Το έργο «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του» του Ντάλτον Τράμπο με τη μορφή θεατρικού μονόλογου από τον Τάσο Ιορδανίδη στον ρόλο του Τζο, ενός νεαρού στρατιώτη θύματος της πολεμικής βίας. Μετά τα ανοιχτά θέατρα της χώρας και την επίσημη συμμετοχή της στο διεθνές φεστιβάλ Ανατολικής Ευρώπης στην Τυφλίδα της Γεωργίας, η παράσταση συνεχίζει την πορεία της στο θέατρο Επί Κολωνώ.
Πόσο επίκαιρο είναι σήμερα το έργο του Τράμπο;
Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά γύρω του με προσοχή, σε όλες τις εστίες πολέμου στον πλανήτη. «Ο Τζόνι πήρε το όπλο του», μια αμείλικτη κριτική στον μιλιταρισμό και τον πόλεμο, κέρδισε το Εθνικό Βραβείο Βιβλίου των ΗΠΑ, ενώ η ταινία, που σκηνοθέτησε ο συγγραφέας, πήρε το Διεθνές Βραβείο του Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Καννών.
Λίγα λόγια το έργο:
Ο Τζο, ένας νεαρός Αμερικανός στρατιώτης, τραυματίζεται φρικτά κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου από μια οβίδα. Ακρωτηριασμένος στα χέρια και τα πόδια, χωρίς όραση και ακοή, με διαλυμένο πρόσωπο και, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των γιατρών, με κατεστραμμένο εγκέφαλο, μεταφέρεται στο νοσοκομείο, με την προοπτική να χρησιμοποιηθεί ως πειραματόζωο. Ωστόσο, ο Τζο, καταδικασμένος σε μια ολοκληρωτική σιωπή, αρχίζει ξαφνικά να σκέφτεται, να αισθάνεται, να ονειρεύεται και να θυμάται, διαψεύδοντας τις εκτιμήσεις της επιστήμης…
Ο ρόλος του στρατιώτη Τζο Μπόναμ αποτέλεσε το πρώτο επαγγελματικό θεατρικό εγχείρημα του Τάσου Ιορδανίδη (2006) και μάλιστα στο Black Box του θεάτρου Επί Κολωνώ. Γεγονός που δίνει και μια συναισθηματική αξία στη μεταφορά της παράστασης στον συγκεκριμένο θεατρικό χώρο.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Όπως σημειώνει η Σοφία Αδαμίδου:
«Πρόκειται για ένα τραγικά επίκαιρο έργο που συγκλονίζει με τη δύναμη και την αμεσότητά του. Ένα έργο γροθιά στο στομάχι. Ένα έργο που θέτει όλους μας απέναντι στην ευθύνη όπως την ορίζει ο Καζαντζάκης “Ν΄ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω”. Μπροστά σ’ αυτή την ευθύνη θέτει όλους μας ο Τράμπο. Δεν ασχολείται με τον πόλεμο ως θέαμα, αλλά με τα αποτελέσματά του. Σκιαγραφεί τη μεγαλύτερη παράνοια του πολιτισμού μας σαν ένα εργοστάσιο παραγωγής κουφαριών.
Στο βιβλίο μάλιστα είναι ιδιαίτερα αιχμηρός με αυτούς που «σπέρνουν» πολέμους, «θερίζοντας» κέρδη. Διαβάζοντας το βιβλίο από τα αγγλικά, το τέλος μου θύμισε το Γερμανικό Εγχειρίδιο Πόλεμο, του Μπρεχτ, που κατά μαγική σύμπτωση γράφτηκε επίσης το 1939: “Ο πόλεμος που έρχεται δεν είναι ο πρώτος. Πριν από αυτόν γίνανε κι άλλοι πόλεμοι. Όταν τελείωσε ο τελευταίος, υπήρχαν νικητές και νικημένοι. Στους νικημένους, ο φτωχός λαός πέθαινε από την πείνα. Στους νικητές ο φτωχός λαός πέθαινε το ίδιο… Στρατηγέ, ο άνθρωπος είναι χρήσιμος πολύ. Ξέρει να πετάει, ξέρει και να σκοτώνει. Μόνο που έχει ένα ελάττωμα: Ξέρει να σκέφτεται”. Αυτό μας λέει και ο Τράμπο. Η σκέψη μπορεί να αναχαιτίσει τα σχέδιά τους.»
Ο Τάσος Ιορδανίδης αναμετριέται με τον συγκεκριμένο μονόλογο ακολουθώντας τις σκηνοθετικές οδηγίες της Θάλειας Ματίκα, η οποία σημειώνει «ο Τζο, όπως κάθε άνθρωπος, το μόνο που ήθελε ήταν να ζήσει. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια όμορφη χώρα. Δεν έχει σημασία σε ποιά. Όλες οι χώρες είναι όμορφες. Ο πόλεμος όμως ακύρωσε τη ζωή του.
Δεν ήταν δικός του αυτός ο πόλεμος. Ποτέ δεν έμαθε κι ούτε θα μάθει για ποιο λόγο πραγματικά έγινε αυτός ο πόλεμος, για ποιο λόγο γίνονται οι πόλεμοι. Το μόνο που νιώθει είναι το αίμα του να χτυπάει στα μηνίγγια του. Αλλά δεν πονάει. Είναι ένας ζωντανός που είναι νεκρός. Ένας νεκρός που είναι ζωντανός. Μπορεί να μην έχει ούτε πόδια, ούτε χέρια, ούτε ακοή, ούτε φωνή, να μην έχει πρόσωπο, να είναι ένα κομμάτι κρέας που το τρέφουν με σωληνάκια, αλλά χτυπάει η καρδιά του και το κυριότερο σκέφτεται. Έχει μνήμη. Θυμάται, σκέφτεται, θυμώνει, επιθυμεί, παλεύει για επικοινωνία.
Συντελεστές
Θεατρική διασκευή – απόδοση κειμένου: Σοφία Αδαμίδου
Σκηνοθεσία: Θάλεια Ματίκα
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Σκηνογραφία – Κοστούμι: Ηλένια Δουλαδήρη
Μουσική: Τάσος Σωτηράκης
Υπεύθυνη επικοινωνίας παράστασης: Μαρίκα Αρβανιτοπούλου
Το Τζο ερμηνεύει ο Τάσος Ιορδανίδης