Ένας βασιλιάς, ένας άνθρωπος ήρεμων τόνων, ένας ήπιος χαρακτήρας, ένας ήρωας αντιήρωας σε σχέση με τον αδελφό του Αγαμέμνονα και τον σύντροφο του στην Τροία Οδυσσέα, ο Μενέλαος δηλαδή, είναι ο πρωταγωνιστής του νέου βιβλίου του Χρήστου Χωμενίδη. Χρειάζεται ιδιαίτερη προσέγγιση, κομψότητα, θάρρος και τόλμη όπως και η ελευθερία που έλεγε και ο Κάλβος για να φέρεις εις πέρας την “αναδιανομή” κατά κάποιον τρόπο της ιστορίας.
Είναι ένα εγχείρημα άξιο λόγου που οφείλει να συνδυάσει σεβασμό στο παρελθόν και έμπνευση από το παρόν με βλέμμα στο μέλλον και τους σημερινούς αναγνώστες εκ μέρους του συγγραφέα και αυτό ο Χωμενίδης το καταφέρνει, το επιτυγχάνει σαν να ήταν δεδομένο. Και όμως δεν είναι! Πρόκειται λοιπόν για ένα βιβλίο που βλέπει υπό άλλο πρίσμα την ιστορία των Ελλήνων ηρώων, τους οποίους και αναφέρει ο Όμηρος στην Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Η ιστορία με άλλο μελάνι ξαναγράφεται
Ο Μενέλαος εξιστορεί μια ολόκληρη εποχή κατά την οποία έλαβε γνώση του εαυτού του, οδηγήθηκε μέσα από τα μονοπάτια της αυτοψυχανάλυσής του, της θέσης του στον κόσμο εκείνον και της θέσης του ως βασιλιάς. Δεν είναι σαφές τι τελικά πραγματικά επιθυμούσε ως προς την ανάληψη των καθηκόντων του και την ανάδειξη του στο βασίλειο της Σπάρτης, μα ένα είναι βέβαιο και ξεκάθαρο καθώς η αφήγηση ξεδιπλώνεται τόσο μαγευτικά και “αναίμακτα” από τον Χωμενίδη. Ο Μενέλαος του βιβλίου αυτού είναι ένα άλλο πρόσωπο, διαφορετικό από αυτό του Ομήρου, είναι ένας ήρωας ξαναδοσμένος, πιο ανθρώπινος και πιο συναισθηματικά φορτισμένος αλλά και πιο φιλοσοφημένος, είναι κάπως απαλλαγμένος από τα βαρίδια του πολεμιστή, του ανθρώπου μαχητή στο πεδίο δράσης του Τρωικού πολέμου, μοιάζει πιο ελεύθερος.
Ο Χωμενίδης με κάποιο τρόπο αφοπλίζει τον ήρωά του από την πανοπλία του πολέμου και τον ξαπλώνει στο ανάκλιντρο της Ωραίας Ελένης, μετατρέποντάς τον σε έναν εξαρτημένο, όχι εξ’αρχής αλλά στην πορεία της αφήγησης, από την αγάπη του για αυτήν την γυναίκα και την τρυφερότητά του προς την κόρη του. Τι και αν η Ελένη του έφυγε μακριά για χάρη του Αλέκου, του Πάρη δηλαδή, κανένα πρόβλημα στην καρδιά του. Ο Μενέλαος πιστός στον έρωτά του για αυτήν θα ξαπλώσει με την Αύγη, την υπηρέτριά του, την οποία ειρήσθω εν παρόδω ποτέ μα ποτέ δεν άγγιξε στο παρελθόν, όμως ο νους του ταξιδεύει στο σώμα της αιώνια αγαπημένης του. Η Ελένη, και να πως τα φέρνει τελικά η μοίρα, θα γίνει χωρίς καμία αμφιβολία η γυναίκα εκείνη που στην κυκνοφωλιά της θα βρει καταφύγιο και θαλπωρή, εκείνη που στην αγκαλιά της θα νιώσει αγόρι και άντρας μαζί, ένας τρυφερός σύζυγος και ένας φλογερός εραστής.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο ίδιος αναφέρει προς απόδειξη και επιβεβαίωση των παραπάνω λεγομένων: “Έδρεψα από την Σπάρτη το ωραιότερο λουλούδι της. Ελένη λένε το βασίλειό μου. Ο κόσμος είναι απέραντος, σε κανενός τη χούφτα δε χωράει, κανένα σκήπτρο ή σπαθί δεν τον δαμάζει. Όσοι έδωσαν την ψυχή τους για την εξουσία έμειναν απλώς δίχως ψυχή“. Ο Μενέλαος είναι μία προσωπικότητα ευάλωτη και κάπως εύθραυστη, δεν έχει πάντα ισχυρή βούληση και δεν έχει ιδιαίτερο θυμό, μοιάζει λίγο σαν να παρασέρνεται από τον πανδαμάτορα χρόνο και από τον ποταμό όχι τον Αχέροντα αλλά τον άλλον, αυτόν των εξελίξεων.
Σε αντίθεση με τους υπόλοιπους, τον αδερφό του, τον Αγαμέμνονα που είναι θηρίο ανήμερο και πάντα έτοιμος για επίθεση και πόλεμο και τον πάντα πολυμήχανο και ετοιμόλογο Οδυσσέα τον Λαερτιάδη όπως πολύ εύστροφα και με διάθεση περιπαικτική τον αναφέρει ο Χωμενίδης, ο Μενέλαος χτίζει έναν δικό του κόσμο όπου εκεί κατοικούν οι γυναίκες του και κανείς δεν τις αγγίζει μέσα του.
Για ένα “γεμάτο” πουκάμισο, για μιαν αιώνια Ελένη
Μπορεί ο Σεφέρης στον στίχο του να μας μιλά για ένα άδειο πουκάμισο, μα ο Χωμενίδης αλλάζει τον ρου των συναισθημάτων και της ιστορίας και δεν ξεγυμνώνει τον ήρωά του από το αιώνιο πάθος, δεν του προκαλεί αφαίμαξη πόθου και ηδονής για την δική του μοναδική θεά που έχει μέσα του “εγκατασταθεί”. Ο Πάρις έκανε το κακό, πήρε την Ελένη μακριά, ο Μενέλαος έμεινε μόνος μα έχει για παντοτινή συντροφιά την εικόνα της στα μάτια του και την ανάμνησή της στην πληγωμένη του καρδιά.
Σαν η απρόβλεπτη μοίρα και η θέληση των θεών έναντι των ανθρώπων τον φέρνουν προ τετελεσμένων γεγονότων, ο Μενέλαος μοιάζει ψύχραιμος παρά τον θυμό και την οργή της απώλειας της αγαπημένης του που τώρα πια βρίσκεται μακριά του και χώρια του. Ζει με την ανάμνησή της, μυρίζει ακόμα το άρωμά της, δεν χάνει στον νου του τα ίχνη της.
Μάλιστα τελειώνει ο Χωμενίδης το βιβλίο ιδανικά και αρκετά στοχαστικά, γιατί αφήγηση δίχως στοχασμό, είναι μουσική χωρίς ρυθμό. Θα ξεστομίσει ο Μενέλαος ατενίζοντας το επέκεινα της ζωής του φανταζόμενος τον εαυτό του σε μια άλλη στρατόσφαιρα, κάπως μεταφυσική: “Το μόνο που μας χάρισε ο χρόνος είναι η ιστορία μας. Όπως την πλάσαμε εμείς οι δύο, μαζί και χώρια. Όπως δεν θα την καταλάβει άλλος κανείς. Το μόνο που μας μένει τώρα πια είναι να λέμε ο ένας στον άλλο την ιστορία μας. Για όσο… Έτσι έγινα ξανά ο βασιλιάς της“.
Αυτή είναι και η πεμπτουσία της επανατοποθέτησης κατά τον Χωμενίδη, έτσι όπως την εξέλαβα προσεγγίζοντας την αφήγηση. Η Ελένη και ο Μενέλαος δεν μοιάζουν με πρόσωπα παραμυθένια, μοιάζουν με αερικά που δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο, μοιάζουν με Νύμφη και Αστέρα αντίστοιχα, με μορφές που ενώνουν το φως τους σε ένα άλλο σύμπαν μακριά από το στενά ανθρώπινο, πέρα από το Καλό και το Κακό, πέρα από το αμιγώς γήινο που δεν μπορεί να τους καθηλώσει. Ιπτάμενοι και οι δύο, σαν άλλοι Ολλανδοί, θα βρίσκονται πάντα αφοσιωμένοι και δοσμένοι μακριά από ανθρώπινα στερεότυπα, ο ένας να ακουμπά στον άλλον κοιτώντας τα αστέρια της αγάπης τους.
*** Οφείλω να επισημάνω το ιδιαίτερα ευρηματικό λεξιλόγιο και τα εκφραστικά παιχνίδια του συγγραφέα που απογειώνουν την χαρά της ανάγνωσης…
Αποσπάσματα
“Πώς αισθανόμουν που είχα βρεθεί – από το πουθενά σχεδόν, από το τίποτα -βασιλεύς και πολέμαρχος; Ανακάλυπτα την ηδονή της εξουσίας; Συνέτριβε, αντίθετα, το βάρος της τους αμάθητους ώμους μου;”
“Όταν γνωρίζεις το παρελθόν και το παρόν του άλλου, δεν είναι δύσκολο να προβλέψεις με ακρίβεια το μέλλον του. Ιδίως άμα δε θαμπώνει την κρίση σου το παραμικρό συναίσθημα…”