Το δώρο των «άλλων»
Στην ταινία «η Επαφή» (Contact, 1997), η Jodie Foster αποκρυπτογραφεί το μήνυμα που στέλνουν οι «άλλοι» για την κατασκευή μιας μηχανής που την βοηθά να υπερβεί το χωροχρονικό όριο ενός αστρικού ταξιδιού για να μπορέσει να μιλήσει μαζί τους ∙ όταν φτάνει, οι «άλλοι» εμφανίζονται με την μορφή του χαμένου πατέρα της. Στην ίδια ταινία έπαιζε και ο Matthew McConaughey που, μερικά χρόνια μετά, το 2014 με το Interstellar του Christopher Nolan, θα πραγματοποιήσει ένα ανάλογο χωροχρονικό ταξίδι, ξανά με την πολύτιμη βοήθεια των «άλλων». Αρκετά χρόνια πριν, η ταινία-σταθμός 2001: A space Odyssey του Stanley Kubrick, στήνει έναν ολόκληρο φιλιμικό γρίφο γύρω από την παρουσία ενός μαύρου μονόλιθου, δώρο των «άλλων»: Στην αρχή της ταινίας και υπό τα επιβλητικά τύμπανα του Strauss ο μονόλιθος είναι η αιτία του εξελικτικού άλματος μιας πρωτόγονης φυλής ανθρώπων∙ στο τέλος, ο αστροναύτης Bowman αργοπεθαίνει μπροστά σε έναν ίδιο μονόλιθο και αναγεννάται ως το «αστρικό παιδί», πιθανότατα σηματοδοτώντας ένα ακόμα στάδιο εξέλιξης για το ανθρώπινο είδος (περισσότερα και εκτενέστερα για την σχέση των δυο ταινιών, εδώ). Στο ίδιο μοτίβο, η καινούρια ταινία του Dennis Villeneuve φέρνει ξανά «τους άλλους» ως φορείς ενός καθοριστικού «δώρου» για την ανθρωπότητα. Η διαφορά του με όλους τους προηγούμενους είναι πως σε όλη την διάρκεια παραμένει προσγειωμένος, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην γήινη ατμόσφαιρα.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι «άλλοι» του Βιλνέβ έχουν το λιγότερο μυστήριο: Εμφανίζονται κατά την διάρκεια της ταινίας, αποκτούν παρατσούκλια, συνομιλούν και προσπαθούν να βρουν ένα τρόπο να μεταφέρουν το «δώρο» τους, το οποίο σε πολλά σημεία ερμηνεύεται και σαν όπλο, δημιουργώντας εύκολες παρεξηγήσεις σε ένα ούτως ή άλλως, πολεμοχαρές συμπαντικό είδος, εμάς. Το πρόβλημα όμως είναι από την αρχή σαφές: Η επικοινωνία και η μετάφραση. Η γλωσσολόγος Amy Adams αναλαμβάνει το δύσκολο έργο να αποκωδικοποιήσει τους παράξενους ήχους και τα ακόμα πιο παράξενα σύμβολα της ιδιαίτερης «γλώσσας» των επισκεπτών. Ανάλογες προσπάθειες γίνονται σε άλλες γωνιές του πλανήτη όπου έχουν προσγειωθεί τα μυστήρια διαστημόπλοια των άλλων, με το ανθρώπινο είδος να βρίσκεται στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού- το τι μπορεί να θέλουν οι «άλλοι» ποικίλει ανάμεσα στον πλήρη αφανισμό μας μέχρι την προσπάθειά τους να διαλέξουν μια υπερδύναμη ως σύμμαχο για να εξοντώσουν μια άλλη. Ανθρώπινος, πολύ ανθρώπινος τρόπος να ερμηνευτεί η απρόσμενη άφιξη.
Ενώ λοιπόν στα περισσότερα έργα το θέμα είναι το τι κάνεις με το «δώρο» των άλλων (που βασικά πάντα αφορά στο χωροχρόνο και την τιθάσευσή του), το μεγαλύτερο (αν όχι το σημαντικότερο) θέμα της ταινίας του Βιλνέβ αφορά στην αποκωδικοποίηση, τη γλώσσα και τον τρόπο μέσω του οποίου θα γίνει η παράδοση-παραλαβή. Όταν τελικά σπάει το φράγμα της επικοινωνίας, η κατάκτηση του δώρου εντοπίζεται στην ίδια την γλώσσα με την οποία μεταφέρθηκε. Το τρίτο μέρος της ταινίας σχηματίζει έναν ολοκληρωμένο κύκλο, αναδιατάσσοντας την γραμμικότητα της αφήγησης. Εκεί που οι άλλοι δημιουργοί ασχολήθηκαν με τα όρια του σύμπαντος και του χωροχρόνου, ο Βιλνέβ με το Arrival ασχολείται με τα όρια της γλώσσας και της σκέψης. Ένα ξεχωριστό σύμπαν δηλαδή, με αχαρτογράφητες ακόμα εκτάσεις.
«Τα όρια της σκέψης είναι τα όρια της γλώσσας»
Η παραπάνω φράση ανήκει στον φιλόσοφο Λούντβιχ Βιτγκενστάιν (1889-1951). Σύμφωνα με αυτόν και την θεωρία της γλωσσικής σχετικότητας (language relativity) το μυαλό μας «προγραμματίζεται» να λειτουργεί με βάση τον γλωσσικό πρωτογενή κώδικα. Κατ΄επέκταση, έννοιες και ιδέες που δεν μπορούν να εκφραστούν γλωσσικά, παραμένουν αφηρημένες και απροσδιόριστες και νοητικά. Γνωστή και ως «Η υπόθεση των Sapir-Whorf» η θεωρία αυτή υποχώρησε από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, με επιφανέστερο πολέμιο τον Noam Chomsky, η σχολή του οποίου αναγνώρισε ένα οικουμενικό πλαίσιο συσχέτισης σκέψης και γλώσσας.
Αυτό όμως που μοιάζει τώρα μάλλον προφανές για τις όποιες διαφοροποιήσεις ανάμεσα στους γλωσσικούς κώδικες μεταξύ πολιτισμών, χρησιμοποιείται ως εύρημα στην αντιστροφή του: Η εμπέδωση ενός εντελώς καινούριου γλωσσικού κώδικα μπορεί να «ξεκλειδώσει» τους τρόπους με τους οποίους το μυαλό λειτουργεί, και μαζί τις τροπικότητες του ομιλητή απέναντι σε έννοιες και ιδέες που είχε εμπεδώσει εντελώς διαφορετικά. Αυτό είναι και το θέμα που διατρέχει το πρωτογενές υλικό που βασίστηκε η ταινία, το βραβευμένο διήγημα του Ted Chiang «Η ιστορία της ζωής σου» (κυκλοφορεί στην ομώνυμη συλλογή διηγημάτων από τις εκδόσεις Κέδρος). Εκεί λείπουν οι γεωπολιτικές εντάσεις που κρατούν ένα μέρος της πλοκής της ταινίας και η ιστορία περιορίζεται στην γλωσσική και νοητική ανακάλυψη της γλωσσολόγου πρωταγωνίστριας: Η κυκλική συμβολική γλώσσα των heptapods (οι «άλλοι» είναι ευμεγέθη φταπόδια) είναι η κωδικοποίηση ενός τρόπου σκέψης που υπερβαίνει την γραμμικότητα του χρόνου, όπως την αντιλαμβάνονται οι άνθρωποι. Όπως και στην περίπτωση του βασανισμένου αστρικού ταξιδευτή Pilgrim στο «Σφαγείο νο.7» του Curt Vonnegut, οι Τραφαλγκαριανοί του και τα φταπόδια του Chiang αντιλαμβάνονται τον χρόνο ως μια άνευ αρχής και τέλους κυκλικότητα. Με άλλα λόγια, τον καταργούν, καθώς όλες οι στιγμές συμβαίνουν ταυτόχρονα. [2]
Τα φταπόδια έρχονται στη Γη με στόχο να μεταφέρουν το δώρο τους, δηλαδή την γνωστική αντίληψη του χρόνου, επειδή όπως λένε, θα ζητήσουν πίσω μια χάρη σε μερικές χιλιετίες. Αλλά τίποτα από όλα αυτά τα διαστημικά δεν αναλύεται περαιτέρω, ούτε στο διήγημα ούτε στην ταινία. Οι μαύροι μονόλιθοί τους έρχονται και φεύγουν με τον ίδιο ήσυχο τρόπο και η Amy Adams παραμένει πίσω να διαχειριστεί την ανασύνθεση της αντίληψης του χρόνου στο μυαλό της. Ακριβώς εκεί βρίσκεται ο έτερος πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται το οικοδόμημα του έργου: Αν ο ένας αφορά στην αποκρυπτογράφηση ενός καινούριου γλωσσικού κώδικα, ο άλλος αφορά στην διαχείριση του δώρου σε ένα εντελώς προσωπικό επίπεδο.
-ελαφρώς spoilers-
Τίποτα δεν μαθαίνουμε για την νέα φάση του ανθρώπινου είδους με βάση την νέα επιστημονική (γιατί τέτοια είναι) κατάκτηση και την κατάργηση της χρονικής γραμμικότητας. Το μόνο που μαθαίνουμε είναι πως τα flashbacks της ηρωίδας δεν ήταν ακριβώς flashbacks αλλά fast-forwards, δηλαδή η κατεκτημένη της ικανότητα να βιώνει και να ζει όλες τις στιγμές, παρελθόντος και μέλλοντος, ταυτόχρονα. Σε αυτές, αυτό που έμοιαζε με το τραύμα της απώλειας της κόρης σε νεαρή ηλικία, μοιάζει τώρα με ένα επερχόμενο τραύμα. Η ηρωίδα θα καταλήξει να παντρευτεί τον θεωρητικό φυσικό συνεργάτη της (στην ταινία ο Jeremy Renner, σε έναν μάλλον άχαρο ρόλο που περιορίζεται σε ένα voice-over διευκόλυνσης της πλοκής) και το παιδί τους, η Άννα με το παλίνδρομο όνομα (διαβάζεται και ανάποδα), είναι «καταδικασμένη» να πεθάνει από μια εξαιρετικά σπάνια ασθένεια. Όλα αυτά όμως μπορεί και τα βλέπει/βιώνει στο παρόν οπότε, σε ένα θεωρητικό πλαίσιο, μπορεί να αλλάξει τον ρουν της ιστορίας της.
Αντιμέτωποι με την αδυσπώτη γραμμικότητα του χρόνου, σε ένα αδιάκοπο κυνήγι επιλογών με μεγάλο ζητούμενο το μέλλον, ένα είδος με βαθιά και τραυματική επίγνωση της θνητότητάς του∙ τα μελλούμενα ήταν πάντα μια διαρκής αναζήτηση στην ιστορία των πολιτισμών. Μαντεία, χρησμοί, μοίρα, πεπρωμένο. Η «Άφιξη» μιλά για την ιδιαίτερη εκείνη συνθήκη που το προσωπικό μέλλον χαρτογραφείται και ξεδιπλώνεται από την θέση του παρόντος. Δεν έχει τόση σημασία αν αυτή η αποκάλυψη ήρθε από εξωγήινους εφτά ή εννιά ποδιών- σημασία έχει το εντελώς ανθρώπινο ερώτημα, που διαιρεί την Amy Adams: Δεδομένου ότι ξέρει πως η μικρή της κόρη θα νικηθεί από την ασθένεια, θα επιλέξει ακόμα να της «χαρίσει» το πέρασμα στη Γη; Να μοιραστεί τις όσες στιγμές της μαζί της; Να βιώσει τον ανείπωτο πόνο της απώλειας; Η ηρωίδα δίνει την δική της απάντηση, μόνο που πλέον δεν είναι απάντηση ενός ανθρώπου που ασφυχτιά στα πολλαπλά ενδεχόμενα του γραμμικού χρόνου- είναι η απάντηση ενός όντος που μπορεί κατά το δοκούν να δώσει ή να αρνηθεί το δικαίωμα της ύπαρξης. Η κατάκτηση του χρόνου είναι η κατάκτηση της θεϊκής υπόστασης.
-τέλος spoilers-
Ο αγώνας απέναντι στο χρόνο
Η αντοχή στο χρόνο είναι το μεγάλο ζητούμενο κάθε κινηματογραφικού έργου. Πόσο μάλλον σε μια εποχή που το ίδιο το μέσο συνεχώς ανανεώνεται τεχνολογικά, δρασκελίζοντας μεγάλες αποστάσεις στην αισθητική και την εικαστική του αρτιότητα σε μικρό χρόνο. Το Arrival πριν ακόμα δώσει την μάχη με το χρόνο, δίνει από την πρώτη του σκηνή μια μάχη με τις προσδοκίες που το συνόδευαν, ένα χρόνο σχεδόν πριν την κυκλοφορία του στις αίθουσες. Προσδοκίες εν πολλοίς δικαιολογημένες, οι οποίες ωστόσο μοιάζουν σε πολλά σημεία να λειτουργούν σαν βαρίδι πάνω στον μελαγχολικό, προσγειωμένο και ατμοσφαιρικό τόνο της ταινίας.
Ο Ντένις Βιλνέβ είναι ένας ανερχόμενος δημιουργός, με τρεις πρόσφατες σημαντικές και πετυχημένες ταινίες (Sicario, Enemy, Prisoners). Η αναγνώριση του από κοινό και κριτικούς τον οδήγησε να ηγηθεί μιας πολύ αναμενόμενης ανανέωσης ενός παλιού και αγαπημένου κινηματογραφικού μύθου- θα είναι ο σκηνοθέτης του νέου Blade Runner (με τίτλο Blade Runner 2049) και της επιστροφής του Rick Deckard (Harrison Ford) το 2017 στις κινηματογραφικές οθόνες. Το Arrival είναι ίσως η πρώτη φορά που βρισκόταν στο «ραντάρ» πριν ακόμα κυκλοφορήσει- και οι τρεις προηγούμενες ταινίες του έχτισαν το όνομά του και τώρα καλείται να κάνει την μετάβαση στην λίστα των «μεγάλων».
Με το «Arrival» βάζει ψηλά τον πήχη. Η ταινία έχει σίγουρα αρκετές αδυναμίες, κυρίως σεναριακού χαρακτήρα, και αρκετά όρια (έπρεπε άλλωστε να «δείξει» τα φταπόδια να «φτύνουν» εξωγήινο μελάνι για να γράψουν). Κυρίως όμως τα όρια αυτά αναδεικνύονται όταν μπαίνει στη ζυγαριά με τις παλιότερες προσεγγίσεις του είδους: Η ταινία του Βιλνέβ μάλλον είναι αρκετά νωθρή και αργόσυρτη συγκρινόμενη με ταινίες που εξερευνούν τα όρια του σύμπαντος (και του σινεμά μέσω αυτού). Παραείναι ατμοσφαιρική και σπανίως δείχνει τα αστέρια. Απαιτεί αρκετή εμπλοκή και προσοχή του θεατή (άρα δύσκολη για μαζικό κοινό) και έχει την ίδια στιγμή αρκετές σεναριακές ευκολίες για να γίνει πιο «εμπορική» (Ρώσοι, Κινέζοι και πολεμοχαρείς Αμερικάνοι). Είναι μια ταινία για τον χωροχρόνο και διαδραματίζεται ολόκληρη σε μια και μόνο τοποθεσία. Οι παραπάνω αντιφάσεις συγκροτούν ένα έργο άνισο, αλλά αυτό είναι μάλλον μια εικόνα από το «πέρασμα» του ίδιου του σκηνοθέτη από ιδιοσυγκρασιακές δημιουργίες σε ταινίες που κυνηγούν τα box-office. Μένει να φανεί αν ο Blade Runner του θα είναι ότι ήταν και ο Batman για τον Κρίστοφερ Νόλαν (που πέτυχε αυτό το πέρασμα με επιτυχία, τουλάχιστον στην διατήρηση της αισθητικής του σφραγίδας).
Σε τελική ανάλυση όμως, η Άφιξη δεν είναι τόσο μια ταινία για εξωγήινους. Όπως και το «αστρικό παιδί» της τελευταίας σεκάνς της Οδύσσειας του Διαστήματος, έτσι και εδώ, η ταυτόχρονη επίγνωση του χρόνου και η κατάργηση της γραμμικότητάς του από την κεντρική ηρωίδα σηματοδοτεί ένα πέρασμα, ένα νέο εξελικτικό στάδιο για το ανθρώπινο είδος. Οι άλλοι έρχονται, φέρνουν την φωτιά αυτής της νέας γνώσης και αποχωρούν, πιθανότατα για να δεθούν σε έναν αστρικό Καύκασο, φτιαγμένο με τα υλικά αποσάρθρωσης των μαύρων μονόλιθων.
◊ Περισότερες πληροφορίες για την ταινία, εδώ