Πετράρχης, Δάντης, Βοκάκιος είναι μόνο μερικά από τα ονόματα που έχουν σφραγίσει με τα γραπτά τους την ιστορία της ιταλικής λογοτεχνίας και δεν είναι τυχαία ονόματα αλλά προσωπικότητες που έλαμψαν και άφησαν παρακαταθήκη, μοναδική κληρονομιά στις επερχόμενες γενιές. Η αναφορά σε αυτούς μόνο τυχαία δεν είναι διότι αυτή η πλούσια και ανεκτίμητη παράδοση συνεχίζεται μέσα από συγγραφείς όπως ο Τσέζαρε Παβέζε (Cesare Pavese), ένας επιφανής παρατηρητής της κοινωνίας που διεισδύει βαθιά στην ψυχολογία των προσώπων. Διαβάζοντας αυτό το μοναδικό σε ομορφιά μυθιστόρημα, πάμε πίσω στον χρόνο και στη γαλλική σχολή των νατουραλιστών συγγραφέων, εκεί όπου ο εξέχων Γκι ντε Μωπασάν αρεσκόταν να αφηγείται τις ζωές εκείνων που παρατηρούσε, σαν ένας ιμπρεσιονιστής. Αυτό ακριβώς επιχειρεί και ο Παβέζε μέσα από την ιστορία των κοριτσιών του, κοπέλες όπως η Κλέλια, η αφηγήτρια.
Μέσα στον πυρήνα μιας κοινωνικής κατάστασης και μιας αστικής πραγματικότητας
Ο αναγνώστης διακρίνει έντονη την μελαγχολία του αστικού τοπίου, το οποίο μέσα από την αφήγησή του Παβέζε παίρνει χρώμα, σάρκα και οστά, είναι μια νοερή και ευφάνταστη περιπέτεια στους δρόμους του Τορίνο, έχουμε την εντύπωση πως συμμετέχουμε και εμείς σε αυτή τη διαδρομή μέσα στην πόλη παρέα με τα κορίτσια και τα αγόρια. Ο κόσμος του Παβέζε αν μπορούσε να αποτυπωθεί μέσω κάποιας εικόνας, σίγουρα αυτή θα ήταν ένας πίνακας του Τζόρτζιο ντε Κίρικο, αυτού του σπουδαίου Ιταλού ζωγράφου που απεικόνισε τις πλατείες και τα κτίρια πόλεων. Μέσα σε εκείνα τα σοκάκια, πάνω σε αυτές τις πλατείες θα βρίσκαμε τις κοπέλες να περπατούν και να χαράζουν την πορεία τους για να αναζητήσουν τον τελικό τους στόχο. Είναι έκδηλη η μελαγχολία που διακατέχει όλες και όλους, ο Παβέζε δεν κάνει τίποτα που δεν έχει νόημα.
Το κείμενό του αποτυπώνει πλήρως μια κοινωνία, εν προκειμένω την ιταλική, η οποία προσπαθεί να συνέλθει από τη δοκιμασία του πολέμου και να βρει άμεσα τα πατήματά της, τον βηματισμό της. Στα μέρη που συχνάζουν αγόρια και κορίτσια γευόμαστε όλον τον παλμό, τις σχέσεις και τις εξαρτήσεις που προκύπτουν από αυτές, τους έρωτες και τα πάθη, όλα αυτά δηλαδή που ταυτίζονται με την ανθρώπινη φύση, έτσι όπως μας έχει συστηθεί κατά το παρελθόν. Η Κλέλια που πηγαίνει στο Τορίνο για να ξαναζήσει την εμπειρία της πόλης θα βρεθεί σε θέση ισχύος και θα δει τις αλλαγές τόσο στη ζωή της όσο και στις ζωές των άλλων. Θα δει ιδίοις όμμασι όλο αυτόν τον ανελέητο αγώνα κοριτσιών όπως η Μαριέλα ή η Μομίνα να περιφέρονται και να αναλώνονται σε διάφορες δραστηριότητες για να ικανοποιήσουν το είναι τους και να βγουν από την ατέρμονη πλήξη τους.
«Μισείς τις απολαύσεις των άλλων, Κλέλια, αυτό είναι. Λάθος. Μισείς τον εαυτό σου. Και να σκέφτομαι πως έχεις μέσα σου τόσα ταλέντα! Ζήσε ευτυχισμένη, ξέχασέ το το άχτι σου. Οι απολαύσεις των άλλων είναι και δικές σου…» θα την συμβουλεύσει ένας φίλος και εκεί αρχίζει να διακρίνει τη δική της με τις ζωές των άλλων κοριτσιών. Η Κλέλια παλεύει να πετύχει κάτι στη ζωή της, επιθυμεί διακαώς και πετυχαίνει να βρει αυτή την θέση. «Αυτό ήταν όλο μου το παρελθόν, αφόρητο κι όμως τόσο διαφορετικό, τόσο νεκρό. Είχα πει μέσα μου πολλές φορές εκείνα τα χρόνια – και αργότερα πάλι, όσο το συλλογιζόμουν – πως σκοπός της ζωής μου ήταν να πετύχω, να γίνω κάτι, και μια μέρα να γυρίσω σ’ αυτά τα δρομάκια όπου είχα ζήσει παιδί και να χαρώ τη ζεστασιά, την κατάπληξη, το θαυμασμό αυτών των φτωχών ανθρώπων». Η Κλέλια είναι συνδεδεμένη με τον τόπο, άρρηκτα δεμένη με το Τορίνο, εκεί θέλει να δημιουργήσει και να διαπρέψει.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο Παβέζε, με αφορμή την Κλέλια θα μιλήσει για όλα όσα συμβαίνουν και διαμορφώνουν τη μεταπολεμική ιταλική κοινωνία μέσα από μια αφήγηση ιδιαίτερα θεατρική και κινηματογραφική επίσης, με διαλόγους έντονους, με περιγραφές τοπίων, με εστιάσεις σε συγκεκριμένα πρόσωπα και στιγμές τους, αυτή η σκηνοθετική ματιά είναι σε πλήρη παραλληλισμό με τις υπέροχες ασπρόμαυρες ιταλικές ταινίες των δεκαετιών του ’50 και του ’60, εκεί όπου ο άνθρωπος ξεγυμνώνεται και παρουσιάζεται ενώπιον του κοινού. Η διαταραχή του ιστού της κοινωνίας είναι κάτι που θα συμβαίνει όσο άνθρωποι κατοικούν αυτόν τον πλανήτη και όσο υπάρχουν πάθη και πόθοι. Μην ξεχνάμε εξάλλου πως ο Παβέζε γράφει σε έναν 20ο αιώνα, ο οποίος είναι γεμάτος κοινωνικές ανισότητες, ισορροπίες οικογενειακές που δίχως αμφιβολία συστέλλονται και διαστέλλονται.
Οι συνθήκες που βιώνουμε μέσω των βιβλίων του προκύπτουν από γεγονότα και καταστάσεις πραγματικές που δεν μπορούμε και δεν γίνεται να ωραιοποιήσουμε, ο συγγραφέας επισημαίνει παραλείψεις και κοινωνικές ατασθαλίες και μας καθιστά μέτοχους ενός προβλήματος που έχει μεν λύσεις αλλά εναπόκειται σε εμάς να τις βρούμε. Εμείς οι άνθρωποι του σήμερα απλά ανακαλύπτουμε πόσο επίκαιρος είναι ο Παβέζε και πόσο αγγίζει τα κοινωνικά δρώμενα του σήμερα, τα οποία είναι σφόδρα επισφαλή και αναστρέψιμα. Η μετάφραση του Στρατή Τσίρκα είναι το απαύγασμα της γοητείας, της διάθεσης στο ελληνικό κοινό μιας ολοκληρωμένης εκδοτικής στιγμής με τη σφραγίδα ενός σπουδαίου Ιταλού συγγραφέα μεταφρασμένου από έναν αδιαμφισβήτητα καταξιωμένο Έλληνα λογοτέχνη.
Αποσπάσματα από το βιβλίο «Κοπέλες μόνες»:
«… η πείνα δεν αρκεί για να σε κάνει να πετύχεις: πρέπει να ξέρεις το επάγγελμά σου όπως ο πεινασμένος ξέρει την πείνα του και να το εξασκείς με αξιοπρέπεια»
«Το είχα αποφασίσει. Δεν ήμουν μεθυσμένη, μα η χολή, η κούραση κι η τζαναμπετιά που αισθανόμουν πριν με είχαν αφήσει τώρα, χόρευα και κουβέντιαζα ευχαριστημένη, νιώθοντας μια ζεστασιά μέσα μου»
Διαβάστε επίσης:
Κοπέλες μόνες: Κυκλοφορεί η νουβέλα του Τσέζαρε Παβέζε από τις εκδόσεις Κέδρος