Ο Τόμας Χάρντυ είναι από εκείνους τους συγγραφείς που μπαίνει βαθιά μέσα μας, μας κυριεύει με τις αφηγήσεις του όπως ακριβώς κάνουν οι πίνακες των ιμπρεσιονιστών που παρουσιάζουν και απεικονίζουν υπέροχα τοπία. Ο Ανρί Ματίς είχε πει κάποτε πως θέλω οι πίνακές μου να είναι αναπαυτικοί σαν πολυθρόνες και έτσι είναι και τα κείμενα του Χάρντυ, αναπαυτικά ως προς τις περιγραφές των ανθρώπων της υπαίθρου, αιχμαλωτίζουν το βλέμμα μας και ταξιδεύουν τον νου μας. Μας τους παρουσιάζει απογυμνωμένους, καθαρούς, αυθεντικούς, πραγματικούς τελικά, είναι άνθρωποι σαν και εμάς με τα πάθη τους που ξετυλίγονται μέσα από τις διαφορετικές ιστορίες αυτής της θεσπέσιας έκδοσης. Ο φακός της γραφής του Χάρντυ εστιάζει στα άγνωστα επεισόδια του βίου τους και επικεντρώνεται στα δωμάτια εκείνα που κανείς δεν τολμά να εισέλθει. Εκείνος δεν διστάζει να γίνει ο πιο άμεσος ανταποκριτής και ο πιο πιστός φίλος και παρατηρητής των ανθρώπων αυτών που μέσα στους έρωτες, τα μίση, την αγάπη και κάθε έκφανση των συναισθημάτων τους μας συστήνονται όπως ποτέ άλλοτε.
Ο Χάρντυ στα διηγήματα αυτά αποφασίζει, σε αντίθεση με συγγραφείς όπως ο Ντίκενς, να φύγει μακριά από το άγριο πλήθος – για να θυμηθούμε ένα από τα εμβληματικά έργα του – και να δώσει φωνή στους άγνωστους ανθρώπους της υπαίθρου, για τους οποίους τρέφει ιδιαίτερο σεβασμό και αναγνωρίσει τη δυσκολία των ζωών τους μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Κάθε φορά που ένα βιβλίο λογοτεχνικό, από αυτά που συγκλονίζουν το μυαλό και τις αισθήσεις, εξουσιάζει και κυριεύει ψυχή τε και σώματι, τότε φέρνω στον νου μου την ρήση του Τόμας Καρλάιλ που αναφέρει ευφυώς πως τα βιβλία είναι φίλοι μου που ποτέ δεν με απογοητεύουν. Με τα διηγήματα του Χάρντυ όχι μόνο δεν νιώθουμε απογοήτευση, το αντίθετο ακριβώς, ενθουσιαζόμαστε καθώς διατρέχουμε το κείμενό του και αντλούμε γνώση για τον ψυχικό κόσμο των ανθρώπων που, όπως στον περίφημο πίνακα του Καγιεμπότ Οι πλανιστές του παρκέτου του 1875, πασχίζουν και μοχθούν σε καθημερινή βάση σε μια ύπαιθρο όχι πάντα φιλική και φιλόξενη.
Ο Χάρντυ κατέχει το κλειδί για να ξεκλειδώσει τα πιο μύχια συναισθήματα των απλών ανθρώπων
Ο ίδιος ο Χάρντυ εξομολογείται σχετικά με τις ιστορίες του και δηλώνει τα εξής: “Μια ιστορία πρέπει να έχει κάτι το εξαιρετικό για να αξίζει να την αφηγηθούμε. Εμείς οι αφηγητές είμαστε όλοι Γέροι Ναυτικοί, και κανείς από εμάς δεν έχει την άδεια να σταματήσει τους Καλεσμένους στον Γάμο (μ’ άλλα λόγια, το βιαστικό κοινό), εκτός αν έχει να διηγηθεί κάτι το περισσότερο ασυνήθιστο από την κοινότοπη εμπειρία του μέσου ανθρώπου”. Αυτά τα λόγια βρίσκονται στο εξαιρετικό επίμετρο που ακολουθεί στο τέλος της έκδοσης και είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικό για τον τρόπο σκέψης του συγγραφέα που ανέπτυξε πληθώρα διαφορετικών ειδών, όπως το μυθιστόρημα, το διήγημα και την νουβέλα και στο τέλος αποφάσισε να επικεντρωθεί στην ποίηση αφήνοντας πίσω του μιας για πάντα τα νεανικά εκφραστικά σκιρτήματα, σύμφωνα με τον ίδιο. Και συνεχίζει ο ίδιος την εξομολόγηση: “Ο συγγραφέας που ξέρει ακριβώς πόσο εξαιρετικά και πόσο μη-εξαιρετικά πρέπει να κατασκευάσει τα συμβάντα του κατέχει το κλειδί της τέχνης”. Αξίζουν τα εύσημα στη μετάφραση της Έφης Φρυδά που αποδίδει στα ελληνικά τη εξαίσια γλώσσα του Χάρντυ.
Αυτή λοιπόν η έκδοση είναι από εκείνα τα διαχρονικά βιβλία που αναμένεις και μόλις το πάρεις στα χέρια σου βυθίζεσαι και δεν θέλεις να τελειώσει. Ο Τόμας Χάρντυ, παρατηρητής της κοινωνίας και κορυφαίος ψυχαναλυτής της μέσω των ηρώων του, γράφει ιστορίες καθηλωτικές, ιστορίες βγαλμένες από τα σπάργανα της κοινωνίας του Ουέσσεξ και των περιχώρων, από περιοχές όπου η βιομηχανοποίηση δεν έχει ακόμα φτάσει όπως στα μεγάλα κέντρα των πόλεων, όπου οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον που δεν έχει ακόμα καταστεί έρμαιο της τεχνολογικής μεταμόρφωσης και άρα έχει κάτι το σκληρό αλλά συνάμα αγνό και γνήσιο, δεν έχει διαβρωθεί ακόμα η ζωή τους από την βιομηχανική επανάσταση που έχει πλημμυρίσει κάθε παραδοσιακή μορφή καθημερινότητας.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Τόμας Χάρντυ ξεδιπλώνει μέσα από αυτά τα διηγήματα τις ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης φύσης. Ο Χάρντυ, στα περισσότερα μυθιστορήματα του, τα οποία ονομάζει ο ίδιος «μυθιστορήματα χαρακτήρα και περιβάλλοντος» όπως όμως και στα κείμενα που έχουμε ενώπιον μας, πραγματεύεται με σκληρότητα, τιμιότητα και ειρωνεία τις ανθρώπινες ερωτικές εξάρσεις, τα παιχνίδια της μοίρας που επηρεάζουν τον σύγχρονο άνθρωπο πριν έρθει η βιομηχανική επανάσταση και αρχίζει να διαφθείρει όλο και περισσότερο τον ευάλωτο σε πάθη άνθρωπο. Ο Χάρντυ, σε αυτά τα διηγήματα, όπως και σε άλλα μυθιστορήματα όπως το Tess of the d’ Ubervilles ή το Far from the madding crowd, καταδεικνύει πόσο ο άνθρωπος παρασύρεται από τη δύναμη της επιθυμίας και δυσκολεύεται να την τιθασεύσει. Είναι διηγήματα που αναδεικνύουν και καταδεικνύουν αυτά που ένας άλλος νατουραλιστής της ίδιας εποχής στην άλλη μεριά της Μάγχης καταγράφει και αυτός δεν είναι άλλος από τον Γκυ ντε Μωπασάν.
Είναι αυτό που μια άλλη κορυφαία μορφή της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα που ακούσει στο όνομα Βιρτζίνια Γουλφ αναφέρει σχετικά με τον Χάρντυ στην εισαγωγή της έκδοσης, αυτή που επηρεάστηκε από εκείνον και για αυτό υμνεί και εκθειάζει το όνομά του. “Σε όλα του τα βιβλία ο έρωτας αποτελεί στοιχείο κεφαλαιώδες, που διαπλάθει την ανθρώπινη ζωή. Είναι όμως καταστροφικός. Συμβαίνει αιφνίδια, κατακλυσμιαία, και δεν έχεις πολλά να πεις για αυτόν”. Όταν η ίδια η Γουλφ στέκεται ενεός μπροστά στο έργο του τότε το μόνο που μπορούμε εμείς ως αναγνώστες να κάνουμε είναι να “φυλακιστούμε” οικειοθελώς στις ιστορίες του για να απολαύσουμε το μεγαλείο ενός επιφανούς συγγραφέα που όσο και να τον διαβάζουμε ποτέ δεν θα πλήξουμε γιατί κάθε φορά θα τον ανακαλύπτουμε.
Αποσπάσματα από το βιβλίο:
“Την κυρία Μπαρνέτ δεν την απασχολούσαν ούτε εκείνος ούτε τα συναισθήματά του, όπως πάντα έλεγε – την έτρωγε μόνο που σε μια στιγμή αδυναμίας υπέκυψε σε έναν κοινό αστό, ενώ θα μπορούσε να στοχεύσει κι ίσως να τυλίξει κάποιον απ’ τη δική της κοινωνική τάξη”
“Δύσκολος και μοναχικός ο βόρειος δρόμος από το Κάστερμπριτζ, ειδικά το χειμώνα. Σε ένα του κομμάτι ενώνεται με το Λονγκ-Ας Λέιν, ένα μονότονο μονοπάτι, με λίγες στροφές, που για μίλια δεν συναντά ούτε συνοικία ούτε χωριό”