Οι δέκα καλύτερες ταινίες του 2019

Περιμένοντας τον νέο χρόνο, αναζητήσαμε και σας παραθέτουμε τις καλύτερες ταινίες που βγήκαν στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες το έτος 2019.

Ένας απολαυστικός Κουέντιν Ταραντίνο, πολιτικά μηνύματα από την Κορέα, ο σπουδαίος Μάρτιν Σκορσέζε στο είδος που τον καθιέρωσε, μία «ανθρώπινη» ιστορία διαζυγίου, και ένας  μηδενιστής τιμωρός συνέθεσαν τον κινηματογραφικό σύμπαν του 2019. Το έτος που φεύγει απέδειξε πως το Netflix έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας, καθώς δύο από τις σημαντικότερες ταινίες της χρονιάς – «Ιστορία γάμου» και «Ιρλανδός»- είχαν ως συμπαραγωγό την δημοφιλή ιντερνετική πλατφόρμα και προβλήθηκα σε αυτήν λίγες μέρες μετά την έξοδο τους στις κινηματογραφικές αίθουσες, Καθώς αυτός ο χρόνος φτάνει σιγά σιγά στο τέλος του, το CultureNow.gr κάνει μία ανασκόπηση και παραθέτει τις ταινίες του 2019 που σίγουρα αξίζουν την προσοχή σας.


#10

Πόνος και Δόξα, του Πέδρο Αλμοδόβαρ

Η ταινία διηγείται μια σειρά από συναντήσεις που πραγματοποίησε ο Σαλβαντόρ Μάγιο, ένας σκηνοθέτης του κινηματογράφου που είναι πλέον στην παρακμή του. Κάποιες διαδραματίζονται στο παρόν, άλλες τις θυμάται: την παιδική του ηλικία στη δεκαετία του ’60, τη στιγμή που μετανάστευσε μαζί με τους γονείς του σε ένα χωριό στη Βαλένθια αναζητώντας μια καλύτερη ζωή, την πρώτη του ερωτική επιθυμία, τον πρώτο του έρωτα στη Μαδρίτη τη δεκαετία του ’80, τον πόνο αυτού του χωρισμού ενώ ο έρωτας ήταν ακόμα έντονος, τη συγγραφή ως τη μόνη θεραπεία να ξεχνάς ό,τι δεν ξεχνιέται, την πρώτη επαφή με το σινεμά, και το απέραντο κενό που δημιουργεί η αδυναμία να συνεχίζεις να κάνεις ταινίες. Το Πόνος και Δόξα μιλάει για τη δημιουργία, για την δυσκολία να την διαχωρίζεις από την ίδια τη ζωή και για τα πάθη που της δίνουν νόημα και ελπίδα. Εξερευνώντας το παρελθόν του, ο Σαλβαντόρ ανακαλύπτει την άμεση ανάγκη να το διηγηθεί λεπτομερώς, και μέσα από αυτό βρίσκει τη σωτηρία του.

Το «Πόνος και Δόξα» αποτελεί ένα μελαγχολικό στοχασμό πάνω στο πέρασμα του χρόνου και στο καλλιτεχνικό όραμα, ενώ παράλληλα αντλεί έμπνευση από τις προσωπικές εμπειρίες του σκηνοθέτη, οι οποίες περιπλέκονται με μυθιστορηματικά στοιχεία. Γι’ αυτό, άλλωστε, έχει χαρακτηριστεί και μία από τις πιο προσωπικές ταινίες του Αλμοδόβαρ, ο οποίος συναντιέται ξανά με τον Αντόνιο Μπαντέρας. Δεν υπάρχουν εκπλήξεις. Tο έργο είναι γυρισμένο με την κλασική αλμοδοβαρική ματιά, ενώ παράλληλα αφηγείται μία ήδη γνωστή στο ευρύ κοινό ζωή. Και αυτό ακριβώς είναι το επίτευγμα. Ο Αλμοδόβαρ, στα 70 του, έρχεται να κάνει κάτι πολύ παραπάνω από μία απλή ανακεφαλαίωση της ζωής του. Χαρίζει στον θεατή μία ταινία που συγκεντρώνει τις πιο ιστορικές στιγμές της δουλειάς του και ταυτόχρονα, μοιάζει τόσο φρέσκια, λες και όλα αυτά τα βλέπεις για πρώτη φορά.


#9

Joker, του Τοντ Φίλιπς

Ο Άρθουρ Φλεκ είναι ένα περιθωριακός και κοινωνικά αδέξιος τύπος, ορφανός από πατέρα, που ζει με την άρρωστη μητέρα σου ένα βρώμικο διαμέρισμα στην απρόσωπη Γκόθαμ. Πάσχει από μία ιδιαίτερη ψυχολογική διαταραχή και κάθε φορά που νιώθει άγχος ή λύπη ξεσπά σε νευρικά γέλια. Αυτό, σε συνδυασμό με την αλλόκοτη συμπεριφορά του, τον καθιστούν ανίκανο να συνδεθεί με τον κόσμο. Κάθε προσπάθεια κοινωνικής του συναναστροφής πέφτει στο κενό. Μόνη του διέξοδος η εργασία του ως κλόουν σε νοσοκομεία για παιδιά, αλλά και το απατηλό όνειρο του να γίνει κωμικός. Όταν χάνει την δουλειά του και γίνεται περίγελος στην προσπάθεια του να κάνει μία stand up κωμική παράσταση, ανακαλύπτει πως η βία ως μέσο αντίδρασης μπορεί να του προσφέρει τον σεβασμό και την προσοχή που τόσο αναζητάει.

O Joker του Τοντ Φίλιπς είναι μια ξεχωριστή ταινία που δεν συνδέεται με την κόμικ πραγματικότητα της DC, ενώ αντλεί επιρροές από τις ταινίες του Σκορσέζε: «King Of Comedy», αλλά και τον εμβληματικό αντιήρωα του «Ταξιτζή». Τον Joker υποδύεται ο Χοακιν Φίνιξ σε ένα ανεπανάληπτο ρεσιτάλ ερμηνείας –σώμα και ψυχή- που σε κάνει να θες να σηκωθείς από την καρέκλα σου και να βγεις και εσύ στους δρόμους. Η νιχιλιστική βαναυσότητα του Άρθρου Φλεκ, που μεταμορφώνεται στον τιμωρό Joker ανατριχιάζει, με αποκορύφωμα τον καθηλωτικό χορό στο μπάνιο, που ντύνουν μοναδικά οι συνθέσεις της Hildur Guðnadóttir. Ωστόσο, στο σύνολο του το έργο που δείχνει και ένα άλλο πρόσωπο της βίας -ως μέσο αντίδρασης σε ένα κοινωνικό σάπιο σύστημα που περιθωριοποιεί τον ίδιο του τον πολίτη-, σου αφήνει μία αίσθηση πως κάπου, κάποτε όλο αυτό το έχεις ξαναδεί.


#8

Μεσοκαλόκαιρο, του Άρι Άστερ

Η Ντάνι και ο Κρίστιαν είναι ένα νεαρό ζευγάρι από την Αμερική, που φαίνεται έτοιμο να χωρίσει. Ωστόσο, μία οικογενειακή τραγωδία χτυπά την Ντάνι, καθώς χάνει ταυτόχρονα τους γονείς και την αδελφή της. Το πένθος της Ντάνι παρατείνει μία μονόπλευρη σχέση και η τελευταία αυτοπροσκαλείται σε ένα ταξίδι του Κρίστιαν με τους φίλους του σε ένα μοναδικό στο είδος του φεστιβάλ που λαμβάνει χώρα το μεσοκαλόκαιρο σε ένα απομονωμένο σουηδικό χωριό. Αυτό που ξεκινάει σαν μία ανέμελη καλοκαιρινή περιπέτεια σε ένα ηλιόλουστο καταφύγιο, παίρνει νοσηρή τροπή, όταν οι κάτοικοι του χωριού προσκαλούν τους καλεσμένους να συμμετέχουν σε εορτασμούς που μεταμορφώνουν αυτόν τον παράδεισο σε ένα όλο και πιο ανησυχητικό και ενοχλητικό μέρος.

To ατμοσφαιρικό «Μεσοκαλόκαιρο» σε τρομάζει με ένα αλλόκοτο τρόπο, γεμάτο ψυχεδέλεια. Μία σοκαριστική γιορτή αγωνίας, με πρωταγωνίστρια την χαρισματική Φλόρενς Πιου, που στέκεται αφοπλιστική μέσα στην θελκτική ρόμπα και την λουλουδένια κορδέλα της. Ένα κορίτσι που τους έχει χάσει όλους, και μέσα σε αυτό το νοσηρό και ταυτόχρονα ειδυλλιακά ανθισμένο περιβάλλον, βρίσκει ξανά την «οικογένεια» που αναζητούσε.


#7

Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται, της Σελίν Σιαμά

Βρετάνη, 1770. Η αριστοκρατικής καταγωγής Ελοΐζ μόλις έχει βγει από το μοναστήρι, ενώ παράλληλα θρηνεί τον χαμό της αδελφή της. Η μητέρα της θέλει να την παντρέψει, αλλά εκείνη αρνείται συνεχώς. Αντιδρά έντονα όταν η μητέρα της προσλαμβάνει έναν ζωγράφο για να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο της με σκοπό να το δείχνει στους επίδοξους γαμπρούς. Τελικά ο ζωγράφος απολύεται και την θέση του παίρνει η νεαρή Μαριάν, η οποία θα πρέπει να τη ζωγραφίσει μυστικά. Όταν ξεκινάει να την παρατηρεί διακριτικά… ο έρωτας γεννιέται μεταξύ δύο γυναικών οι οποίες είναι καταδικασμένες να ζουν σε μία πατριαρχική κοινωνία.

Ένα ευαίσθητο δράμα εποχής το οποίο εξελίσσει την πλοκή του μέσα από απελευθερωτική δύναμη της τέχνης. Η ταινία μοιάζει σαν έχει φιλοτεχνηθεί στα πρότυπα των Φλαμανδών ζωγράφων μέσα από τα σκοτεινά και βαθιά πλάνα της που αντιτίθενται με το φως που τα περιλούζει. Οι κοπέλες ερωτεύονται –με τον μόνο τρόπο που τους επιτρέπεται- σιωπηρά μέσα από βλέμματα και αγγίγματα, προκαλώντας στο θεατή μία συναρπαστική έξαψη. Ύστερα, οι κορσέδες σκίζουν και αποκαλύπτεται μία από τις πιο αισθησιακές και αυθεντικές κινηματογραφικές σχέσεις που έχουν περάσει μπροστά από τις οθόνες σας. Οι άντρες είναι απόντες στην ταινία, μόνο οι «σκιές» τους εξουσιάζουν το σπίτι, ενώ οι γυναίκες του σπιτιού χτίζουν μία νοητή θηλυκή «αδελφότητα», όπου εγείρονται ερωτήματα για την πατριαρχία, τα οποία μένουν αναπάντητα ακόμα και σήμερα.


#6

Αν η Οδός Μπιλ Μπορούσε να Μιλήσει, του Μπάρι Τζέκινς

Χάρλεμ, αρχές δεκαετίας του ’70. Η Τρις και ο Φόνι είναι πολύ ερωτευμένοι. Η ζωή τους ανατρέπεται όταν ο Φόνι φυλακίζεται για έναν βιασμό που δεν έχει διαπράξει. Η Τρις ανακαλύπτει ότι είναι έγκυος και αγωνίζεται με τη βοήθεια του δικηγόρου και της οικογένειας της για να αποδείξει την αθωότητα του.

Η ταινία αποτελεί μία κινηματογραφική μεταφορά του ομώνυμου βιβλίου του συγγραφέα και ακτιβιστή Τζέιμς Μπόλντουιν. «Η οδός Μπιλ είναι ένας δρόμος στη Νέα Ορλεάνη, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου, ο Louis Armstrong και η τζαζ. Όλοι οι μαύροι που γεννήθηκαν στην Αμερική, γεννήθηκαν στην Οδό Μπιλ, γεννήθηκαν στη μαύρη γειτονιά κάποιας αμερικάνικης πόλης, είτε του Τζάκσον, του Μισισιπί, του Χάρλεμ ή της Νεάς Υόρκης. Η Οδός Μπιλ είναι η κληρονομιά μας. Αυτό το μυθιστόρημα αφορά την απόλυτη ανάγκη να εκφραστεί αυτή η κληρονομιά», γράφει ο Μπάλντουιν, κάνοντας σαφές πως το πρωταγωνιστικό ζευγάρι δεν είναι απλά η Τρις και ο Φόνι, αλλά είναι όλα εκείνα τα μαύρα ζευγάρια που συνέχισαν παρά τις αντιξοότητες. Μία ταινία – γροθιά στο στομάχι του ρατσισμού, που εξυμνεί την παντοδυναμία του έρωτα, πέρα από φύλα, κοινωνικές τάξεις και χρώμα. Ένα εκπληκτικό δείγμα ουμανιστικού σινεμά.


#5

Ιρλανδός, του Μάρτιν Σκορσέζε

Κεντρικός ήρωας είναι ο Φρανκ Σίραν, ένας Ιρλανδός βετεράνος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που είναι απατεώνας, μαφιόζος και ψυχρός εκτελεστής. Διαδραματιζόμενη σε διαφορετικές δεκαετίες, παρακολουθούμε τον Σίραν να συνεργάζεται με διαβόητες προσωπικότητες του 20ού αιώνα, οι οποίες σχετίζονταν στην πλειονότητα τους με το οργανωμένο έγκλημα στη μεταπολεμική Αμερική. Ιστορικά γεγονότα, όπως η δολοφονία του Κέννεντι και η εξαφάνιση του θρυλικού ηγέτη του εργατικού συνδικάτου Τζίμι Χόφα (ένα από τα μεγαλύτερα άλυτα μυστήρια της Αμερικανικής Ιστορίας) συνδέονται με το οργανωμένο έγκλημα που «υπηρετεί» ο Ιρλανδός, δίνοντας μία επική ιστορία για τα μυστικά μονοπάτια και τις εσωτερικές τακτικές της μαφίας.

Ο Μάρτιν Σκορσέζε αποφάσισε στην κυριολεξία να μαζέψει μία παρέα από παλιούς φίλους και να κάνει μία ταινία του είδους που γνωρίζει καλύτερα. Μία ταινία για Ιταλούς μαφιόζους, που σκοτώνουν εν ψυχρώ, λατρεύουν την εξουσία, φοράνε χρυσά ρολόγια και πίνουν ακριβό ουίσκι. Μόνο που αυτή τη φορά πρωταγωνιστής είναι ένας Ιρλανδός, ένα ψυχρός εκτελεστής, που επέζησε όλες τις αιματοχυσίες. Και τώρα τι; Τι σε περιμένει όταν επιβιώνεις από όλα αυτά; Ο Σκορσέζε δημιουργεί μια ταινία – πραγματεία για τη θνητότητα, αλλά και μία ταινία για την ηλικία που ο ίδιος διανύει: την τρίτη ηλικία που βροντοφωνάζει πως «είμαστε ακόμα ζωντανοί». Παράλληλα, αποτίει φόρο τιμής στο είδος που τον καθιέρωσε. Η απαράμιλλη γκανγκστερική αισθητική, το εκλεπτυσμένο old school soundtrack, ο απίστευτα γοητευτικός Τζο Πέσι, ο εκρηκτικός Αλ Πατσίνο, αλλά και ένας Ρόμπερτ Ντε Νίρο που θυμίζει τα παλιά κάνουν την ταινία μία από τις καλύτερες της χρονιάς. Μεγάλο μείον οι μεγάλες ηλικίες των πρωταγωνιστών, καθώς μεγαθήρια του σινεμά που διανύουν την έβδομη ή και όγδοη δεκαετία της ζωής τους, καλούνται να ενσαρκώσουν σαραντάρηδες με την βοήθεια visual effects. Παρά το αξιόλογο αποτέλεσμα, υπάρχουν στιγμές που από απλές κινήσεις η ηλικία τους προδίδεται.


#4

Παιχνίδι με τη Φωτιά, του Λι Τσανγκ Ντογκ

Ο Γιονγκσού και η Χαέμι συναντιόνται τυχαία στο δρόμο. Γνωρίζονται από συμμαθητές, αλλά ο Γιονγκσού δεν την θυμάται καθώς εκείνη έχει μεγαλώσει και –όπως λέει- έχει κάνει πλαστικές επεμβάσεις στο πρόσωπο της. Του λέει πως μαθαίνει παντομίμα και πως δουλεύει ως μοντέλο, και ύστερα τον καλεί για ποτό στο διαμέρισμα της. Κάνουν σεξ και πριν προλάβει η σχέση τους να προχωρήσει του ανακοινώνει πως φεύγει για ταξίδι στην Κένυα. Του ζητά να ταΐζει τη γάτα της όσο θα λείπει. Εκείνος ταΐζει τη γάτα, αλλά δεν την βλέπει ποτέ. Μόνη απόδειξη της ύπαρξης της το άδειο μπολ φαγητού και τα υπολείμματα στην άμμο της. Η Χαέμι επιστρέφει, αλλά στο αεροδρόμιο συνοδεύεται από το νέο της αγόρι, τον όμορφο και πλούσιο Μπεν. Ο Μπεν αποτελεί μία σκοτεινή και μυστήρια φιγούρα για τον Γιονγκσού, καθώς δεν αποκαλύπτει πότε το επάγγελμα του, παρότι φαίνεται πως έχει οικονομική άνεση. Όταν σε μία κοινή έξοδος των τριών ο Μπεν εξομολογείται στον Γιονγκσού πως του αρέσει να βάζει φωτιά σε στάβλους και να τους παρατηρεί να καίγονται, ο Γιονκγσού νιώθει ακόμα περισσότερο πως η Χαέμι βρίσκεται σε κίνδυνο. Ωστόσο, τι από όλα αυτά είναι αλήθεια; Υπάρχει η γάτα; Ή όλα αυτά τα έχει φανταστεί ο Γιονγκσού;

Εμπνεόμενη από το διήγημά του Χαρούκι Μουρακάμι «Barn Burning» (1992), η ταινία κατακλύζεται από μία ανυπόφορη ένταση και έναν ανομολόγητο θυμό. Και στην ταινία και στο διήγημα ο άντρας πρωταγωνιστής υποπτεύεται πως ένας πλούσιος και μυστηριώδης άντρας –που είναι παράλληλα και κατ’ εξακολούθηση εμπρηστής- ευθύνεται για την εξαφάνιση της κοπέλας με την οποία είναι ερωτευμένος. Οι ερωτικές εμμονές και το παιχνίδι γάτας – ποντικού δημιουργούν μία αξιοπρόσεκτη μεταφορά της αισθητικής του Μουρακάμι για τον απρόσωπο σύγχρονο κόσμο. Η κάμερα του Λι αποτυπώνει με μαεστρία την διαφορά μεταξύ του αστικού πλούτου και τις εξοχικής απαλλοτρίωσης, δημιουργώντας ένα ατμοσφαιρικό και σαγηνευτικό σκηνικό, όπου οι ψευδαισθήσεις, οι ανομολόγητες επιθυμίες και τα ανθρώπινα πάθη αποκαλύπτουν την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.


#3

Ιστορία Γάμου, του Νόα Μπόμπακ

Ο Τσάρλι είναι ένας θεατρικός σκηνοθέτης στην εναλλακτική σκηνή της Νέας Υόρκης, ενώ η γυναίκα του, Νικόλ, είναι η ταλαντούχα πρωταγωνίστρια του θιάσου του, που νιώθει πως δεν έχει ξεδιπλώσει ακόμα το ταλέντο της. Είναι παντρεμένοι δέκα χρόνια, έχουν ένα μικρό αγόρι, φιγουράρουν σε εξώφυλλα ποιοτικών περιοδικών και αγαπιούνται βαθιά και αληθινά. Τα έχουν όλα. Όλα αυτά όμως θα ανατραπούν όταν αποφασίζουν να πάρουν διαζύγιο, με την Νικόλ να θέλει να μετακομίσει μαζί με τον γιο τους από την Νέα Υόρκη στο μακρινό Λος Άντζελες.

Το διαζύγιο περιγράφεται στο αριστούργημα του Νόα Μπόμπακ σαν μία μικρή κηδεία χωρίς αποθανόντα. Κάτι έχει πεθάνει, αλλά κανείς δεν ξέρει τι. Υπάρχει θλίψη, θυμός, άρνηση, αλλά και αγάπη… πολλή αγάπη. Και αυτά τα τέσσερα πώς γίνεται να πηγαίνουν μαζί; Εμπνεόμενος από προσωπικές του εμπειρίες, ο Μπόμπακ σκηνοθετεί μία ανθρώπινη ταινία που αγγίζει τον καθένα μας. Το δάκρυ αναμειγνύεται με το χαμόγελο σε αυτό το πολυεπίπεδο «δράμα διαζυγίου» που κερδίζει με την ανεπιτήδευτή φυσικότητα του. Στο επίκεντρο της ταινίας το διαζύγιο αποτελεί μία απρόσμενη δύναμη αλλαγής του ανθρώπου σε κάτι που ούτε ο ίδιος δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί. Και μέσα σε αυτό το χάος συναισθημάτων και αλλαγών στέκει ένα παιδί. Η Σκάρλετ Γιόχανσον ως Νικόλ και ο Άνταμ Ντράιβερ ως Τσάρλι καθηλώνουν και συγκινούν.


#2

Κάποτε στο Χόλιγουντ, του Κουέντιν Ταραντίνο

Στο Λος Άντζελες του 1969 τα πάντα είναι ρευστά και όλα αλλάζουν. Ο τηλεοπτικός αστέρας Ρικ Ντάλτον και ο για πολλά χρόνια κασκαντέρ του, Κλίφφ Μπούθ κινούνται στη νέα βιομηχανία του θεάματος, την οποία με δυσκολία αναγνωρίζουν πια. Ο Ρικ βρίσκεται σε καλλιτεχνικά διλήμματα, καθώς δεν ξέρει ποια είναι η σωστότερη επιλογή για να απογειώσει την καριέρα του, ενώ ο Κλίφφ έχει πάρει την θέση του παιδιού για όλες τις δουλειές (από το να φτιάχνει την κεραία της τηλεόρασης μέχρι να πρέπει να ξυπνά τον Ρικ για τις πρόβες του). Ενώ ο Ρικ ζει σε συναισθηματική σύγχυση, καθώς αναζητάει το κάτι παραπάνω, ο Κλίφφ δείχνει να αρκείται σε λίγες μπύρες και στην παρέα του Πιτ Μπουλ του. Γείτονες του Ρικ είναι πλέον στην νέα του λαμπερή γειτονιά το ζεύγος Πολάνσκι. Την ίδια ώρα ο Κλίφφ γνωρίζει τους χίπηδες που ανήκουν στη διαβόητη οικογένεια Μάνσον. Σύντομα ένα γαϊτάνι συμπτώσεων δημιουργεί απροσδόκητες εξελίξεις… που ξαναγράφουν την ιστορία.

Spoiler Alert! Ο Ταραντίνο σκηνοθετεί μία ταινία για την αδικοχαμένη Σάρον Τέιτ, την έγκυο σύζυγο του Ρόμαν Πολασκι, που δολοφονήθηκε βάναυσα μέσα στο σπίτι της από άτομα που άνηκαν στην αίρεση του Τσαρλς Μάνσον. Ωστόσο, στην ταινία η Τέιτ δεν δολοφονείται πότε, καθώς οι «εγκληματίες» δεν έφτασαν ποτέ σπίτι της. Αντίθετα, δολοφονήθηκαν από έναν Πιτ Μπουλ και ένα φλογοβόλο ενός ηθοποιού. Ο μαγικός κόσμος του σινεμά αποκαλύπτει το μεγαλείο του: στις ταινίες όλα μπορούν να συμβούν. Ο Ταραντίνο ξαναγράφει την ιστορία όπως εκείνος θέλει, μέσα από την αφήγηση της κάμερας του, και αποκαθιστά το τέλος μίας πικρής ιστορίας. Ο Λεονάρντο Ντι Κάπριο και ο Μπραντ Πιτ αποτελούν ένα από τα πολύ δυνατά χαρτιά της ταινίας, με τη χημεία τους στην οθόνη να είναι εκρηκτική. Το έργο αποτελεί μία εμπειρία που μαγνητίζει με τον αυτοσαρκασμό και το πάθος για τη βιομηχανία του θεάματος. Μία χορταστική και απολαυστική ταινία από έναν σκηνοθέτη που αγαπά ειλικρινά την μαγεία του κινηματογράφου.


#1

Παράσιτα, του Μπονγκ Τζουν Χο

Οι φτωχοδιάβολοι που πρωταγωνιστούν στα «Παράσιτα» ζουν σε μία από τι πιο υποβαθμισμένες περιοχές της σημερινής Σεούλ. Το υπόγειο τους μυρίζει περίεργα, δεν διαθέτει Wifi, ενώ κάποιες φορές άνθρωποι ουρούν έξω από το παράθυρό τους. Η τετραμελής αυτή οικογένεια –πατέρας, μητέρα, γιος, κόρη- βιώνει την κατάσταση της με μία παραίτηση. Μία αχτίδα ελπίδας εμφανίζεται όταν ένας φίλος του γιου, τού προσφέρει δουλειά ως δάσκαλος στην ανήλικη κόρη μία ευκατάστατης οικογένειας που ζει σε μία πολυτελή έπαυλη. Μέσα από τραγελαφικές δολοπλοκίες και ραδιουργίες οι φτωχοδιάβολοι καταφέρνουν να εισβάλουν για τα καλά στην ζωή της πλούσιας οικογένειάς με τις μόνες ιδιότητες που θα τους επιτρεπόταν κοινωνικά: ως υπηρετικό προσωπικό ή ως υπάλληλοι. Ωστόσο, κανένας δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις τραγικές συνέπειες που ακολουθούν.

Απρόβλεπτες ανατροπές, και ευφυείς εναλλαγές μεταξύ του αστείου και του δραματικού συνθέτουν αυτή την μαύρη κωμωδία που μετατρέπεται σε ένα διαβολεμένα ψυχαγωγικό θρίλερ. Τα «Παράσιτα» βρίθουν πολιτικών και κοινωνικών αναφορών, ενώ διαθέτουν μία δική τους μοναδική κινηματογραφική ταξική συνείδηση. Οι φτωχοί μυρίζουν διαφορετικά και για αυτό οι πλούσιοι μπουρζουάδες αηδιάζουν δίπλα τους και δεν τους βοηθούν ακόμα και όταν κείτονται νεκροί. Και αυτό είναι μόνο ένα ψήγμα από τον έξυπνο κοινωνικό σχολιασμό και την σατυρική διάθεση μιας ταινία που σε προβληματίζει και εκτός της κινηματογραφικής αίθουσας.

Η ταινία τιμήθηκε φέτος με το Χρυσό Φοίνικα, δημιουργώντας ταυτόχρονα ιστορία- πρόκειται για την πρώτη ταινία από την Κορέα που αποσπά το πολυπόθητο βραβείο.

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ