Οι «Δύο εβδομάδες στο τελευταίο σύνορο» του Alexis de Tocqueville αποτελεί μια πρώτη γνωριμία με την άγνωστη Αμερική

Ο Alexis de Tocqueville (Αλέξις ντε Τοκβίλ) συνεπαρμένος από τον μύθο της Αμερικής ταξιδεύει στα βάθη της ερήμου και ανακαλύπτει έναν άλλο κόσμο, τον Νέο κόσμο.

Στις αρχές του 19ου αιώνα πολλοί Ευρωπαίοι, όπως ο Φλωμπέρ, ο Λόρδος Βύρων, ο Σατωμπριάν και άλλοι, μαγεμένοι από τον αρχαίο πολιτισμό και έχοντας για συντροφιά και οδηγό τους διάφορα αναγνώσματα όπως τα έπη του Ομήρου και όχι μόνο αποφασίζουν να διεξάγουν το ταξίδι προς τη Μεσόγειο για να θαυμάσουν και να δουν από κοντά όλα εκείνα τα σπουδαία μνημεία με κύριο απ΄όλα την Ακρόπολη και τον Παρθενώνα, τις Μυκήνες και πολλά άλλα. Αυτά τα ταξίδια προς την μυστηριακή Μεσόγειο δεν είναι και τα πιο ασφαλή για τους Ευρωπαίους περιηγητές καθώς οι θάλασσες δεν είναι τόσο ασφαλείς, τα καράβια με τα οποία ταξιδεύουν δεν είναι πάντα αξιόπλοα και όταν καταφθάνουν στα μέρη που έχουν ονειρευτεί δεν βρίσκουν πάντα τις καταλληλότερες συνθήκες διαβίωσης, μην λησμονούμε πως η Ελλάδα για παράδειγμα είναι ακόμα υπό κατοχή οθωμανική.

Ένα οδοιπορικό στην αμερικανή ήπειρο, ένα ταξίδι στα σύνορα του πολιτισμού

Ο Alexis de Tocqueville (Αλέξις ντε Τοκβίλ) – όπως και ο ποιητής Σατωμπριάν – σε νεαρή ηλικία αποφασίζει με τη σειρά του να πραγματοποιήσει ένα ταξίδι στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, στην αμερικανική ήπειρο. Είναι αυτή για την οποία θα γράψει αργότερα το περίφημο δοκίμιο Η δημοκρατία στην Αμερική, το οποίο θα μείνει στην ιστορία και το οποίο παραμένει επίκαιρο και ζωντανό ακόμα και σήμερα γιατί αποτυπώνει την πολιτική κατάσταση στην Αμερική, μια κατάσταση που λίγο έχει αλλάξει στην ουσία της. Γοητευμένος και ενθουσιασμένος από την αχανή ήπειρο, τις ερήμους της και τα μυστικά της αποφασίζει να ταξιδέψει στα βάθη της αμερικανικής υπαίθρου, στα δάση όπου κατοικούν ιθαγενείς και λίγοι Ευρωπαίοι άποικοι για να διαπιστώσει τη ζωή εκεί και να δει ιδίοις όμμασι τις ομορφιές της φύσης, τις οποίες και θα περιγράψει τόσο γλαφυρά σε αυτό το μικρό ταξιδιωτικό σύγγραμμα.

Πρόκειται για κάτι εντελώς διαφορετικό από την μεταγενέστερη συγγραφική του πορεία και για αυτά για τα οποία έμεινε στην ιστορία, ωστόσο παίρνουμε ως αναγνώστες ένα άρωμα των όσων θα επακολουθήσουν. Έχει φύγει από τη Γαλλία απογοητευμένος από την πολιτική κατάσταση και έχει μετοικήσει στην Αμερική για να ανακαλύψει αυτόν τον άγνωστο τόπο και τα όσα κρύβει στα βάθη του. Θα συναντήσει Ινδιάνους και θα καταλάβει την αγνότητά τους και την αυθεντικότητά τους σε σχέση με τους λευκούς που έχουν φτάσει στην Αμερική με σκοπό να εκμεταλλευτούν δίχως ενδοιασμό κάθε σπιθαμή γης και να πλουτίσουν με κάθε τρόπο και με κάθε τίμημα. Γράφει χαρακτηριστικά: «Συγκεντρωμένος στον μοναδικό στόχο να κάνει περιουσία, ο άποικος καταλήγει να δημιουργήσει μια εντελώς ατομοκεντρική ζωή ͘  ακόμα και τα αισθήματα για την ίδια την οικογένειά του καταλήγουν να συγχωνευτούν στον υπέρμετρο εγωτισμό του, και είναι αμφίβολο αν στη γυναίκα του και στα παιδιά του βλέπει οτιδήποτε άλλο εκτός από ένα κομμάτι αποσπασμένο από τον ίδιο. Στερημένος από τις συνηθισμένες σχέσεις με τους ομοίους του, έχει μάθει να απολαμβάνει τη μοναξιά του».

Ο Τοκβίλ σε αυτό το ταξίδι έχει κοντά του τον φίλο του και συνοδοιπόρο Γκυστάβ ντε Μπωμόν με τον οποίο συνταξιδεύει από το λιμάνι της Χάβρης προς την Αμερική και έπειτα προς τις εσχατιές της υπαίθρου εκεί όπου θα μαγευτεί από τα άγρια σε ομορφιά μέρη, τα γεμάτα από πράσινο δάση και την απεραντοσύνη που ξεπροβάλλει μπροστά του. Μένει ενεός από αυτά που παρατηρεί γύρω του, εκστασιάζεται και τα καταγράφει στο χαρτί σε μια προσπάθεια να μην του ξεφύγει τίποτε από αυτό το μοναδικό οδοιπορικό. Νιώθει και αισθάνεται περικυκλωμένος από τη μητέρα φύση την οποία και υμνεί, βιώνει τους κινδύνους αυτού του ταξιδιού ενώ παράλληλα κατακρίνει τους λευκούς που το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι πώς θα εξοντώσουν τους ιθαγενείς για να εκμεταλλευτούν δίχως έλεος τον πλούτο τους, τα δέντρα, τα ζώα και ό,τι άλλο κατοικεί στα κατάφυτα δάση. Καταθέτει την αποστροφή του για τον εκμαυλισμένο δυτικό πολιτισμό που δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει αυτή τη μοναδικότητα του τοπίου γιατί μόνη σκέψη του είναι το κέρδος. Είναι σαν να βρίσκεται σε άλλο χώρο και χρόνο και μένει αποσβολωμένος από την ευφυΐα των Ινδιάνων που αν και δεν μιλούν την ίδια γλώσσα μοιάζει να καταλαβαίνουν τα πάντα και να επικοινωνούν άριστα.

«Τα μόνα αισθήματα που βιώνει κανείς όταν περιπλανιέται σ’ αυτές τις ανθισμένες ερήμους όπου τα πάντα, όπως στον Παράδεισο του Μίλτον, είναι έτοιμα να υποδεχτούν τον άνθρωπο, είναι ένας ήρεμος θαυμασμός, μια γλυκιά και μελαγχολική συγκίνηση, μια αόριστη αποστροφή για την πολιτισμένη ζωή ͘  ένα είδος πρωτόγονου ενστίκτου σε κάνει να σκέφτεσαι με λύπη ότι σύντομα αυτή η απολαυστική μοναξιά θα πάψει να υπάρχει», καταθέτει ο Τοκβιλ και μοιάζει αυτό το ταξίδι στα όρια του πολιτισμού να είναι και ένα είδος προεργασίας και προετοιμασίας για όσα θα ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια, δηλαδή να ασχοληθεί περισσότερο με την Αμερική και τους θεσμούς της και να την αντιπαραβάλει σε σχέση με την Γαλλία. Εξάλλου, θα γράψει αργότερα και το βιβλίο Το Παλαιό καθεστώς και η επανάσταση όπου θα ξετυλίξει το κουβάρι των γεγονότων που οδήγησαν στα ιστορικές εξελίξεις. Ο Τοκβίλ ήδη από αυτήν την ταξιδιωτική μαρτυρία ετοιμάζει το έδαφος για τη μετέπειτα έρευνά του και εδώ μέσα από ένα εντελώς διαφορετικό σκηνικό αποδεικνύει πως είναι ένας άνθρωπος βαθιά φιλοσοφημένος, ένας επίμονος αναζητητής της αλήθειας, ένας ακούραστος μελετητής του κόσμου.

Αποσπάσματα από το βιβλίο «Δύο εβδομάδες στο τελευταίο σύνορο»

«Η ζωή και ο θάνατος συνυπάρχουν εδώ, είναι σαν να θέλουν να αναμείξουν και να μπερδέψουν τα έργα τους»

«Στις ερημιές της Αμερικής η παντοδύναμη φύση είναι ο μόνος παράγοντας καταστροφής, όπως και η μόνη δύναμη αναγέννησης και αναπαραγωγής»

Διαβάστε επίσης:

Αλεξί ντε Τοκβίλ – Δύο εβδομάδες στο τελευταίο σύνορο: Βιβλίο για ένα ιδιαίτερο οδοιπορικό

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ