Ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή με ένα πλαίσιο δράσης ή μη δράσης που παραπέμπει ανοιχτά σε έναν σύγχρονο της εποχής του συγγραφέα, τον Φραντς Κάφκα. Κανείς δεν γνωρίζει αν ποτέ ο ένας διάβασε το βιβλίο του άλλου ωστόσο οι ομοιότητες στο ύφος των δύο συγγραφέων είναι βάσιμες. Κανείς δεν μπορεί να παραλείψει ή να αγνοήσει το γεγονός πως ο πρωταγωνιστής λέγεται Φραντς, αυτό παραπέμπει ίσως στο γεγονός πως ο Ούνγκαρ σύχναζε στους κύκλους της διανόησης της εποχής και έτρεφε εκτίμηση στο πρόσωπό του, μέρος αυτής της διανόησης εξάλλου υπήρξε τόσο ο Κάφκα όσο και ο Μαξ Μπροντ.

Ο κύριος Κ. της Δίκης με τον Φραντς του Ούνγκαρ παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες ενώ ο έτερος πρωταγωνιστής ο Καρλ κινείται σε ένα άλλο φάσμα, μία περσόνα περισσότερο αποτύπωμα ενός πολέμου που είχε πριν λίγα χρόνια τελειώσει. Σε κάθε περίπτωση, ο συγγραφέας μας εισάγει στον κόσμο των Ακρωτηριασμένων του, έναν κόσμο όπου κυριαρχεί η ανασφάλεια, η αδυναμία εύρεσης λύσεων, έναν κόσμο ασταθή και αβέβαιο στα πρόθυρα ενός νέου πολέμου που καταφθάνει.

Δύο πρόσωπα σε πλήρη συνάρτηση αδυναμίας

Ακρωτηριασμένα σώματα και παραμορφωμένα πρόσωπα, ανθρώπινες μορφές σε πλήρη σύγχυση και με το βλέμμα τους απλανές σαν σε τρικυμία εν κρανίω βρίσκουμε σε πολλά έργα των Όττο Ντιξ και Γκέοργκ Γκρος, δύο ζωγράφων που απέδωσαν με απόλυτα ωμό και σκληρό τρόπο τον φρικιαστικό θάνατο που υπέστησαν εκατομμύρια ανθρώπων κατά τον αιματηρό Μεγάλο πόλεμο όπως συνηθίζουμε να ονομάζουμε τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Ο πόλεμος αυτός όμως άφησε πίσω εκτός από νεκρούς στρατιώτες και αμάχους ζωντανούς νεκρούς, οι οποίοι κλήθηκαν να επιβιώσουν με χαραγμένες τις μνήμες του πολέμου. Δεν είναι μόνον οι μάχες, είναι η καθημερινότητα των ανθρώπων που για μία περίοδο 20 χρόνων θα βίωναν οικονομική, κοινωνική και πολιτική αστάθεια. Απόρροια αυτής της εύθραυστης κατάστασης είναι να δημιουργηθούν θύματα όπως ο Φραντς Πόλτσερ και ο Καρλ Φάντ.

Πρόκειται για δύο ανθρώπους ακρωτηριασμένους, δύο θύματα μιας κοινωνικής κατάρρευσης που έφερε στην επιφάνεια την ευθραυστότητα των συναισθημάτων από την μία και την αδυναμία αντιμετώπισης των ασθενειών από την άλλη. Είναι και οι δύο άρρωστοι, ο ένας εσωτερικά, ο άλλος εξωτερικά, κάτι που δεν έχει και πολλή σημασία γιατί και οι δύο βιώνουν τον ίδιο Γολγοθά. Και οι δύο είναι σκιές του εαυτού τους, είναι υπαρκτοί ανύπαρκτοι, γεύονται την απογοήτευση κουταλιά κουταλιά και αδυνατούν να απολαύσουν την ζωή τους. Ο κόσμος τους είναι κοινός και θλιβερός, η μοίρα τους είναι κοινή και γίνονται και οι δύο έρμαια τρίτων που παίρνουν αποφάσεις στο όνομά τους. Είναι δύο πρόσωπα καθρέφτες αυτής της περιόδου του μεσοπολέμου, του παγκόσμιου οικονομικού κραχ αλλά πάνω από όλα είναι θύματα της αδυναμίας τους να ορθώσουν ανάστημα.

Πρόσωπα ανδρείκελα πλασμένα να υποφέρουν

Η περίπτωση του Φραντς Πόλτερ είναι άκρως ενδιαφέρουσα, είναι ένας απλός υπάλληλος που δεν επιθυμεί αλλαγές συνηθειών, φοβάται τον ίδιο του τον εαυτό και όταν καλείται να μεταφερθεί σε άλλη θέση τότε αποκαλύπτεται το θέατρο της αδυναμίας του να πράξει έστω και το παραμικρό. Βρίσκεται δέσμιος μιας λάθος εντύπωσης, αδυνατεί να αποδείξει το αντίθετο και το μόνο που επιθυμεί είναι να καταφέρει να επιστρέψει στην δική του κανονικότητα κρυμμένος πίσω από χαρτιά και αφαίρεση επιπλέον αρμοδιοτήτων. “Όλα εκείνα που φοβόταν ο Φραντς Πόλτσερ είχαν αρχίσει σιγά σιγά να εμφανίζονται. Η πόρτα είχε ανοίξει. Η κλονισμένη τάξη δεν μπορούσε παρά να φέρει περισσότερη ανομία. Μέσα από το χάσμα που είχε ανοίξει εισχωρούσε το απρόβλεπτο σκορπίζοντας φόβο”.

Ο Πόλτσερ είναι αρτιμελής σε σύγκριση με τον επιστήθιο φίλου του Καρλ που από αρτιμελής και πανέμορφος μετατρέπεται σε ένα ζωντανό κουφάρι ανθρώπου που του ακρωτηριάζονται τα μέλη από μία περίεργη ασθένεια την οποία κανείς όμως δεν γνωρίζει. “Τους παρατηρώ εδώ και λίγες μέρες, πώς κοιτάζουν ο ένας τον άλλον, ναι, δεν ονειρεύομαι, Πόλτσερ. Μπορεί να είμαι ανυπεράσπιστος, αλλά δεν μου ξεφεύγει το παραμικρό βλέμμα” θα πει ο Καρλ σε ύφος θυμού αλλά και απόγνωσης στον φίλο του αποδεικνύοντας πια πως ο ίδιος βρίσκεται ανήμπορος και ανίκανος να κινήσει τα νήματα της ίδιας του της ζωής. Και ο Πόλτσερ όμως στην ίδια ακριβώς φάση βρίσκεται, η μόνη διαφορά είναι πως ο ένας μπορεί και περπατάει, ο άλλος όχι.

Το ότι αναπνέεις και έχεις την δυνατότητα να μιλάς δεν σημαίνει ότι ζεις κιόλας, αυτό είναι πασιφανές από τις αντιδράσεις του Πόλτσερ. Είναι αιχμάλωτος της ανικανότητάς του να εκφράσει τα θέλω του και βρίσκεται ελεύθερα πολιορκημένος μέσα σε μια φυλακή δίχως σίδερα όπου του στερείται όμως η λήψη αποφάσεων. Ο Ούνγκαρ όπως αναφέρει η Πελαγία Τσινάρη στο εξαιρετικό επίμετρο “;καταθέτει έναν τρόπο αντίληψης, έναν τρόπο θέασης και αίσθησης που δεν έχει ανάλογό του ανάμεσα στους συγκαιρινούς του”.

Το ψυχογράφημα των χαρακτήρων και ο τρομακτικός αναλυτικός διαβήτης των προσώπων προσφέρονται στον αναγνώστη σε πλήρη διάταξη και λεπτομέρεια έτσι που μπορούμε και κατανοούμε την βασανισμένη και ταλαιπωρημένη φύση τους. Καθόλου τυχαίο το γεγονός λοιπόν πως το μυθιστόρημα γραμμένο το 1923 “ασκούσε μια ακαταμάχητη έλξη στους εκδότες, τους ηλέκτριζε, και ύστερα τους απωθούσε πάλι έχοντας θίξει ευαίσθητες χορδές τους”.

Είπαν για το βιβλίο

“Το βιβλίο έχει μία τόσο δαιμονική δύναμη, ώστε νιώθεις να διαπερνούν τα νεύρα σου ρίγη αδυναμίας σχεδόν μεθυστικά – το βιβλίο αυτό δεν μπορείς παρά να το λατρέψεις με τρόμο, δεν μπορείς παρά να συνεχίσεις να το διαβάζεις με φρίκη” –Στέφαν Τσβάιχ για Ούνγκαρ

“Τρέφω ανάμικτα συναισθήματα για την έκδοση του βιβλίου. Δεν θα προκαλέσει σκάνδαλο; λέω στον εαυτό μου. Κι αυτό σε μια εποχή στην οποία απ’ ότι φαίνεται βρίσκομαι πάλι κάπου αλλού. Στην οποία η ιστορία αυτή έχει στην ουσία τελειώσει, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν μπορώ πια να την υποστηρίξω”Χέρμαν Ούνγκαρ προς τον Ludwig Pinner


Διαβάστε επίσης: 

Χέρμανν Ούνγκαρ – Οι ακρωτηριασμένοι