Οι 24 ταινίες του αφιερώματος «Η πτώση των δικτατοριών και η άνθιση του νέου κινηματογράφου / Ελλάδα – Ισπανία – Πορτογαλία»

Περισσότερες πληροφορίες για τις ταινίες που θα παρουσιαστούν στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος στο πλαίσιο του αφιερώματος «Η πτώση των δικτατοριών και η άνθιση του νέου κινηματογράφου:
Ελλάδα – Ισπανία – Πορτογαλία».

Οι Ταινιοθήκες της Ελλάδος, της Πορτογαλίας και της Ισπανίας γιορτάζουν τα 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, με ένα μεγάλο αφιέρωμα στις 13 με 19 Μαρτίου 2025 στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.

Δείτε το πρόγραμμα προβολών εδώ.

Οι Ελληνικές ταινίες
Επιμέλεια: Μαρία Κομνηνού

Πρόσωπο με πρόσωπο (1966), Ροβήρος Μανθούλης

Η ταινία αφορά έναν φτωχό καθηγητή Αγγλικών που κάνει φροντιστήριο στην κόρη μιας οικογένειας νεόπλουτων και φλερτάρει τόσο με την κόρη όσο και με τη μάνα της. Θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, καθώς με γκονταρικό ύφος κατάφερε να αποτυπώσει την υποβόσκουσα σύγκρουση μεταξύ της αστικής τάξης και των πτυχιούχων της μικρομεσαίας τάξης, οι οποίοι δεν είχαν πολλές διεξόδους, εκτός από τη μετανάστευση, για να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν τις φιλοδοξίες τους. Η Αθήνα μετατρεπόταν πλέον σε μια σύγχρονη μεγαλούπολη και τα σύμβολα του μοντερνισμού έρχονταν σε αντίθεση με τη μελαγχολία του πρωταγωνιστή της. Οι επιπτώσεις της μεταπολεμικής αστικοποίησης μπορούν επίσης να εντοπιστούν στον πορτογαλικό κινηματογράφο στο καινοτόμο έργο του Ρόσα Τα πράσινα χρόνια. Ο Μανθούλης ενσωμάτωσε επίσης ντοκουμέντα από τις κινητοποιήσεις κατά του λεγόμενου «βασιλικού πραξικοπήματος» που οδήγησε στην παραίτηση του εκλεγμένου πρωθυπουργού Γιώργου Παπανδρέου, θέτοντας τις βάσεις για την ανατροπή της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

Ευδοκία (1971), Αλέξης Δαμιανός

Ο γάμος ενός λοχία σε υποβαθμισμένη περιοχή κοντά στο λιμάνι με μια πόρνη, η οποία συνεχώς χλευάζεται και λοιδορείται για το παρελθόν της, αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της αφήγησης αυτής της εμβληματικής ταινίας. Όταν προβλήθηκε μέσα στη χούντα, αιφνιδίασε το κοινό με την έντονη καταγγελία του επικίνδυνου συνδυασμού καταπιεσμένης σεξουαλικότητας και στρατιωτικής πειθαρχίας. Σε μια χώρα όπου ο στρατός ενορχήστρωνε μια τεράστια προπαγανδιστική προσπάθεια για να εμφανιστεί ως ο σωτήρας του έθνους, η αποκάλυψη της κτηνωδίας και του παραλογισμού της ζωής στους στρατώνες δεν πρέπει να διέφυγε από το απαιτητικό κοινό που είχε εκπαιδευτεί να αποκρυπτογραφεί τους κρυμμένους κώδικες. Θυμίζοντας Παζολίνι, το υποπρολεταριάτο αναπαρίσταται με ανυπόκριτο τρόπο, χωρίς καμία προσπάθεια εξωραϊσμού. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η ταινία συνομιλεί με μεταγενέστερες ισπανικές ταινίες όπως το Άγιοι αθώοι, εκθέτοντας τη σκληρότητα της αγροτικής ζωής και τις πατριαρχικές νόρμες που εξακολουθούσαν να κυριαρχούν στην περιφέρεια.

Μετά σαράντα μέρες (1972), Φρίντα Λιάππα (μικρού μήκους)

Ένας φαντάρος περιφέρεται στους δρόμους της Αθήνας με την πρώτη άδεια της θητείας του. Η περιπλάνησή του σε διάφορους χώρους -καφετέριες, ταβέρνες, οίκους ανοχής, πάρκα- αποτυπώνει και το κλίμα της ελληνικής καθημερινότητας επί Χούντας, σε ένα ντοκιμαντερίστικου ύφους μικρού μήκους φιλμ που γυρίστηκε εν μέρει κρυφά, όπως γίνεται αντιληπτό και στα πλάνα με τις περιπολίες των ανδρών της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας. Πρόκειται για την πρώτη εμφάνιση στο σινεμά της Φρίντας Λιάππα, η οποία γύρισε την ταινία αμέσως μετά την αποφυλάκισή της στις φυλακές του δικτατορικού καθεστώτος, σε παραγωγή του επιδραστικού περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», που τότε διευθυνόταν από τον Βασίλη Ραφαηλίδη.

Μέγαρα (1974), Σάκης Μανιάτης, Γιώργος Τσεμπερόπουλος (ντοκιμαντέρ)

Το θαρραλέο ντοκιμαντέρ των Σάκη Μανιάτη και Γιώργου Τσεμπερόπουλου, ακολουθώντας το ύφος του άμεσου κινηματογράφου,  πραγματεύεται τον αγώνα που έδωσαν οι αγρότες στα Μέγαρα ενάντια στην απόφαση της χούντας, στο πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων πολιτικών της,  να απαλλοτριώσει μια μεγάλη περιοχή ελαιώνων για την εγκατάσταση διυλιστηρίου πετρελαίου. Το τελευταίο μέρος της ταινίας καταγράφει την απόφαση των αγροτών να ενωθούν με τους φοιτητές του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 μετά την άδικη αντιμετώπισή τους από το κράτος και το δικαστήριο. Η αντίσταση των κατοίκων των Μεγάρων ήταν η πρώτη μαζική εκδήλωση κατά της δικτατορίας, και τα Μέγαρα έμειναν στην ελληνική κινηματογραφική ιστορία ως ένα από τα σημαντικότερα σύγχρονα ντοκιμαντέρ.

Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας (1974), Νίκος Παναγιωτόπουλος

Βασισμένη στην αλληγορία του ύπνου, η ταινία απεικονίζει τη νωθρή ζωή τριών νεαρών γιων και του πλούσιου πατέρα τους, που έχουν κληρονομήσει μια πολυτελή βίλα σε ένα αθηναϊκό προάστιο. Απαλλαγμένοι από την ανάγκη εργασίας, φαίνονται να έχουν συμβιβαστεί με την τύχη τους και ακόμη και οι προσπάθειες του μικρότερου γιου να αποδράσει με τη βοήθεια της αισθησιακής υπηρέτριας αποτυγχάνουν. Όπως ο Αγγελόπουλος στους Κυνηγούς (1997), ο Παναγιωτόπουλος σε αυτήν την ταινία επικεντρώθηκε στη διερεύνηση του κόσμου της ζωής της ελληνικής αστικής τάξης. Αποφεύγοντας τις συγκεκριμένες ιστορικές αναφορές, μπορεί να ειπωθεί ότι προσφέρει έναν στοχασμό πάνω στη μελαγχολία που κατέλαβε την αστική τάξη μετά τα πρώτα ευφορικά χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας.

Ο θίασος (1975), Θόδωρος Αγγελόπουλος

Ο Αγγελόπουλος στον Θίασο απομακρύνεται από μια ρεαλιστική αφήγηση του πολέμου, η οποία θα μπορούσε να συγκριθεί με τη μεθοδολογία του ιστορικισμού. Όπως επεσήμανε ο σκηνοθέτης: «Έπρεπε να βρω έναν τρόπο να αποφύγω τις συμβατικές εικόνες που έχουν αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη από τις ταινίες και τις αφήγησεις: πείνα… θάνατοι… διωγμοί». Έτσι, η αφήγηση ξεκινά και εδράζεται στο 1952, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του Παπάγου. Το πρώτο πλάνο σεκάνς του Αγγελόπουλου είναι πράγματι μια διαλεκτική εικόνα, αφού το παρελθόν του 1938 έχει συμπτυχθεί στο παρόν της αφήγησης το 1952. Πιο συγκεκριμένα, λειτουργεί ως νυν χρόνος που αντιλαμβάνεται ο θεατής κάθε φορά που προβάλλεται η ταινία, ως χρονική διακλάδωση μέσα από την οποία διεξάγεται διαρκώς ο αγώνας για την εξιλέωση του παρελθόντος (δηλαδή της ήττας της Αριστεράς κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου και των διώξεων των υποστηρικτών της, για τη δικαίωση των οποίων αγωνίζεται η Νέα Αριστερά -με την οποία ταυτίζεται ο σκηνοθέτης).

Χάππυ Νταίη (1976), Παντελής Βούλγαρης

Σε ένα νησί, που το καίει ο ήλιος και το δέρνουν οι άνεμοι, ένα στρατόπεδο πολιτικών κρατουμένων περιμένει την επίσκεψη της «μεγάλης μητέρας», ετοιμάζοντας προς τιμήν της μια γιορτή. Ένας κρατούμενος, που αρνιέται επίμονα να δηλώσει μεταμέλεια, εξαφανίζεται, και οι Αρχές του στρατοπέδου τον δηλώνουν νεκρό, ως αυτόχειρα. Όμως, τη μέρα την επίσημης επίσκεψης και κατά τη διάρκεια της γιορτής, ο «νεκρός» εμφανίζεται. Σύμφωνα με τη Μαρία Κομνηνού, «Η ταινία αντιμετωπίζει το πρόβλημα της Μακρονήσου σαν μικρόκοσμο του διχασμού και της διάσπασης της δημόσιας σφαίρας στην Ελλάδα. […] ο Βούλγαρης προσεγγίζει το θέμα του με έντονη νεορεαλιστική και ουμανιστική ματιά…».

Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις (1977), Φρίντα Λιάππα (μεσαίου μήκους)

Μια ερωτική ιστορία στην Αθήνα του 1977, ανάμεσα σε μια αριστερή δημοσιογράφο και έναν ηθοποιό που έχει εγκαταλείψει το θέατρο. Παίρνοντας τον τίτλο ενός λαϊκού τραγουδιού του Δημήτρη Μητροπάνου, το «Μια ζωή σε θυμάμαι να φεύγεις», η Φρίντα Λιάππα χτίζει πάνω σ’ αυτό μια ταινία μεσαίου μήκους, στην οποία βάζει όλα τα στοιχεία της προσωπικής της μυθολογίας: από τον Τσιτσάνη ως τον Ρέιμοντ Τσάντλερ και από την πολιτική, την Αριστερά, το καλλιτεχνικό αδιέξοδο του δημιουργού, το θέατρο και την Μήδεια, μέχρι τις σχέσεις αρσενικού-θηλυκού, με τον άντρα πάντα να φεύγει, κατά πως λέει και ο τίτλος της ταινίας (και του τραγουδιού). Η σκηνοθέτιδα από τη Μεσσήνη σκιαγραφεί ανάγλυφα και με αιχμηρό τρόπο μια συγκεκριμένη γενιά και μια συγκεκριμένη εποχή: αυτή της μεταπολίτευσης.

Ένα τραγούδι δε φτάνει (2003), Ελισάβετ Χρονοπούλου

Τον χειμώνα του 1972, η εικοσιοκτάχρονη Ειρήνη οδηγείται στις φυλακές Κορυδαλλού για αντιστασιακή δράση. Για την εννιάχρονη κόρη της Όλγα, η φυλάκισή της βαραίνει σαν προσωπική εγκατάλειψη. Για τον επιπόλαιο πρώην άντρα της Μανόλη, έρχεται για πρώτη φορά η στιγμή να αναλάβει την ευθύνη του παιδιού του. Η παιδική φίλη της Ειρήνης, Βάσια, παίζει άθελά της καταλυτικό ρόλο στις ισορροπίες που αλλάζουν. Η ίδια η Ειρήνη ανακαλύπτει μέσα στη φυλακή μια άλλη πλευρά της ζωής και του εαυτού της. Όταν αποφυλακίζεται, τον Αύγουστο του 1973, δεν βρίσκει τίποτα στη θέση του. Στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, η Ελισάβετ Χρονοπούλου δίνει σάρκα και οστά στις βιωματικές της μνήμες από την ταραχώδη ζωή της καλλιτεχνικής της οικογένειας στην Αθήνα της δικτατορίας, σε ένα απελευθερωτικής δύναμης φιλμ που διαπλέκει με γνώση της διαλεκτικής και ενίοτε και χιούμορ το ειδικό (προσωπικό) με το γενικό (κοινωνικό-πολιτικό).

Εμείς, όχι εγώ (2023), Σταύρος Στάγκος (ντοκιμαντέρ)

Η εξέγερση του Πολυτεχνείου το Νοέμβριο του 1973, αποτέλεσε το κορυφαίο γεγονός αντίστασης στη Χούντα που κυβερνούσε τότε την Ελλάδα. Η ταινία αναπλάθει την διαδρομή που οδήγησε στις 6 ημέρες της εξέγερσης, καταγραφεί τα γεγονότα εκείνων των ημερών, φωτίζοντας πλευρές που μέχρι σήμερα παρέμεναν στο σκοτάδι, αλλά κυρίως μεταφέρει την ουσία της  εξέγερσης μέσα από τα λόγια των ανώνυμων πρωταγωνιστών της: ποιες προσωπικές διαδρομές οδήγησαν τον καθένα να συμμετέχει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε αυτά,  τι συνέβη μέσα τους από το γεγονός της συμμετοχής τους και τι τους άφησε σαν αποτύπωμα στη ζωή τους. Ένα ντοκιμαντέρ που συνδυάζει πολλές μαρτυρίες ανθρώπων (φοιτητρών, μαθητών, εργατών και εργαζομένων, κτλ.), χρήση αρχειακού κινηματογραφικού και φωτογραφικού υλικού από προσωπικά αρχεία καθώς και αρχεία διαφόρων οργανισμών, σύγχρονες λήψεις, αφαιρετικά δραματοποιημένες σκηνές και καταγραφή νέων πραγματολογικών στοιχείων από την έρευνα σε επίσημες πηγές, που μέχρι σήμερα δεν είχαν αξιολογηθεί.

Οι Ισπανικές ταινίες
Επιμέλεια: Κάρλος Ρεβιριέγκο

Τραγούδια για μετά τον πόλεμο / Canciones para después de una guerra (1973), Basilio Martín Patino (ντοκιμαντέρ)

Σε αυτή την ταινία ο σκηνοθέτης Μπαζίλιο Μαρτίν Πατίνο ανακαλεί τα χρόνια της μεταπολεμικής Ισπανίας μέσω μιας καυστικής άσκησης μοντάζ. Χρησιμοποιεί ειρωνικά και αντιστικτικά δημοφιλή τραγούδια της εποχής, επανανοηματοδοτώντας το «επίσημο» αρχειακό υλικό. Με αυτόν τον τρόπο, αποκαλύπτει το πραγματικό πρόσωπο μιας χώρας βυθισμένης στην πείνα και τη δυστυχία. Το Τραγούδια για μετά τον πόλεμο, γυρισμένο το 1971, αρχικά λογοκρίθηκε και συρρικνώθηκε σε ταινία μεσαίου μήκους, πριν τελικά απαγορευτεί από τον τότε πρωθυπουργό, Λουίς Καρέρο Μπλάνκο. Η ταινία προβλήθηκε στην Ισπανία μετά το θάνατο του δικτάτορα Φράνκο το 1975 και την σταδιακή έλευση της δημοκρατίας.

Θρέψε κοράκια / Cría cuervos (1976), Carlos Saura

Το αριστούργημα του Κάρλος Σάουρα ανατέμνει τη θρησκεία, το γάμο και τον θάνατο, μέσα από το βλέμμα ενός παιδιού. Εκτός από ένα αλλόκοτο δράμα οικογενειακής δυσλειτουργίας, πρόκειται και για μια ιστορική παραβολή για το τέλος του Φρανκισμού.  H εννιάχρονη ορφανή Άνα, στοιχειώνεται από τον θάνατο του πατέρα της, ενός βάναυσου στρατιωτικού και της κακοποιημένης μητέρας της. Το παιδί θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει ολόκληρη τη νεότερη γενιά της Ισπανίας, που έχει υποστεί βάναυση κακοποίηση από το καθεστώς του Φράνκο. Ο Σάουρα ωστόσο θα μπορούσε κάλλιστα να απευθύνεται γενικότερα στην Ευρώπη και στην άρνηση να αναγνωριστεί ότι η χώρα του αποτέλεσε ιδεολογικό και στρατιωτικό πεδίο δοκιμών για τη ναζιστική Γερμανία και της οποίας ο αδιαμαρτύρητος φασισμός επικράτησε για πολλά χρόνια μετά τον β’ παγκόσμιο πολέμο. Γυρισμένο λίγο πριν τον θάνατο του Φράνκο, το φιλμ προκάλεσε την οργή των στρατιωτικών του καθεστώτος και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σαντιάγο Ντιάζ Ντε Μεντίβιλ.

Drama

Η απομάγευση / El desencanto (1976), Jaime Chávarri (ντοκιμαντέρ)

Ο Χάιμε Τζάβαρι δίνει φωνή στην οικογένεια του Λεοπόλντο Πανέρο, του επίσημου ποιητή του φρανκικού καθεστώτος, ο οποίος απεβίωσε το 1962. Πρόκειται για ένα καλλιτεχνικό έργο με την αξία ενός ιστορικού ντοκουμέντου. Ο σκηνοθέτης, μπαίνοντας στο εσωτερικό αυτής της ιδιότυπης οικογένειας, θα κάνει τη χήρα και τα παιδιά του ποιητή να μιλήσουν. Η χήρα του, Φελισιντάντ Μπλανκ και οι τρεις γιοι του, Μίτσι, Χουάν Λουίς και Λεοπόλντο Μαρία, εκφράζουν πικρίες και τραύματα, αναδεικνύοντας τη σταδιακή αποσύνθεση μιας οικογένειας που ζει παγιδευμένη σε μια υποκριτική πραγματικότητα. Η ταινία λειτουργεί ως τέλεια μεταφορά της παρακμής που χαρακτήριζε την Ισπανία στα τελευταία χρόνια του φρανκισμού. Η απομάγευση ήταν η τελευταία ταινία που υπέστη τη λογοκρισία του καθεστώτος.

Χάρτινες τίγρεις / Tigres de papel (1977), Fernando Colomo

Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Φερνάντο Κολόμο, θεμελιώδης για τον κινηματογράφο της ισπανικής μετάβασης, είναι επίσης το έργο που εγκαινίασε τη λεγόμενη «μαδριλένικη κωμωδία». Η ταινία παρακολουθεί το ζευγάρι, Κάρμεν και Χουάν, κατά τη διάρκεια των πρώτων δημοκρατικών εκλογών τον Ιούνιο του 1977, προσφέροντας μια τολμηρή και ειρωνική απεικόνιση της πολιτικής, των ναρκωτικών και του σεξ. Αποτελεί πολύτιμο ντοκουμέντο, καθώς απεικονίζει τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι στην Ισπανία αντιλαμβάνονταν την πολιτική τη δεκαετία του 1970 μετά την εδραίωση της δημοκρατίας. Αποκαλύπτει τις αντιφάσεις εκείνων των νέων που, για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, βίωσαν την ελευθερία και έπρεπε να ανταποκριθούν στις περιστάσεις και να είναι μοντέρνοι, παρόλο που δεν είχαν τα κατάλληλα εφόδια για να κατανοήσουν τη νεωτερικότητα.

Το έγκλημα στην Κουένκα / El crimen de Cuenca (1980), Pilar Miró

Η ταινία βασίζεται σε αληθινή ιστορία του 1913, όταν δύο φίλοι από ένα χωριό της Κουένκα βασανίστηκαν από την ισπανική Πολιτοφυλακή (Guardia Civil) και αναγκάστηκαν να ομολογήσουν ένα έγκλημα που δεν είχαν διαπράξει. Πρόκειται για την ιστορία μιας φιλίας που διαλύεται από την παρέμβαση των αρχών,  ένα αγροτικό πορτρέτο της Ισπανίας στις αρχές του 20ού αιώνα, καθώς για έναν προβληματισμό για το ποιος υποφέρει από τη συμπαιγνία μεταξύ της εκκλησιαστικής εξουσίας, του στρατού και των ανώτερων τάξεων, όταν πρόκειται για την επιβολή του νόμου. Γυρισμένη το 1979, η ταινία κατασχέθηκε από το Υπουργείο Εσωτερικών, που τη θεώρησε «προσβολή προς το Σώμα». Η μοναδική ταινία που υπέστη λογοκρισία παρόλο που η Ισπανία είχε ήδη γίνει δημοκρατία. Όταν τελικά προβλήθηκε έγινε πολύ δημοφιλής, γεγονός που δείχνει τα προβλήματα της μετάβασης σχετικά με  ελευθερία της έκφρασης μεταξύ των παλαιών φρανκικών θεσμών και των νέων δημοκρατών.

Οι άγιοι αθώοι / Los santos inocentes (1984), Mario Camus

Στη δεκαετία του 1960, μια οικογένεια αγροτών ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης σε ένα τσιφλίκι, υποταγμένη στις θελήσεις των γαιοκτημόνων. Η ταινία αποτελεί μια συγκλονιστική καταγραφή των ταξικών διαφορών στην Ισπανία του Φράνκο. Η σκληρή πραγματικότητα και η καταπίεση των αγροτών απεικονίζεται αυστηρά μέσα από την προσεκτική φωτογραφία του τοπίου, τις υπέροχες ερμηνείες των πρωταγωνιστών και τις συναισθηματικές γραμμές ενός σεναρίου που σέβεται το μυθιστόρημα του Ντελίμπες. Η ταινία που παρήχθη κατά τη διάρκεια της μετάβασης στη δημοκρατία αντιπροσωπεύει μια καθυστερημένη διεκδίκηση, μια διεκδίκηση που αποσιωπήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα, καθώς συνέβαλε στην ορατότητα των κοινωνικών ανισοτήτων και της φτώχειας που καθόριζε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Η ταινία του Μάριο Καμού ανακηρύχθηκε τη δεκαετία του 1990 μία από τις δέκα καλύτερες ισπανικές ταινίες όλων των εποχών από τους κριτικούς της χώρας.

Παράλληλες Μητέρες / Madres paralelas (2021), Pedro Almodóvar

Η ταινία, με βασικό θέμα την μητρότητα, αφηγείται την ιστορία δύο γυναικών που συναντιούνται σε ένα μαιευτήριο. Παράλληλα, ωστόσο, το αλμοδοβαρικό μελόδραμα γίνεται όχημα για να θιγούν οι πολιτικές της μνήμης στην Ισπανία.  Η μεγαλύτερη από τις δυο γυναίκες, ψάχνει σε πείσμα όλων έναν ομαδικό τάφο γεμάτο από τα πτώματα εκτελεσθέντων Δημοκρατικών του Εμφυλίου, μεταξύ των οποίων ο παππούς της. Ο Αλμοδοβάρ, έχει πει ότι τα χρόνια της μετάβασης είχε επιλέξει να αγνοήσει αυτή τη σκοτεινή πλευρά της ιστορίας της Ισπανίας. Όταν ο δικτάτορας  Φράνκο πέθανε το 1975, η φρίκη του καθεστώτος του ήταν διάσπαρτη σε ολόκληρη τη χώρα, σε αμέτρητους τάφους χωρίς σήμανση γεμάτους με πολίτες που αντιτάχθηκαν στην εξουσία του. Πολλά χρόνια και αναγνωρισμένες ταινίες αργότερα, ο Αλμοδόβαρ έρχεται  αντιμέτωπος με τις συντηρητικές πολιτικές της συμφιλίωσης μέσω της λήθης.

Οι Πορτογαλικές ταινίες
Επιμέλεια: Ζοζέ Μανουέλ Κόστα

Τα πράσινα χρόνια / Os Verdes Anos (1963), Paulo Rocha

Το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Πάουλο Ρόσα Τα πράσινα χρόνια είναι μια καθηλωτική ιστορία ενηλικίωσης που διαδραματίζεται στη Λισαβόνα της δεκαετίας του 1960.Ο δεκαεννιάχρονος Χούλιο, ένας υποδηματοποιός από την επαρχία, μετακομίζει στην πόλη και αρχίζει ένα ειδύλλιο με την Ίλντα, μια υπηρέτρια. Καθώς η σχέση τους αναπτύσσεται, τα διαφορετικά κοινωνικά τους περιβάλλοντα -η αγροτική καταγωγή του Χούλιο και η σχετική εγγύτητα της Ίλντα με την αστική ζωή- συγκρούονται, αντανακλώντας τις πολιτιστικές ανακατατάξεις της εποχής, συμπεριλαμβανομένων των αλλαγών της πόλης και της αστικής ζωής υπό τη δικτατορία. Ο Ρόσα, έχοντας μόλις επιστρέψει από τις σπουδές κινηματογράφου στο Παρίσι, όπου είδε το ξέσπασμα της Nουβέλ Βαγκ και έκανε  πρακτική άσκηση με τον Ρενουάρ, στην ταινία συνδυάζει το εκλεπτυσμένο πολιτιστικό του υπόβαθρο με οξεία κοινωνική συναίσθηση, ανοίγοντας το δρόμο για το Νέο Πορτογαλικό Κινηματογράφο μέσα στον παρακμιακό σωρό των εμπορικών παραγωγών. Η ταινία κέρδισε το βραβείο καλύτερης πρώτης ταινίας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο το 1964.

Τραζ-οζ-Μόντες / Trás-os-Montes (1976), António Reis, Margarida Cordeiro (Docufiction)

Πρόκειται για την πρώτη μεγάλου μήκους και η πιο εμβληματική δουλειά του ζεύγους Ρέις / Κορντέιρο, δημιουργών μιας μικρής αλλά μοναδικής σειράς ταινιών που συγκαταλέγονται στις πιο πρωτότυπες και απαιτητικές του πορτογαλικού κινηματογράφου. Έγινε ως πορτρέτο της περιοχής Τραζ-οζ-Μόντες -μιας απομακρυσμένης και τότε ριζικά φτωχής βορειοανατολικής πορτογαλικής περιοχής, που ερημώθηκε σημαντικά από τη μετανάστευση. Η ταινία δεν την διερευνά ως μια «θυσιασμένη» επαρχία, αλλά ως κοιτίδα ενός αρχαίου, πλούσιου λαϊκού πολιτισμού, αντιπαραβάλλοντας ποιητικά τον κυκλικό της χρόνο με τον γραμμικό χρόνο της «προόδου». Χωρίς ίχνος παραχάραξης ή μυθοποίησης της κοινωνικής της πραγματικότητας, πραγματεύεται τον «ουσιαστικό μύθο»του παλιού (αλλά παρόντος) κέλτικου πολιτισμού. Όπως είχε τονίσει κάποτε ο Ζαν Ρους στον μεγάλο έπαινο του για την ταινία: «Αυτή η ταινία είναι για μένα η αποκάλυψη μιας νέας κινηματογραφικής γλώσσας. […] Παρά τα εμπόδια σε μια γλώσσα που είναι τόσο τραχιά όσο ο γρανίτης στα βουνά, τα φαντάσματα ενός αναμφίβολα ουσιώδους μύθου εμφανίζονται ξαφνικά, στην στροφή ενός νέου μονοπατιού, επειδή τα έχουμε αναγνωρίσει πριν ακόμη τα συναντήσουμε».

Οι καλοί άνθρωποι της Πορτογαλίας / Bom Povo Português (1980), Teresa Sá, Rui Simões (ντοκιμαντέρ)

Μετά από μια πρώτη μεγάλου μήκους ταινία, όπου είχε εξετάσει τη δικτατορία του Σαλαζάρ κυρίως μέσα από το υλικό των δελτίων ειδήσεων και με πρωτότυπες συγκρούσεις στο μοντάζ, ο Ρουί Σιμόες απεικονίζει τώρα την επαναστατική περίοδο από τον Απρίλιο του 1974 έως τον Νοέμβριο του 1975, αποτυπώνοντας την ατμόσφαιρα, τα βαθιά αίτια και τις αντιφάσεις της και παρακολουθώντας την άνοδο, την κορύφωση και την παρακμή της. Με έναν συνδυασμό και πάλι διαφορετικών τύπων εικόνας και αφηγηματικών επιπέδων, η ταινία περιλαμβάνει αρχειακό υλικό και πρωτότυπα πλάνα, τεκμήρια και μεταφορικές εικόνες, σάτιρα και δραματοποιήσεις, δίνοντας σημαντικό ρόλο στη μουσική. Αδιαμφισβήτητα προσηλωμένο στο αντικείμενό του, συνδυάζει τον πολιτικό σχολιασμό με το συναισθηματικό βάθος, δείχνοντας τόσο τη συμμετοχή του λαού όσο και το ρόλο του ως θεατή σε αυτή την κομβική στιγμή της ιστορίας.

Το αίμα / O Sangue (1989), Pedro Costa

Η ταινία αρχίζει με ένα χαστούκι. Ο πατέρας χαστουκίζει τον γιο. Ο γιος μοιάζει με τον Πέδρο Κόστα. Ο Κόστα ήταν τριάντα ετών  όταν γύρισε την πρώτη του αυτή ταινία. Τα στοιχεία όμως που βρίσκουμε στα επόμενα έργα του είναι ήδη παρόντα, ακόμη κι αν δεν έχουν ακόμη κατασταλάξει πλήρως: το φως (το σκοτάδι), οι άνθρωποι, αυτά που λένε, ο τρόπος που κοιτάζονται ή αγκαλιάζονται. Η ιστορία αφορά δύο αδέλφια, τον μεγαλύτερο Βινσέντε και τον μικρότερο Νίνο, τον εξαφανισμένο πατέρας τους, κι ένα κορίτσι, την Κλάρα. Όλοι τους μοιάζουν να περπατούν κάτω από μια μεγάλη σκιά, μακριά από κάθε ξέφωτο. Γυρισμένο σε εκπληκτικό ασπρόμαυρο, το Αίμα είναι μια ιστορία για την απροστάτευτη παιδική και νεανική ηλικία στη ζοφερή ατμόσφαιρα των προαστίων μιας μεγαλούπολης, μια ιστορία φόβου που προκαλεί έναν άλλο, βαθύτερο, μεγαλύτερο και πιο ενοχλητικό φόβο.

Αναμνήσεις από το κίτρινο σπίτι / Recordações da Casa Amarela (1989), João César Monteiro

Σε αυτή την ταινία, το μοναδικό σύμπαν του Ζοάο Σέζαρ Μοντέιρο έφτασε σε μια από τις κορυφώσεις του και ταυτόχρονα σημειώθηκε μια καμπή, μέσω της δημιουργίας του άλλου του εαυτού, του Ζοάο Ντε Ντέους. Ο χαρακτήρας, τον οποίο υποδύεται ο ίδιος, παρουσιάζεται ως ένας άπορος κάτοικος των παλαιών γειτονιών της Λισαβόνας, που έλκεται από τον Σούμπερτ και τις νεότερες γυναίκες και ο οποίος διαγιγνώσκεται με άνοια. Παρά την καρικατούρα, το βλέμμα του Μοντέιρο ήταν προκλητικό και απροσδιόριστο, καθώς συνδύασε ένα μείγμα απλοϊκής πραγματικότητας και μεγαλοπρέπειας. Συχνά κινηματογραφημένη σε πλάνα που κόβουν την ανάσα, στην ταινία η εκλεπτυσμένη κουλτούρα συναντά τη μιζέρια, τη σκληρή κοινωνική συνθήκη, το λεπτό χιούμορ και τον ερωτισμό, με απαράμιλλη δεξιοτεχνία.

“Όχι” ή η μάταιη δόξα της διαταγής / Non’, ou A Vã Glróia de Mandar (1990), Manoel de Oliveira

Το Όχι είναι μια πυκνή και μακρά προετοιμασμένη διερεύνηση της ιστορίας και της ταυτότητας της Πορτογαλίας, η οποία βασίζεται στη μνήμη και την αναπαράσταση καταστροφικών στρατιωτικών ηττών. Τα ιστορικά επεισόδια (κινηματογραφημένα με ένα μείγμα υπέροχων σκηνοθετικών στοιχείων και μιας υλιστικής, «χειροποίητης» προσέγγισης) παρουσιάζονται και ανακαλούνται από έναν ανθυπολοχαγό, ενώ ο λόχος του κινείται στην Αφρική, σε μια αποικιοκρατική αποστολή, λίγο πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος το 1974. Μια από τις βασικές ταινίες του τεράστιου και ανεκτίμητου έργου του Ολιβέιρα, είναι επίσης μια από τις πιο τολμηρές προσεγγίσεις στο φλέγον ζήτημα, για τους Πορτογάλους, της συλλογικής τους ταυτότητας. Ένα ελεύθερο έργο ενός ελεύθερου ανθρώπου, ο οποίος αντιμετωπίζει την έννοια της Ιστορίας με διαλεκτικό τρόπο, ανεπηρέαστος από λαϊκά ή διανοητικά κλισέ, επίσημες προσεγγίσεις ή στοιχειώδεις πατριωτικές απόψεις.

Η ακτή που σιγοψιθυρίζει / A costa dos murmurios (2004), Margarida Cardoso

Όπως και το Όχι του Ολιβέιρα, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Μαργαρίντα Καρντόσο μας υπενθυμίζει ότι η χώρα στην οποία κατέρρευσε τελικά η δικτατορία ήταν μια χώρα σε πόλεμο (ο αποικιακός πόλεμος ή ο απελευθερωτικός πόλεμος για τους ένοπλους αφρικανικούς λαούς) και ότι ο πόλεμος ήταν ο πυρήνας των ίδιων των αιτιών που οδήγησαν στην πτώση του καθεστώτος. Η ταινία διασκευάζει ένα μυθιστόρημα της σύγχρονης συγγραφέως Λίντια Χόρχε, με θέμα τη ζωή της πορτογαλικής κοινότητας στην αποικιοκρατούμενη Μοζαμβίκη, τα τελευταία χρόνια του καθεστώτος. Φτάνοντας στην αποικία για να παντρευτεί έναν στρατιωτικό, η Eβίτα βυθίζεται γρήγορα στην υποβόσκουσα πραγματικότητα της τεχνητής, θεατροποιημένης, σχεδόν ονειρικής κοινωνικής ζωής μιας κοινότητας στα πρόθυρα της έκρηξης. Ο διηγητικός χρόνος της ταινίας είναι ο χρόνος της εσωτερικής μεταμόρφωσής της, μετατρέποντας όλες τις ψευδαισθήσεις σε αφόρητη συνειδητοποίηση των μεταμορφώσεων των άλλων. Μια διαφορετική ματιά  για τον πόλεμο και τις γυναίκες από μια σημαντική γυναίκα σκηνοθέτη.

Κεντρική εικόνα θέματος: Τραγούδια για μετά τον πόλεμο 

Διαβάστε επίσης:

Πτώση των δικτατοριών & Άνθιση νέου κινηματογράφου σε Ελλάδα – Ισπανία – Πορτογαλία: Αφιέρωμα στην Ταινιοθήκη