Πιστός στις επαναλαμβανόμενες δομές του, ο Wim Mertens έχει καταφέρει να διαδώσει τη μινιμαλιστική μουσική σε απρόσμενους χώρους και να την κάνει δημοφιλή σε «ανυποψίαστα» κοινά, χάρη στην ιδιαίτερη μελωδική ευαισθησία, που διαπερνά όλες τις συνθέσεις του, και στο χαρακτηριστικό ηχόχρωμα της φωνής του, ένα φαλτσέτο που μοιάζει να βγαίνει από το ίδιο το πιάνο και που ταυτόχρονα «σπα» τις νόρμες της σύγχρονης μουσικής. Ο Φλαμανδός συνθέτης, που «δεν είναι αρκετά κλασσικός για τους λάτρεις της κλασικής μουσικής και ταυτόχρονα είναι πολύ κλασικός για τον κόσμο της ποπ», σε ένα χρόνο θα γιορτάσει τα 40 χρόνια μία πολύ παραγωγικής καριέρας.
Από τις αρχές των ’80s, ο πολυπράγμων Βέλγος συνθέτης, μουσικολόγος, κοντρα-τενόρος, κιθαρίστας και πιανίστας Wim Mertens έχει καταφέρει να αποκτήσει απήχηση σε ένα ευρύ κοινό λειτουργώντας πάντα με επίκεντρο το μινιμαλισμό και θέτοντας τη μουσική, σα μία βασική ανθρωπινή εκφραστική ανάγκη: «Δεν ανήκω στην κατηγορία των επαγγελματιών μουσικών που προσεγγίζουν όλα τα μουσικά είδη. Γι αυτό και αισθάνθηκα από τα πρώτα μου βήματα πως θα πρέπει να δημιουργήσω ένα νέο κοινό για τη μουσική μου… Ειδικότερα στην Ελλάδα αναζητάτε πιο ευέλικτες μουσικές ερμηνείες και νιώθω ότι το κοινό είναι ανοικτό στις εμπνεύσεις μου, αντιλαμβάνεται τον τρόπο που τραγουδώ σε μία μη συμβατική γλώσσα και το σημαντικότερο κάνει δική του τη μουσική μου» δήλωσε στην Αναστασία Κουκά στο ΕΘΝΟΣ.
Στη δισκογραφία του καταγράφονται γύρω στα 70 άλμπουμ, μερικά από τα οποία έχουν αποκτήσει σχεδόν κλασική υπόσταση. Από τη μουσική επένδυση της παράστασης The Power of Theatrical Madness του Jan Fabre (1984) και της βραβευμένης ταινίας The Belly of An Architect/ Η κοιλιά του αρχιτέκτονα (1987) του Peter Greenaway μέχρι τους κλασσικούς πια δίσκους μινιμαλιστικής σύνθεσης – ορόσημο στην καριέρα του ίδιου, Vergessen (1982), Struggle for pleasure (1983) και Maximizing the Audience (1985) – το πρώτο άλμπουμ στο οποίο πρόσθεσε φωνή, τη δική του.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι ο Mertens ουδέποτε επανέλαβε μουσικές φόρμες επειδή ήταν επιτυχημένες ή τυποποιήθηκε για χάρη της εμπορικής απήχησης.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Wim Mertens
Ο Μέρτενς γεννήθηκε στο Νέερπελτ του Βελγίου το 1953. Ξεκίνησε να μαθαίνει κιθάρα στα οκτώ του χρόνια και μετά από 10 χρόνια συνεχούς ενασχόλησης με τη μουσική, παίρνει το πρώτο του πτυχίο το 1975 – κόντρα στο αναμενόμενο – στις κοινωνικές και πολιτικές επιστήμες, αναζητώντας την απάντηση στο «τι τελικά καθορίζει τα ιστορικά γεγονότα, ποιοι είναι οι παράγοντες, ποιά είναι τα στοιχεία που κινούν την ιστορία» αντιλαμβανόμενος ότι όλες οι μορφές τέχνης, αλλάζουν και διαμορφώνονται ακολουθώντας τα ιστορικά γεγονότα.
Τελικά, σπούδασε μουσικολογία στο Πανεπιστήμιο της Γάνδης και ανώτερα θεωρητικά και πιάνο στο Ωδείο της Γάνδης και στο Βασιλικό Ωδείο των Βρυξελλών. Το διδακτορικό του (1980) τελικά έγινε το περίφημο βιβλίο «American Minimal Music» (“Αμερικανική Μινιμαλιστική Μουσική”), σύγγραμμα-ορόσημο με αντικείμενο την αμερικάνικη επαναλαμβανόμενη μουσική των LaMonte Young, Terry Riley, Steve Reich, και Philip Glass. «Αυτή η μουσική μου έδειξε ότι υπάρχουν νέες περιοχές να διερευνήσουμε και δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε γιατί διαφορετικά θα οδηγηθούμε σε μουσική στειρότητα».
Από το 1978, που δούλευε ως παραγωγός στην τότε Βελγική Ραδιοφωνία – Τηλεόραση έκανε συναυλίες των Philip Glass, Steve Reich, Terry Riley, Meredith Monk, Urban Sax και άλλων και έτσι γνώρισε την αμερικάνικη μινιμαλιστική μουσική. Θαύμαζε του αμερικάνους συνθέτες «που αισθάνονται ελεύθεροι και λειτουργούν περισσότερο με τη διαίσθηση σε αντίθεση με του ευρωπαίους που ο πόλεμος τους πήγε πίσω και του έθεσε πολλούς φραγμούς και στις συνθέσεις τους πασχίζουν για σοβαρότητα και λογική αλληλουχία». Υπήρξε, ακόμη, συμπαραγωγός του ραδιοφωνικού προγράμματος Funky Town μαζί με τον Gust De Meyer, βασικό συνεργάτη του στο πειραματικό άλμπουμ «For Amusement Only», όπου έγραψαν ηλεκτρονική μουσική για… φλιπεράκια.
Ο Mertens έχει καταφέρει να βρει τις δημοφιλείς παραμέτρους της σύγχρονης μουσικής και τις χρησιμοποιεί σε συνθέσεις είτε για συμφωνικές ορχήστρες και μικρότερα ορχηστρικά σύνολα, είτε κομμάτια για πιάνο και φωνή (τη δική του, πάντα) είτε για «μινιμαλιστικούς» και απρόσμενους συνδυασμούς οργάνων (δώδεκα πίκολο, δέκα τρομπόνια, δεκατρία κλαρινέτα). «Στη μουσική υπάρχει πάντα η διαφορά αυτού που βλέπεις και αυτού που ακούς … εγώ λέω ότι βλέπεις αυτό που ακούς. Ο ακροατής πρέπει να καταλάβει μέσω της ακοής.
Να απομακρυνθεί από συμβατικούς κώδικες, όπως η γλώσσα, και να κατανοήσει με καθαρότητα τη δημιουργία του συνθέτη… Μεταφράζω τη σιωπή σαν μία φάση μέσα στη μουσική. Ενσωματώνω στοιχεία της σιωπής και της ατονικότητας στη μουσική μου, μακριά από τους κανόνες της παράδοσης.» δήλωσε στον Δημήτρη Δουλγερίδη στα ΝΕΑ.
Στο πρώτο μέρος των δύο συναυλιών του στην Ελλάδα ο Wim Mertens θα παρουσιάσει τον πιο πρόσφατη δουλειά του, «That Which is Not» του 2018, η οποία σύμφωνα με τον ίδιο συνδυάζει «τη λογική ροή με το παιγνιώδες στοιχείο και τις έννοιες της διασκέδασης με την αρετή».
Η δουλειά του αυτή μαζί με τις πρόσφατες κυκλοφορίες, «Dust of truths», «What are we, lock, to do?» και «Charaktersketch», οι οποίοι εκδόθηκαν μαζί σε μία κασετίνα με τον τίτλο «Cran aux oeufs» επιβεβαιώνουν την υπεροχή αλλά και τη χαρισματικότητα του, τόσο σε επίπεδο σύνθεσης όσο και ερμηνείας.
Στο δεύτερο μέρος των συναυλιών του στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα το κοινό θα απολαύσει μία επιλογή από τα πιο γνωστά κομμάτια από την πλούσια δισκογραφία του συνθέτη(1980 -2018), κομμάτια που έχουν αγαπηθεί ιδιαίτερα από το ελληνικό κοινό: «Often a bird», «Struggle for pleasure», «Not at home», «Close cover», «The tonality», «4 Mains», «No testament» και πολλά άλλα.