Οι Boogie Belgique μας προσκαλούν στη χρονομηχανή του μουσικού τους σύμπαντος, σε δύο βραδιές ξεχωριστές, γεμάτες διαχρονικές μουσικές, συνεχείς μίξεις downtempo, nu – jazz και electro-swing ρυθμών. Με τα δύο live τους στη χώρα μας, θα μας ταξιδέψουν στους abstract hip hop και dub ρυθμούς, αλλά και σε καλά κρυμμένους swing θησαυρούς. Για το κοινό της Αθήνας οι Boogie Belgique θα παίξουν στο Piraeus Club Academy την Παρασκευή 3 Νοεμβρίου. Ενώ, στη Θεσσαλονίκη θα εμφανιστούν στο Principal Club το Σάββατο 4 Νοεμβρίου.
Στο CultureNow μίλησε ο ιδρυτής των Boogie Belgique, Oswald Cromheecke.
***
-Τι να περιμένουμε από τις δύο συναυλίες σας στη χώρα μας;
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Χαιρόμαστε απίστευτα που θα παρουσιάσουμε το νέο μας σόου! Πρόκειται για σετ διάρκειας μιας ώρα και μισή, με έξι ανθρώπους επί σκηνής: ντραμς, τρομπέτες, σαξόφωνο, πλήκτρα, κιθάρα και φωνητικά, με οπτικό σόου. Όσον αφορά το πρόγραμμα, κατά την άποψη πιστεύω πως κρατήσαμε μια καλή ισορροπία μεταξύ παλαιότερων κομματιών, που είναι ήδη δημοφιλή, και των πιο πρόσφατων μας, από τον τελευταίο μας δίσκο “Machine”. Δουλέψαμε πολύ σκληρά να τελειοποιήσουμε τον “κόσμο” του άλμπουμ, την ατμόσφαιρά του, και πιστεύω πως καταφέραμε να μεταφέρουμε και στο σόου. Όποτε, μας χαροποιεί ιδιαιτέρως ο ενθουσιασμός που έχει δείξει ο κόσμος ως τώρα. Μόλις παίξαμε στο Ηνωμένο Βασίλειο και λάβαμε κάποιες πολύ καλές κριτικές. Οπότε, ναι, είμαστε περήφανοι και ανυπομονούμε να παρουσιάσουμε το σόου και στην Ελλάδα. Σίγουρα πάει καιρός από τότε που παίξαμε για τελευταία φορά σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, όποτε είμαστε ενθουσιασμένοι.
-Μιας και οι Boogie Belgique ιδρύθηκαν το 2012, έχετε προσπαθήσει να διατηρήσετε μια συγκεκριμένη καλλιτεχνική ταυτότητα – όσον αφορά τον ήχο σας- μέσα στα χρόνια, ή προτιμάτε να κάνετε πειραματισμούς και να είστε ανοιχτοί στο που αυτοί θα σας πάνε;
Για εμένα προσωπικά είναι εξαιρετικά σημαντικό να παραμένεις όσο πιο πιστός γίνεται στις ρίζες σου. Όταν ξεκίνησα το 2012 ήμουν μόνος, και τα πάντα ήταν samples n base, και τα έκανα όλα ο ίδιος. Με το πέρασμα των χρόνων άρχισα να πειραματίζομαι ολοένα και περισσότερο, να δουλεύω με ζωντανή μουσική, αυτοσχεδιασμούς, κάνοντας τα κομμάτια κάπως πιο περίπλοκα, με περισσότερο βάθος. Πάντα όμως προσπαθώ να συλλάβω αυτό το ίδιο αίσθημα, ένα συνονθύλευμα νοσταλγίας και χαράς, μαζί με ένα twist, μια αστεία ανατροπή. Και πιστεύω πως η ουσία των κομματιών των Boogie Belgique χρειάζεται να είναι στα τραγούδια. Μπορεί να καταστεί δύσκολο να βρεθεί η σωστή ισορροπία, αλλά προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο δυνατόν.
– Υπάρχει κάποιος συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα τραγούδια που συνθέτουν τον τελευταίο δίσκο σας;
Ναι, υπάρχει! Δεν είναι πάντα το πιο εύκολο πράγμα να συνδυάζεις τραγούδια για ένα άλμπουμ, ιδίως αυτές τις μέρες, που τα μεμονωμένα κομμάτια ενδέχεται να είναι πιο σημαντικά από έναν ολοκληρωμένο δίσκο, π.χ. στο Spotify. Αλλά, προσπαθούμε να σεβαστούμε τους “παλιούς” τρόπους και να πούμε μια ιστορία. Και στο “Machine” επιχειρήσαμε να δημιουργήσουμε έναν κόσμο μέσα στο σύμπαν των Boogie Belgique. Πρόκειται για ένα κάπως αφηρημένο concept, που κινείται γύρω από τη μηχανή (machine).
Στο δίσκο μπορείς να δεις πως κάθε κομμάτι έχει το δικό του logo – είναι κάπως σαν ένα στρογγυλό έμβλημα – με μια διαφορετική εικόνα να αντιστοιχεί σε κάθε κομμάτι. Όπως για παράδειγμα το “Tales of Old”, έχει ως logo ένα σπασμένο στέμμα, που σου λέει περισσότερα για το τι αφορά το συγκεκριμένο τραγούδι, μιας και αναφέρεται στο πως τα βασίλεια ξεθωριάζουν και η ιστορία ξεχνιέται. Και κάθε κομμάτι έχει το δικό του νόημα, ή θέση στον κόσμο του άλμπουμ “Machine”. Αλλά ναι, παραμένει ανοιχτό σε ερμηνείες, που θεωρώ το καλύτερο πράγμα για ένα δίσκο. Το να μπορείς να γεμίσεις τα κενά, και να φτιάξεις την ιστορία από μόνος σου.
-Για το τρίτο κομμάτι του δίσκου, το “Wonder”, χρησιμοποιήσατε ως sample ένα τραγούδι από το 1909, το “I Wonder Who’s Kissing You Now”. Που αναζητάτε συνήθως την έμπνευση και από που αντλείτε το δημιουργικό σας υλικό;
Μπορεί να προκύψει από πολλές και διαφορετικές κατευθύνσεις. Παλιότερα πήγαινα σε βιβλιοθήκες και μάζευα όλα τα cd, τα άκουγα και προσπαθούσα να βρω samples. Καθώς επίσης και από το YouTube. Ακούω πολλές συλλογές από λάτρεις που βάζουν τα πάντα online, και ένα τραγούδι μπορεί να αποτελέσει έμπνευση για ένα νέο τραγούδι – με διαφορετική αρμονία από κάτω, που να το καθιστά τελείως νέο, ή να το να χρησιμοποιείς για microsampling , ή οτιδήποτε.
Είναι κάτι βέβαια που αλλάζει αρκετά για τους Boogie Belgique. Για αρχή, δε δουλεύω πια μόνος. Για τον τελευταίο δίσκο δούλεψα κυρίως με τον Aiko Devriendt και τον Cedric Van Overstraeten, μέλη της live band, που συνεργαστήκαμε ήδη από το “Volta”. Οπότε φέρνουν και τις δικές τους ιδέες στο τραπέζι, και προσπαθούμε να βρούμε την δημιουργική ισορροπία ανάμεσα στους τρεις, και ενίοτε τέσσερις, ή ακόμα και περισσότερους. Και η Emily Van Overstraeten, επίσης από την μπάντα, τραγουδάει όλα τα φωνητικά του δίσκου. Οπότε ναι, υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι για να βρεις έμπνευση, αλλά κυρίως προέρχεται από παλιό υλικό. Έτσι, χρειάζεται μπόλικη δουλειά, ψάξιμο samples για ώρες, και να κάθεσαι να ακούς τον έναν δίσκο μετά τον άλλο στον υπολογιστή σου.
– Ποιες είναι οι σκέψεις σου σχετικά με την τεχνητή νοημοσύνη (AI) και τη δημιουργία μουσικής;
Είμαι ανοιχτός στο AI, και το χρησιμοποιώ τακτικά, κυρίως το ChatGPT, όπως νομίζω και οι περισσότεροι άνθρωποι. Το έχω χρησιμοποιήσει για να με βοηθήσει να γράψω, να στήσω μια βασική ιδέα, ή στη διαδικασία να κάνω ένα κείμενο πιο ξεκάθαρο. Αλλά χρησιμοποιώ επίσης και το Midjourney για τη δημιουργία εικόνων. Πειραματίζομαι με τρόπους που επιτρέπουν στις ιδέες μου να έρθουν στη ζωή. Και νομίζω πως είναι τέλεια όλα αυτά τα εργαλεία, αν έχεις να συνεισφέρεις και εσύ δημιουργικά στο αποτέλεσμα. Έχω παρατηρήσει βέβαια στον εαυτό μου πως σταδιακά τεμπελιάζω με αυτού του είδους τα εργαλεία, ιδίως με το γράψιμο… οπότε σταματάει να λειτουργεί μετά από λίγο, γιατί αν η συνεισφορά σου δεν είναι δημιουργική, αυτό θα επηρεάσει και το αποτέλεσμα. Κάτι που ισχύει τόσο για τη δημιουργία εικόνων, όσο και για τη μουσική. Έχω ήδη δει αρκετά πρόσθετα AI plugins – όπως AI για το μιξάρισμα, ή για να βοηθάει να γίνει ένα καλύτερο master, ή οτιδήποτε. Οπότε σίγουρα μπορεί να είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο, για να φτιάχνεις κομμάτια, στο βαθμό βέβαια, που δεν υποβιβάζει τη δημιουργική διαδικασία. Αυτή πρέπει να είναι κάτι δικό σου. Είναι σημαντικό για έναν καλλιτέχνη να παραμένει πιστός στις αρχικές του ιδέες, οπότε αν το AI μπορεί να σε βοηθήσει να τις υλοποιήσεις, και να φτιάξεις κάτι όμορφο, αυτό το βρίσκω μια χαρά. Μα παράλληλα είναι πιθανό να καταλήξεις στην ίδια μουσική, στις ίδιες εικόνες, ή στις ίδιες ταινίες, ή οτιδήποτε…
Έτσι, αν και ένθερμος υποστηρικτής του ΑΙ, νομίζω πως είναι σημαντικό να το αφήνουμε έξω από τον «δημιουργικό κόσμο». Ο δημιουργικός κόσμος στα μάτια μου, είναι όμορφος από μόνος του, και μπορεί να αξιοποιήσει φυσικά τα εργαλεία του, μα νομίζω πως υπάρχουν πολλά άλλα πεδία που μπορούν επωφεληθούν περισσότερο από την τεχνητή νοημοσύνη.
– Θα θέλατε να αφιερώσετε ένα τραγούδι σας στο ελληνικό κοινό των boogie belgique;
Ναι, φυσικά! Το ελληνικό κοινό είναι κάπως σα να έχει αποτελέσει το πρώτο κοινό των Boogie Belgique. Η Ελλάδα έχει διαδραματίσει ένα μεγάλο ρόλο στη διαμόρφωση της ταυτότητας των Boogie Belgique. Υπάρχει μια σύνδεση με τους Έλληνες, που εντοπίζω κυρίως στο αίσθημα της νοσταλγίας. Και νομίζω πως τραγούδια όπως το “Forever & Ever”, ή το “every time” έκατσαν καλά με το κοινό της Ελλάδας. Πιο παλιά, για την ακρίβεια, κάναμε και ένα κομμάτι που ονομάσαμε “Philotimo”, βασισμένο στην ελληνική λέξη φυσικά. Όταν την άκουσα σκέφτηκα πως ήταν τόσο ωραία, μιας και δεν έχουμε κάτι παρόμοιο στη δική μου μητρική γλώσσα. Οπότε, μου αρέσουν οι στίχοι και πως το τραγούδι έχει, ή μάλλον προσπαθεί να έχει τα ίδια vibes. Οπότε, το «Philotimo
», ή το “Forever & Ever”.
Κεντρική φωτογραφία θέματος: Boogie Belgique | Photo Credit: Monday Jr