Ο «Θάνατος στη Ρώμη» του Βολφγκανγκ Κέπεν έρχεται να μας θυμίσει τον όλεθρο του Β’ Παγκοσμίου πολέμου

Με εφαλτήριο μια παρέα φιλοναζιστών, ο Κέπεν ξαναστήνει ένα χρονικό σε μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ιστορίας και αποκαλύπτει τις πηγές του κακού.

Ο ζωγράφος Πάουλ Κλέε, θύμα ο ίδιος των ναζιστικών αυθαιρεσιών και χαρακτηρισμένος ως εκφυλισμένος ως προς την τέχνη του έχει δηλώσει χαρακτηριστικά: “Όσο πιο τρομακτικός γίνεται ο κόσμος, τόσο η τέχνη γίνεται πιο αφηρημένη. Ενώ ένας ειρηνικός κόσμος παράγει ρεαλιστική τέχνη”. Τα όσα έγραψε ο Κλέε σχεδόν εκατό χρόνια πριν εφαρμόζονται εις το ακέραιο μέχρι και σήμερα και δυστυχώς επαληθεύονται. Ένας άλλος Γάλλος ποιητής, ο Πωλ Βαλερύ, είχε επίσης κάποτε πει – και έχει δίκιο – πως πόλεμος είναι όταν αλληλοσκοτώνονται άνθρωποι που δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, επειδή κάποιοι άλλοι, που γνωρίζονται καλά μεταξύ τους, δεν κατάφεραν να συνεννοηθούν. Και οι δύο ρήσεις επιβεβαιώνονται μέσα από το βιβλίο του Κέπεν. Η ιστορία του ανθρώπου έχει μέσα της τόσες καταστροφές, τόσα μίση, τόσες καταστάσεις βαμμένες με αίμα, μια ιστορία σαν και αυτές είναι η αφήγηση του Κέπεν.

Όταν ο θάνατος ξαναχτυπά την πόρτα και το παρελθόν έρχεται συννεφιασμένο

Η ιστορία αυτού του βιβλίου αποτελεί σημείο αναφοράς καθώς πραγματεύεται όλα όσα συνέβησαν μετά το πέρας του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και την αναβίωση της μιλιταριστικής νοοτροπίας που σάρωσε σαν άνεμος τη γερμανική συνείδηση κατά την επικράτηση του ολέθριου, όπως φάνηκε από τα γεγονότα, ναζιστικού μορφώματος. Οι πρωταγωνιστές μεταφέρονται, σαν σε άλλη Βενετία για να θυμηθούμε τον Τόμας Μαν, στην Αιώνια πόλη όπου ακόμα τα σημάδια του μουσολινισμού δεν έχουν σβηστεί για να ξαναθυμηθούν και να νοσταλγήσουν μέρες σκοτεινές και στιγμές ζοφερές από έναν πόλεμο που κόστισε τη ζωή σε αμέτρητες αθώες ψυχές και πυροβόλησε κάθε ειρηνευτική διαδικασία. Οι άνθρωποι σαν φαντάσματα του πιο βάρβαρου παρελθόντος περιδιαβαίνουν και κυκλοφορούν στην πόλη νοσταλγώντας συμβάντα από μια πραγματικότητα που ο υπόλοιπος κόσμος προσπαθεί με κόπο να ξεχάσει.

Στο εξαιρετικά διαφωτιστικό παράρτημα του βιβλίου διαβάζουμε τα εξής ενδιαφέροντα για το βιβλίο και την σημασία του: «Τονίζει τη φρικιαστική ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος και βλέπει στα πρόσωπα του Γιούντεγιαν και του Πφάφρατ δύο τυπικούς εκπροσώπους της φασιστικής αναβίωσης, καθώς γι’ αυτόν όλο το μυθιστόρημα είναι μια ακριβής απεικόνιση της αναβίωσης του φασισμού στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, καθώς και μια ομολογία χρεοκοπίας της αστικοδημοκρατικής βούλησης να προβάλει αποτελεσματική αντίσταση στην κυριαρχία της βίας». Είναι συγκλονιστικό να προσπαθεί κάποιος να επαναλάβει τα ίδια τραγικά και ολέθρια λάθη έχοντας στον νου του την απόρροια μιας τέτοιας επονείδιστης ήττας και των παραλειπομένων της. Ο Γιούντεγιαν και οι γύρω από αυτόν είναι άνθρωποι διαλυμένοι και κατεστραμμένοι από τις αναμνήσεις και την αίγλη μιας ομάδας εγκληματιών, τα όνειρα των οποίων έγιναν εφιάλτης για εκατομμύρια ανθρώπους ανά τον κόσμο.

Ο συγγραφέας Βόλφγκανγκ Κέπεν στηλιτεύει μέσα από το μυθιστόρημα αυτό τις συμπεριφορές των ηρώων του και τους καθιστά ενόχους, τους παρουσιάζει στα μάτια του αναγνώστη και ουσιαστικά κατακρίνει και την έναρξη ενός άλλου πολέμου, την εποχή που γράφει αυτό το βιβλίο, αυτού της Κορέας. Με λίγα λόγια η ρήση του Πωλ Βαλερύ παραμένει στην επικαιρότητα να θυμίζει πως ο άνθρωπος έχει στο αίμα του την προσφυγή στον πόλεμο, είναι ικανός για το χειρότερο όπως και για το καλύτερο μόνο που το τελευταίο το ξεχνά επισταμένως και επιλέγει να το αγνοεί. Ο Γιούντεγιαν αποτελούσε την προσωποποίηση της φρίκης, ένα πρόσωπο ρημαγμένο και άρρωστο, ένα πρόσωπο που θαύμαζε τα απολειφάδια του ναζισμού και υπηρετούσε ακόμα και μετά το τέλος του πολέμου μια νοοτροπία που αποδείχτηκε πως είχε για βραβείο τον πόνο των άλλων ανθρώπων, το μίσος και την ανηθικότητα. Τα επιτεύγματα και τα περίφημα κατορθώματά του ως στρατηγός των ναζί ήταν παράσημα που μόνο ο ίδιος μπορούσε να εκτιμήσει.

«Όλος ο κόσμος ήξερε τι είχε καταφέρει ο Γιούντεγιαν αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν ήθελε να θυμάται. Ήταν τώρα θέμα ευγλωττίας, η τσουχτερή γλώσσα των δειλών, ενώ τα κατορθώματα του γενναίου είχαν ήδη ξεχαστεί, ήταν ήδη ένα τίποτα, είχαν βυθιστεί στη χοάνη του παρελθόντος, όπου έρεαν ακόμη ποτάμια από αίμα και σάπιζε η φρίκη στα βάθη; Τι μπορούσε να κάνει ο Γιούντεγιαν;». Στην πραγματικότητα τίποτα πια δεν μπορούσε να κάνει διότι ό,τι ήταν να κάνει το είχε κάνει ήδη και δυστυχώς με τέτοια επιτυχία που είχε οδηγήσει ανθρώπους στον άλλο κόσμο με τις ειδεχθείς πράξεις του. Και όμως αυτός σαδιστής, όπως και ο περίγυρός του, περιπλανιέται σαν να μην συμβαίνει τίποτα σε μια πόλη που επίσης πλήρωσε ακριβά το τίμημα του φασισμού. Σε αυτές τις συγκυρίες, ο Γιούντεγιαν σαν αμέτοχος για την συμμετοχή του στα εγκλήματα αναπολεί και επαναφέρει στο φως όσα έγιναν τότε και πανηγυρίζει, ένας άνθρωπος γεμάτος λάθη και λάθος αποφάσεις που επιστρέφει για να πληγώσει και πάλι.

Ο Κέπεν είναι ένας εκπληκτικός συγγραφέας, ένας άνθρωπος του στοχασμού που έζησε τα γεγονότα από πρώτο χέρι και στα μυθιστορήματά του, τόσο σε αυτό, τόσο στο άλλο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κριτική με τίτλο Περιστέρια στη χλόη όσο και στο τρίτο που δεν έχει κυκλοφορήσει ακόμα στα ελληνικά περιγράφει σκωπτικά και κατακρίνει την απληστία και την ροπή του σύγχρονου ανθρώπου στην βαρβαρότητα, μια συνθήκη που η ανθρωπότητα έχει πληρώσει πλειστάκις και όμως φαίνεται πως δεν έμαθε ακόμα από τα λάθη της.

Απόσπασμα από το βιβλίο «Θάνατος στη Ρώμη»

… εσύ δεν εγκρίνεις τη ζωή τους; Όχι, γιατί βασάνισαν άλλους ανθρώπους μέσω των ιδεών τους και με τις ιδέες τους, γιατί μου φόρτωσαν μια στρατιωτική εκπαίδευση, γιατί ξεκίνησαν έναν πόλεμο, γιατί προκάλεσαν πόνο, ατελείωτες καταστροφές, γιατί έκαναν τη χώρα μας χώρα της μισαλλοδοξίας, της ηλιθιότητας, της μεγαλομανίας, των φυλακών, των εκτελεστικών αποσπασμάτων και της αγχόνης

Διαβάστε επίσης:

Βόλφγκανγκ Κέπεν – Θάνατος στη Ρώμη: Ένα βιβλίο ορόσημο για τη γερμανική μεταπολεμική λογοτεχνία

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ