Γραμμένο το 1903, ο Βυσσινόκηπος είναι ένα έργο για το θάνατο ενός κόσμου και τη γέννηση ενός καινούργιου. Ο Τσέχωφ ασκεί σφαιρική κριτική και αναδεικνύει τα σφάλματα του κατεστημένου τρόπου ζωής, χωρίς ποτέ να γίνεται διδακτικός, κοιτάζοντας πάντα τους ανθρώπους αυτού του κόσμου με αγάπη και χιούμορ. Δεν αναλύει ούτε φαίνεται να γνωρίζει ακριβώς τη σύσταση του καινούργιου κόσμου που αναδύεται. Απλώς παρατηρεί τη ζωή και τους ανθρώπους τη στιγμή της μετάβασης απ’ τον έναν κόσμο στον άλλον. Και ως καλλιτέχνης ελπίζει και προβάλλει το ιδανικό, το ευγενές. Σχεδόν προφητικά, καθώς το 1917 ξεσπά η Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία. Ενώ, έναν ακριβώς αιώνα μετά, η ιστορία κάνοντας άλλον έναν κύκλο βρίσκεται και πάλι σε περίοδο μετάβασης.

Υπηρετώντας την ανάδειξη της Ομορφιάς, χαρακτηριστικό του έργου του Τσέχωφ, η ομάδα Ίριδα θέτει στο κέντρο της παράστασης την τσεχωφική ποίηση τοποθετώντας την σ’ ένα ζωντανό μουσικό και ηχητικό περιβάλλον . Νέοι σε κρίσιμη καμπή βλέπουν τον κόσμο τους να μεταλλάσσεται. Ανάθεμα αν μπορεί κανείς να προεικάσει ποια είναι η νέα μορφή που πρόκειται να πάρει. Φως; Σκοτάδι; Ό,τι και αν έρθει, ο Τσέχωφ είναι εδώ για να υπενθυμίσει: είτε Φως είναι είτε Σκοτάδι, οφείλει πάντα να είναι Ζωή. Οι νέοι οφείλουν πάντα να παλεύουν να επικρατεί η Ζωή. Και το Φως. Κι αυτό κάνει και ο Τσέχωφ στα έργα του. Ο Βυσσινόκηπος δεν ασκεί «πολιτική». Πολιτική χροιά αποκτά ούτως η άλλως απ’ τη ρίζα του ίδιου του θέματός του. Επιλέγει να επικεντρωθεί στην Ομορφιά. Να μην κρίνει, να μην υποδείξει, απλώς να φέρει στην επιφάνεια την αλήθεια της ζωής: ο άνθρωπος ακόμα και στην πιο τερατώδη μορφή του ζητάει τη Ζωή. Κι όπως πάντα, όλοι οι ήρωες των έργων του, ζητούν κάτι. Είτε παλεύουν γι’ αυτό είτε όχι. Ζητούν. Και μ’αυτόν τον τρόπο παραμένουν ζωντανοί.

Η Λιουμπώφ επιστρέφει από το Παρίσι, καθώς ο βυσσινόκηπός της πουλιέται λόγω χρέους και μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια εισέρχεται στην παιδική της κάμαρα, στην «κάμαρα των παιδιών». Εκεί φαίνεται να συναντά όλη της τη ζωή, εκεί να συνδέει κάθε κομμάτι της ζωής αυτού του σπιτιού μέσα στα χρόνια. Κι αυτή ακριβώς η κάμαρα είναι η κεντρική συνθήκη. Η οικογένεια μπαίνει στην κάμαρα και «μεταμορφώνεται». Γίνονται όλοι πάλι παιδιά, εισέρχονται στη «χώρα των θαυμάτων», στο παραμύθι, χωρίς να μπορούν να συλλάβουν τις συχνότητες της πραγματικότητας που κρούει τον κώδωνα για την καταστροφή που πρόκειται να έρθει. Οι ήρωες ζουν για τελευταία φόρα μέσα σ’ αυτό το σπίτι, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που τελειώνει, ακραία, απόλυτα, παιδικά. Κι ο Βυσσινόκηπος αναδύεται μέσα από την ποιητική μαγεία του παραμυθιού, μέσα από τα γεμάτα απορία μάτια ενός παιδιού που του παίρνουν το παιχνίδι.

Αθώα απέναντι στις ιστορικές εξελίξεις και παράλληλα συνένοχη και συνδημιουργός, η ομάδα Ίριδα αγγίζει τη ζωή της στην ιστορική καμπή που βρίσκεται με αθωότητα, ευαισθησία, ποιητικότητα και κυρίως με απορία. Για εκείνη, αυτή φαίνεται να είναι η ματιά του καλλιτέχνη Τσέχωφ. Γι’αυτό κι επιλέγει να φορέσει για λίγο τα γυαλιά του για να παρατηρήσει τον Άνθρωπο. Το ίδιο ζώο στο οποίο ο Τσέχωφ αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη μελετώντας και αγαπώντας το όσο τίποτε άλλο.

Συντελεστές

Σκηνοθεσία: Ερρίκος Μηλιάρης
Βοηθός σκηνοθέτη: Κλεοπάτρα Γκίνη
Σκηνικά Κοστούμια Μακιγιάζ: Μαρίνα Μηλιάρη
Κίνηση, Χορογραφίες: Βασίλης Ψυλλάς
Πρωτότυπη ζωντανή μουσική: Νικόλας Αναστασίου (ηλεκτρικό βιολί , κρουστά), Αντώνης Αντωνιάδης (πλήκτρα, ακορντεόν, μεταλλόφωνο, φλογέρα)

Διανομή

Λιουμπώφ Αντρέγεβνα: Ελευθερία Κωνσταντοπούλου
Άννια: Αναστασία Πλέλλη
Βάρια: Κατερίνα Παρισσινού
Γκάγεφ: Γιάννης Yoshi Πάτσης
Λοπάχιν: Τρύφωνας Ζάχαρης
Τροφίμωφ: Κωνσταντίνος Παράσης
Συμεόνωφ – Πίσσικ: Θίασος
Σαρλόττα Ιβάνοβνα: Φιλία Κανελλοπούλου
Επιχόντωφ, Γιάσσα: Νικόλας Παπαευθυμίου
Ντουνιάσσα: Δήμητρα Παπουρτζή
Φιρς: Αντώνης Αντωνιάδης

Φωτογραφίες: © Νίκος Πανταζάρας

Teaser: © Στέφανος Γκέκας