Το έργο
Το μυθιστόρημα της Αμερικανίδας συγγραφέως Πατρίσια Χάισμιθ, γραμμένο το 1955, περιστρέφεται γύρω από έναν νέο, τον Τομ Ρίπλεϊ, ο οποίος παλεύει να επιβιώσει κάνοντας μια σειρά από δουλειές. Μέχρι που τον πλησιάζει ο Χέρμπερτ Γκρίνλιφ και του προτείνει να πείσει τον γιο του, Ντίκι, να επιστρέψει στην Αμερική από την Ιταλία όπου βρίσκεται, έναντι ενός τεράστιου οικονομικού τιμήματος. Ο Ρίπλεϊ δέχεται και ταξιδεύει στην Ιταλία, όπου βρίσκει τον Ντίκι Γκρίνλιφ, μαζί με τη φίλη του, τη Μαρτζ. Ο Τομ συστήνεται στον Ντίκι ως παλιός συμφοιτητής του από το Κολλέγιο. Οι δύο νέοι άνδρες αμέσως γίνονται φίλοι, μολονότι ο Τομ έχει εκμυστηρευτεί προηγουμένως όλη την αλήθεια στον Ντίκι για τον πατέρα του. Ο Τομ καταλήγει να γίνει το alter ego του Ντίκι, φορώντας τα ρούχα του και συνοδεύοντάς τον παντού, γεγονός που αρχίζει να δημιουργεί εκνευρισμό στην Μάρτζ. Όταν η κοπέλα, αλλά και ο καλύτερος φίλος του Ντίκι, ο Φρέντι, επισημαίνουν με έντονο τρόπο στον Ντίκι την προσκόλλησή του στον Τομ, αυτός θορυβείται και αποφασίζει να απομακρύνει τον Ρίπλεϊ από τη ζωή του. Δεν θα προλάβει όμως, αφού ο Τομ θα τον σκοτώσει. Στη συνέχεια, θα αρχίσει να υποδύεται τον Ντίκι, βγάζοντας από τη μέση όποιον βρεθεί μπροστά του.
Η θεατρική διασκευή βασίστηκε στο μυθιστόρημα και όχι στο σενάριο της ταινίας του 1999. Ωστόσο, υπάρχουν στοιχεία, όπως ο χαρακτήρας του Τομ Ρίπλεϊ, τα οποία ομοιάζουν περισσότερο στο σεναριακό ήρωα, παρά στο μυθιστορηματικό.
Η σκηνοθεσία
Ο Πέτρος Ζούλιας πέτυχε να μεταφέρει σκηνικά ένα κείμενο, πλημμυρισμένο εικόνες της Ιταλίας αλλά και της Ελλάδας, και να ταξιδέψει το κοινό του. Με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον μυθιστόρημα στα χέρια του και, ορθώς, απομακρυνόμενος από την επιτυχημένη ταινία, αναβίωσε στο θέατρο την ιστορία, μεταφέροντας τον θεατή στην πολύ συγκεκριμένη περίοδο του 1950, όπως συμβαίνει και με το κείμενο της Χάισμιθ. Διατήρησε το σασπένς και απέδωσε με ψυχολογική ορθότητα τις διακυμάνσεις, αλλά και τις συμπεριφορές των ηρώων, ενώ έδωσε βασικό ρόλο στη σκηνική ὃψι επιτυγχάνοντας την ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος.
Οι Ηθοποιοί
Ο Μιχάλης Συριόπουλος στο ρόλο του Τομ Ρίπλεϊ είναι καταπληκτικός. Επιστρατεύοντας όλα τα εκφραστικά του μέσα, αποδίδει ένα πορτραίτο του ήρωα συνεπές στη σκηνοθετική γραμμή και ολοκληρωμένο. Αποδεικνύει ότι πρόκειται για έναν ηθοποιό με πολλές και ποικίλες υποκριτικές ικανότητες, καθώς μέσα από το ρόλο του Ρίπλεϊ ξεδιπλώνει μια βεντάλια υποκριτικών δυνατοτήτων. Πολύ καλός επίσης ο Μιχαήλ Ταμπακάκης, ο οποίος ακολουθεί με ικανό τρόπο το υποκριτικό ρεσιτάλ του Μ. Συριόπουλου. Αέρινος, με εξαιρετική κίνηση, ο ήρωας του Μ. Ταμπακάκη αποδίδει με επιτυχία τον bon-viveur. Καλός και ο Ιωάννης Αθανασόπουλος σε διπλή διανομή, υποδυόμενος τόσο τον Φράνκι, τον καλύτερο φίλο του Ντίκι, όσο και τον επιθεωρητή που διερευνά τους φόνους, αν και ήταν καλύτερος στο δεύτερο ρόλο. Τέλος, καλή η Ήβη Νικολαΐδου στο ρόλο της Μαρτζ, αν και έμεινε περισσότερο στην επιφάνεια του ρόλου της, γεγονός που την κράτησε σε υποκριτική απόσταση.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Συντελεστές
Ειδική μνεία χρειάζεται να γίνει, αρχικά, στη μουσική με την οποία επενδύθηκε η παράσταση (Μουσική Επιμέλεια: Γεράσιμος Ευαγγελάτος). Η μουσική της παράστασης άλλοτε απέδιδε την εποχή και την ατμόσφαιρα της ιστορίας, ενώ άλλοτε λειτουργούσε σημειολογικά υπογραμμίζοντας τη δράση ή/και τις συνέπειές της. Κατ’ ουσίαν, αποτέλεσε τον πέμπτο ερμηνευτή επί της σκηνής. Εξαιρετικά επίσης τα κοστούμια (Νίκος Αποστολόπουλος) τα οποία απέδωσαν με ιδιαίτερη επιτυχία το περιβάλλον, τις κοινωνικές διαφορές, αλλά και τις αλλαγές στο χαρακτήρα του Ρίπλεϊ. Καλοφτιαγμένα, συχνά από φίνα υλικά, ιδιαίτερα, αλλά και ενδεικτικά της δεκαετίας του 1950, τα κοστούμια ανέδειξαν το πνεύμα του μυθιστορήματος. Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκαν και τα ατμοσφαιρικά, αλλά και απολύτως λειτουργικά σκηνικά (Άννα Ζούλια) της παράστασης, τα οποία με θεατρική ευφυία αναβίωσαν τους πολλαπλούς και ποικίλους χώρους δράσης. Με τη συνδρομή των φωτισμών (Μελίνα Μάσχα), τα σκηνικά πέτυχαν να αναπαραστήσουν για το θέατρο την ιστορία της Πατρίσια Χάισμιθ για τους σύγχρονους θεατές.
Εν κατακλείδι
Σαφής και αδιαμφισβήτητος άσος στο μανίκι της παράστασης αποτελεί η, λεπτής οξυδέρκειας, ερμηνεία του Μ. Συριόπουλου. Οι διαρκείς υποκριτικές μεταμορφώσεις του επί σκηνής, που τον αλλάζουν από Τομ σε κύριο Ρίπλεϊ, συντελούνται μοναδικά από τον ηθοποιό που τον υποδύεται. Δεν θα ήταν υπερβολή, ότι αποτελεί το raison-d’ être της παράστασης. Γενικά, πρόκειται για μια καλοστημένη, καλαίσθητη και καλοκουρδισμένη παράσταση, η οποία κρατάει το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ παράλληλα το ταξιδεύει στην γείτονα Ιταλία του 1950. Το σύνολο των ταλαντούχων συντελεστών, καθώς και των ικανών ηθοποιών εγγυάται το τελικό αποτέλεσμα, υπό την σκηνοθετική μαεστρία του Π. Ζούλια.