Το έργο
Γραμμένο το 1962, το έργο του Αμερικανού συγγραφέα έγινε ευρύτατα γνωστό, όταν μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, τοποθετώντας τον μεταξύ των πιο γνωστών θεατρικών συγγραφέων στην Αμερική του 20ού αιώνα. Οι μοναδικές ερμηνείες των Ελίζαμπεθ Τέηλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον, στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους σε ένα από τα πρώτα ακόμα έργα του Έντουαρντ Ώλμπι (Edward Albee). Εκπρόσωπος του Αμερικάνικου «Παραλόγου», όπως αυτό εκφράστηκε από τα πρώτα ακόμα έργα του, όπως Η Ιστορία του Ζωολογικού Κήπου (1958), αλλά και το Αμερικάνικο Όνειρο (1961), ο συγγραφέας αποτύπωσε το πολυθρύλητο «Αμερικάνικο όνειρο», όπως εκφράστηκε κατά τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Με την ιδιαίτερα καυστική πένα του επιτέθηκε στην «αγαπημένη» Αμερικάνικη οικογένεια δείχνοντας τη σαθρότητα και την κοινωνική σήψη που επικρατούσε πίσω από τις κλειστές πόρτες. Το Ποιος Φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; ανέδειξε τα προβλήματα των παντρεμένων ζευγαριών, σε όποια ηλικία και αν βρίσκονται, με τον πιο βίαιο, σοκαριστικό και απότομο τρόπο. Έδειξε τί κρύβεται πίσω από τα χαμόγελα, τις αβρότητες και τα γλυκόλογα μεταξύ των ζευγαριών, κλείνοντας το μάτι στην Αμερικανική κοινωνία, αλλά και στην απέναντι πλευρά του Ατλαντικού.
Η Μάρθα και ο Τζωρτζ είναι ένα μεσήλικο ζευγάρι, το οποίο ζει «ευτυχισμένα» και «αγαπημένα» τα τελευταία είκοσι τουλάχιστον χρόνια. Αυτός είναι καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο, το οποίο ανήκει στον πατέρα της συζύγου του, ενώ χαίρουν της εκτιμήσεως της κοινότητας στην οποία μένουν. Η Χάνι και ο Νικ έχουν μόλις μετακομίσει στην πόλη, λόγω της πρόσληψης του τελευταίου στο ίδιο πανεπιστημιακό ίδρυμα. Το βράδυ μετά την δεξίωση υποδοχής των νέων καθηγητών, η Μάρθα προσκαλεί το νεαρό ζευγάρι σπίτι τους για ένα τελευταίο ποτό. Ο Νικ και η Χάνι, όταν περνούν το κατώφλι του σπιτιού των Μάρθα και Τζωρτζ, δεν ξαφνιάζονται απλώς από όσα αντικρύζουν μεταξύ των δύο μεσηλίκων ανθρώπων, αλλά έρχονται επίσης αντιμέτωποι με τον δικό τους «ευτυχισμένο» γάμο. Άλλωστε αποτελούν την νεότερη εκδοχή των Μάρθα και Τζωρτζ. Οι ισορροπίες διασαλεύονται, τα μυστικά αποκαλύπτονται και οι μύχιες σκέψεις γίνονται βορά από τους συνδαιτημόνες.
Η παράσταση
Ο Ορέστης Τάτσης έκανε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ανάγνωση του έργου φέρνοντας στην επιφάνεια και αναδεικνύοντας το βιτριολικό χιούμορ του Ώλμπι. Πατώντας με αληθινή μαεστρία και σεβασμό στον καμβά που έστρωσε ο Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας, ο σκηνοθέτης μπόρεσε να αναδείξει τόσο τα κωμικά στοιχεία του έργου, τα οποία προκύπτουν τόσο μέσω του λόγου, όσο και μέσω της κατάστασης, αλλά και την τραγωδία η οποία ελλοχεύει και για τους τέσσερις αυτούς ήρωες. Ο Ορέστης Τάτσης εμπιστεύτηκε το κείμενο και με αυτό οδηγό του κέντρισε και κέρδισε το ενδιαφέρον του κοινού.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Ηθοποιοί
Ο Δημήτρης Ξανθόπουλος (Τζωρτ) διηύθυνε υποκριτικά το κουαρτέτο, αποτελώντας μια ήρεμη, επί σκηνής, δύναμη. Δωρικός και άμεσος, ισορρόπησε τέλεια ανάμεσα στην τραγωδία και την ιλαρότητα, ενώ παράλληλα ενορχήστρωσε και τους συμπρωταγωνιστές του. Η Μάρθα της Ναταλίας Στυλιανού υπερέβαλε, υπέρ του δέοντος, κάποιες φορές, ήταν όμως πολύ καλή στις γνήσια τραγικές στιγμές της. Η Χάνι της Σεμίνας Πανηγυροπούλου συνέβαλε καταλυτικά στο κωμικό στοιχείο της παράστασης, χωρίς να το ευτελίζει ούτε στο ελάχιστο, ενώ η υποκριτική της δεινότητα επιβεβαιώθηκε με τη μετάβασή της από την ελαφρά διάθεση στην ιλαροτραγωδία και εν τέλει στην τραγωδία. Ο Νικ του Άγγελου Ανδριόπουλου στάθηκε με σθένος στις συμπληγάδες των Μάρθα και Τζωρτζ, αλλά και της Χάνι, αποδίδοντας με συνέπεια τον γνήσιο εκπρόσωπο του «Αμερικάνικου Ονείρου».
Οι Συντελεστές
Η μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη αποτέλεσε τον ακρογωνιαίο λίθο της παράστασης, μολονότι εκσυγχρονίσθηκε σε κάποια σημεία. Το σκηνικό (Σκηνικά-Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης) έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Στήνοντας ένα δομημένο σύμπαν, ο σκηνοθέτης επέτεινε την αίσθηση ασφυξίας των ηρώων, οι οποίοι ήδη βρίσκονται εγκλωβισμένοι στις ζωές τους. Ενδεχομένως με πιο άχρονες σκηνικά πινελιές, το αποτέλεσμα θα ήταν πιο διαχρονικό και κατά συνέπεια, πιο άμεσο. Τα κοστούμια κινήθηκαν στο ίδιο μοτίβο. Πολύ καλοί επίσης οι φωτισμοί (Μελίνα Μάσχα) οι οποίοι ακολουθούσαν διακριτικά την πλοκή, καθώς και η μουσική (Θοδωρός Αμπαζής).
Εν κατακλείδι
Η παράσταση του Ορέστη Τάτση είναι ενδιαφέρουσα, με γρήγορο ρυθμό, απαραίτητες ανάσες, πολύ καλές ερμηνείες και εξίσου καλούς συντελεστές. Ο σκηνοθέτης αποτύπωσε το έργο μέσα από την δική του προσωπική ματιά, σεβόμενος το κείμενο, γεγονός που τον αντάμειψε, καθώς δημιούργησε μια πολύ καλή παράσταση.
Photo Credit: Άλεξ Κατ