Να σημειωθεί εξαρχής πως το βιβλίο αυτό είναι μια σπουδαία μελέτη που απλώνει τα δίχτυα της σε πολλές κατηγορίες τεχνών, από την λογοτεχνία και την ζωγραφική μέχρι τον κινηματογράφο, την φιλοσοφία και την ποίηση. Ο συγγραφέας, με εξαιρετική ακαδημαϊκή ανάλυση, μιας και τα θέματα αυτά δεν μπορούν να αναλυθούν επιφανειακά, διαθέτει και παραθέτει μέσα στο βιβλίο αυτό ένα πεδίο γνώσεων ευρύ, μία ευρυμάθεια που καλύπτει τόσες και ενδιαφέρουσες διαφορετικές πτυχές των τεχνών από τον Ρούμπενς και τον Βάγκνερ μέχρι τον Αγγελόπουλο, τον Γκίμπσον και τον Μάλερ. Πρόκειται λοιπόν για ένα πλούσιο σε περιεχόμενο πόνημα, μία διεισδυτική ανάλυση σε δύσκολες πολλές φορές συγκρίσεις και βέβαια αποτελεί εκ μέρους του συγγραφέα η ανάδειξη ενός σπουδαίου μωσαϊκού από έργα ανθρώπων που είναι οι δικοί μας σύγχρονοι.
Ο ρόλος των μορφών στη σύγχρονη τέχνη
Η τέχνη παράγει άλλη τέχνη αν μπορεί κάποιος να ισχυριστεί και αυτό είναι πασιφανές από τον Τζέιμσον που ξεκινά από την ανάλυση των μορφών και καταλήγει σε αυτές. Μορφές είναι τα πρόσωπα των έργων που παραθέτει, είναι οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στο έργο του Ρούμπενς για παράδειγμα όπου βασισμένος πάντα σε αρχαίες μορφές που παράγουν νέες ο ζωγράφος μας καλεί σε ένα ταξίδι ανακάλυψης του παρελθόντος μέσα από το κτίσιμο ενός παρόντος. Οι μορφές του Ρούμπενς είναι την εποχή εκείνη άνθρωποι σύγχρονοι τους οποίους χρησιμοποιεί για να ζωγραφίσει ένα θρησκευτικό θέμα ή κάποιο άλλο. Για παράδειγμα η αποτύπωση και η απεικόνιση των ρούχων στην εποχή του μπαρόκ προσφέρει στον θεατή την τέρψη να βλέπει να ζωντανεύουν οι μορφές μέσα από μία εξαιρετικά προσεγμένη μορφολογική διάσταση που εντείνει και την δραματικότητα των σκηνών.
Την ίδια προσέγγιση έχει ο συγγραφέας και στο έργο του Βάγκνερ όπου εδώ υπεισέρχεται σε πλήθος λεπτομερειών και αναλύσεων σχετικά με τους χαρακτήρες των προσώπων που πρωταγωνιστούν στις όπερες όπως στο Τριστάνος και Ιζόλδη. Βέβαια, να επισημάνουμε πως καμία τέχνη δεν είναι αποκομμένη από τις άλλες μιας και ο Βάγκνερ για τα λιμπρέτα του εμπνεύστηκε από τα αντίστοιχα μυθιστορήματα ή ποιήματα επιφέροντας βέβαια τις απαραίτητες διορθώσεις, προσαρμόζοντάς τα δηλαδή στις ανάγκες τις μουσικές και στις αντίστοιχες σκηνές. “Ναι, το Τριστάνος και Ιζόλδη και η συγχορδία του Τριστάνου είναι όντως η απαρχή κάποιου πράγματος, το οποίο σίγουρα περιλαμβάνει αυτό που ο κόσμος αποκαλεί νεωτερικότητα ͘ αλλά, στο δικό μου μοντέλο, η βαγκνερική χρωματικότητα πρέπει να συλληφθεί ως ταυτόσημη με μία ανάδυση του συναισθήματος ως τέτοιου στη σκηνή του παγκόσμιου πολιτισμού και της παγκόσμιας τέχνης, ως η ανάδυση και έκφραση ενός νέου είδους περιεχομένου”.
Αυτό που συμβαίνει με τα έργα που παρουσιάζονται εδώ και αφορούν την σύγχρονη εποχή, δηλαδή από την Αναγέννηση και μετά είναι το γεγονός πως οι δημιουργοί τους ανακαλύπτουν και πειραματίζονται με την εκφραστικότητα και το πλάσιμο των χαρακτήρων τους τόσο για να είναι επίκαιροι με την εποχή τους και να μπορέσουν να εκφράσουν και τον σύγχρονο άνθρωπο όσο και να αναδομήσουν οι ίδιοι τα διδάγματα των παλαιών δασκάλων μέσα από ένα πρίσμα μοντερνισμού. Ο Μάλερ για παράδειγμα με τις συμφωνίες του ξαναγράφει κατά μία έννοια τα όσα είχε ήδη πει ο Μπετόβεν ή άλλοι κορυφαίοι μουσουργοί έχοντας όμως κατά νου πως αυτό μπορεί να γίνει με έναν προσωπικά μοναδικό τρόπο, τον δικό του. Αυτό κατορθώνει, δηλαδή να συγκινήσει και να ξαναγράψει την μουσική ιστορία όχι από την αρχή αλλά μέσα από μία νέα αφήγηση και να πετύχει μία νέα προσέγγισή της.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
“Θέλουμε μια αναπαράσταση νέων αισθημάτων και συγκινήσεων, θέλουμε νέα προσοχή στη λαδομπογιά και νέους χρωματικούς συνδυασμούς, νέους ήχους, νέα καρυκεύματα και ακόμα και απτούς συνδυασμούς, θέλουμε επίσης νέους χώρους, μας έχει κουράσει η παλιά εναλλαγή του μνημειώδους δημόσιου χώρου με την υπερφορτωμένη άνεση των νεοκλασικών εσωτερικών”. Αυτό το απόσπασμα είναι ίσως η πεμπτουσία αυτής της ανάγκης για νέες αντιλήψεις περί τέχνης, έναν νέο κύκλο παραγωγής και δημιουργίας που θα αντλήσει το παλιό για να ξανακαταθέσει το νέο. Στο πλαίσιο αυτό θα κινηθεί και ο δικός μας Θόδωρος Αγγελόπουλος με τις ταινίες του που αποτέλεσαν σημείο αναφοράς για τον σύγχρονο κινηματογράφο. Έλαβε την παιδεία των παραγωγών και ήρθε με την δική του ματιά να προσφέρει στον θεατή μία άλλη διάσταση της εικόνας, έτσι όπως ο ίδιος την εμπνεύστηκε και την παρέδωσε τόσο αριστουργηματικά σε ταινίες όπως το Ταξίδι στα Κύθηρα για παράδειγμα.
Ο Τζέιμσον λοιπόν επιτυχώς αναμειγνύει εδώ αυτό το υπέροχο μείγμα μοντερνισμού μέσα από την αναφορά σε δημιουργούς που έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους και την σφραγίδα τους εκτελώντας κατά γράμμα τις επιταγές που όριζαν η σκέψη τους και το μικρόβιο της αμφισβήτησης που τους διακατείχε. Γιατί ένα έργο τέχνης δημιουργείται από την εγγενή θέληση και επιθυμία του δημιουργού να δοκιμάσει τις δικές του αντοχές και να αναμετρηθεί τελικά με την διαχρονικότητα, με την διάρκεια του έργου του στον χρόνο και βέβαια για αυτό μοναδικός κριτής είναι ο θεατής ή ο ακροατής.
Αποσπάσματα του βιβλίου
Ο Κισλόφσκι στον Δεκάλογο καταφέρνει να προβάλει το λανθάνον ουτοπικό περιεχόμενο της ίδιας της αστικής ζωής. Είναι λες και μια πολιτισμική παράδοση και ένας τρόπος ζωής που ανήκουν ουσιαστικά στον 19ο αιώνα αίρονται από την ιστορική τους βάση και τοποθετούνται σε μιαν άλλη, η οποία χαρακτηρίζεται προπάντων από τη σιωπή της εμπορευματικής μορφής.
Ο Τολστόι, για παράδειγμα, δεν είναι πουθενά πιο θαυμαστός απ’ ότι στη μεταβλητότητα της εσώτερης διάθεσης των χαρακτήρων του, των αισθημάτων τους, των εντυπώσεων τους, των αντιδράσεών τους, που στην ίδια σελίδα μπορούν να ποικίλλουν από την ευερεθιστότητα στην ονειροπόληση, από την περιέργεια στον περισπασμό μιας αληθινά ασήμαντης σκέψης του ενός ή του άλλου είδους.
Διαβάστε επίσης:
Fredric Jameson – Οι αρχαίοι και οι μεταμοντέρνοι