράδοση με σκοπό την ανάπλαση της μοναστηριακής κατάνυξης μέσα από το ιδιοσυγκρασιακό του οικουμενικό πρίσμα και την ιδιότυπη φιλοσοφική ματιά του. Καθώς ο Micus θέτει σε κίνηση τα γρανάζια αυτού του ιδιότυπου κόσμου στο στούντιό του στη Μαγιόρκα, το χριστιανικό των ύμνων ξανοίγει σε πανανθρώπινο και η Θεοτόκος μεταμορφώνεται από μητέρα του Ιησού πρώτα σε σύμβολο της γυναίκας και τελικά της θηλυκής ενέργειας: η μεσοβυζαντινή υμνωδία ενώνεται, εις σώμα ένα, με το απωανατολίτικο γιν & γιάνγκ. Η διαρκής επικοινωνία όλων των επιμέρους «συστατικών» και οι αναπλάσεις του περιεχομένου είναι το μεγάλο επίτευγμα αυτού του άλμπουμ, που –χωρίς να λοξοδρομήσει στιγμή προς το new age– στέκει μάρτυρας του τι μπορεί να επιτύχει ο Micus στα πιο εμπνευσμένα του.
Mε το δίσκο αυτό ο Micus γιόρτασε τα 60ά του γενέθλια, συμπληρώνοντας 20 δουλειές για την ECM του Manfred Eicher –label που τον έχει αγκαλιάσει με εμπιστοσύνη από το 1976.
Πολλές από τις κορυφαίες εταιρείες χορού της Ευρώπης επέλεξαν το έργο του για τις παραγωγές τους. Η μουσική του έχει χρησιμοποιηθεί σε ταινίες όπως οι “Κλέφτες αλόγων” [Voleurs De Chevaux (In the Arms of My Enemy, 2007)] του Μισέλ Βαλντ (Micha Wald) Έχει εμφανιστεί σε εκατοντάδες συναυλίες σε όλη την Ευρώπη, την Ασία και την Αμερική.
Ο Stephan Micus τραγουδά και παίζει: duduk (αρμένικο πνευστό με διπλό καλάμι που γίνεται από ξύλο βερικοκιάς και έχει ένα διακριτικό ηχόχρωμα), shakuhachi (ιαπωνικό φλάουτο από μπαμπού), bavarian zither, kalimba (linguaphone από την Τανζανία), nohkan (μπαμπού φλάουτο που χρησιμοποιούνται από το Ιαπωνικό Noh Θέατρο), tapes και πολλά άλλα και κάπως έτσι θα εμφανιστεί το Σάββατο 6 Ιουλίου στο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας επιφυλάσσοντας μια πρωτόγνωρη εμπειρία στο κοινό του Ρωμαϊκού Ωδείου της πόλης. Ο Stephan Micus το καλοκαίρι θα εμφανιστεί μόνο στο Διεθνές Φεστιβάλ Πάτρας.