Οι Παραθεριστές, του Μαξίμ Γκόρκι στην Εφηβική Σκηνή της Στέγης

«Πώς πρέπει να είναι οι άνθρωποι για να μην τους βαριόμαστε;» αναρωτιέται ο Μαξίμ Γκόρκι στους πολυπρόσωπους και σπανίως παιγμένους στη χώρα μας Παραθεριστές (1904), που φέρνουν το καλοκαίρι στην Εφηβική Σκηνή της Στέγης από τις 18 Νοεμβρίου.

Αυτή τη στιγμή θα ήθελα να βρίσκομαι κάπου όπου ζουν άνθρωποι απλοί, αληθινοί, που κάνουν κάτι χρήσιμο.

– Μαξίμ Γκόρκι, Οι παραθεριστές

Η Μαρία Μαγκανάρη μεταφέρει τη δράση από την προεπαναστατική Ρωσία στο σήμερα του ελληνικού καλοκαιριού και αποδεικνύει ότι μερικοί συγγραφείς μπορούν να απευθύνονται με εντυπωσιακή ευκολία σε όλες τις γενιές. Έφηβοι και ενήλικες σε ένα αέναο γαϊτανάκι αναζήτησης ομφαλοσκοπούμε κι εμείς σαν τους Παραθεριστές, ψάχνοντας το προσωπικό μας νόημα και τη θέση μας μέσα σε μια κοινωνία που ούτε ξέρει τι την περιμένει.

Συχνά λέμε ότι πάμε διακοπές για να «ξεφύγουμε». Ξεφεύγουμε, όμως, ποτέ από τον εαυτό μας; Οι Παραθεριστές του Γκόρκι αναλώνονται σε φλυαρίες, γκρίνιες, τσακωμούς, μεθύσια και ανεκπλήρωτους έρωτες μέσα σε μια ατμόσφαιρα νωθρότητας. Ευτυχώς, όχι όλοι. Κάποιοι, οι νεότεροι, θα μας θυμίσουν αυτό που πάντα υποστήριζε ο Γκόρκι: «Ο άνθρωπος είναι το μοναδικό θαύμα στη Γη».

Όταν έφυγε η Λιούμποβα και η παρέα της από τον Βυσσινόκηπο, μια καινούρια φυλή άρχισε να εγκαθίσταται κάθε καλοκαίρι στα εξοχικά που φτιάχτηκαν εκεί: οι παραθεριστές. Το «μετά-τσεχοφικό» τοπίο επρόκειτο να ζήσει εκ νέου ανεκπλήρωτους έρωτες, βραδιές τσαγιού, μεθύσια, αυτοσχέδιες θεατρικές παραστάσεις, διαψεύσεις, αποτυχημένες απόπειρες αυτοκτονίας, μυστικά και ψέματα.

Οι Παραθεριστές του Μαξίμ Γκόρκι, πρωτοπαρουσιάζονται το 1904, χρονιά θανάτου του Τσέχοφ, λίγους μήνες μετά την πρεμιέρα του Βυσσινόκηπου. Ο Γκόρκι αφιερώνει το έργο του στον Τσέχοφ και παίρνει το ψυχικό –κυρίως– νήμα τον ηρώων του για να το πάει κάπου αλλού. Έχοντας ήδη, στα 36 του χρόνια, ζήσει «τα πάντα», παρατηρεί και περιγράφει τη γενιά του.

Μια παρέα Ρώσων διανοούμενων παραθερίζει σε μια ντάτσα. Γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί και συγγραφείς αναζητούν σε ατέρμονες συζητήσεις και σε πρόσκαιρα ειδύλλια το νόημα της ζωής. Ο νεαρός Βλας αρνείται να ενσωματωθεί σε αυτή την πραγματικότητα, την οποία χλευάζει με το ανυπόφορο χιούμορ του. Ένας ανεκπλήρωτος έρωτας θα αποτελέσει την αφορμή για να αρχίσει να επικοινωνεί με τα συναισθήματα και με τις βαθιές του επιθυμίες. Στο μεταξύ, έξω από την ντάτσα η κοινωνία βράζει. Βρισκόμαστε στο 1904. Η πρώτη Ρωσική Επανάσταση είναι καθ’ οδόν. Όλοι οι ήρωες, αργά ή γρήγορα, θα κληθούν να πάρουν θέση απέναντι στην κοινωνική αδικία.

Οι ήρωες των Παραθεριστών δεν προέρχονται από τη ρωσική αριστοκρατία· ούτε και ο Γκόρκι φυσικά. Είναι απόγονοι χειρωνάκτων, φτωχών και αγράμματων, είναι η γενιά που, εκμεταλλευόμενη τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στη ρωσική κοινωνία (εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ κ.ά.), σπουδάζει και ανέρχεται κοινωνικά. Για να περιπέσει, και αυτή με τη σειρά της, στα ίδια καθηλωτικά, διαχρονικά ανθρώπινα αδιέξοδα. Όλοι οι ήρωες του έργου είναι ανικανοποίητοι. Αυτοί που εργάζονται γκρινιάζουν, όσοι δεν εργάζονται πλήττουν. Όλοι τους θέλουν να είναι κάπου άλλου. Μια ολόκληρη γενιά που, παρά τα πνευματικά εφόδια που διαθέτει, έχει χάσει την επαφή της με την ευρύτερη κοινωνία.

«Ποτέ πριν η χώρα μας δεν είχε τόσους μορφωμένους ανθρώπους που να προέρχονται από τον λαό. […] Και τι κάνουμε; […] Δεν πράττουμε, μόνο μιλάμε. Δεν είμαστε “διανοούμενοι”, είμαστε παραθεριστές στη χώρα μας, περαστικοί. […] Κατασκευάσαμε την ίδια μας την απομόνωση και την γεμίσαμε με σύγχυση και εσωτερική διχόνοια.»

Οι χαρακτήρες του έργου είναι συγκινητικοί και ταυτόχρονα γελοίοι. Το ίδιο και οι σχέσεις που δημιουργούν – σταθερές ή εφήμερες. Η αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων, ειδικά των ζευγαριών, βρίσκεται στον πυρήνα της ποιητικής του έργου. Όλα μοιάζουν ρευστά, ενώ οι ίδιοι βαλτώνουν σε μια καθημερινότητα που απεχθάνονται, λίγο πριν η Ρωσική Επανάσταση αλλάξει τη ζωή τους.

Ο Μαξίμ Γκόρκι (1868-1936) ήταν συγγραφέας, θεμελιωτής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και ενεργό πολιτικό στέλεχος. To Γκόρκι ήταν ψευδώνυμο που επέλεξε και σημαίνει «πικρός». Η επιλογή ενός τέτοιου ψευδωνύμου ήταν μάλλον λογική για ένα παιδί που σε πολύ μικρή ηλικία γνώρισε την απώλεια και τη φτώχεια. Ο πατέρας του πέθανε όταν ο ίδιος ήταν 5 ετών, η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε και εκείνος μεγάλωσε με τη γιαγιά και τον παππού του. Σε ηλικία 9 ετών αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και να δουλέψει. Δοκίμασε διάφορες δουλειές του ποδαριού: παιδί για τα θελήματα, παραμάγειρος, ρακοσυλλέκτης, βοηθός υποδηματοποιού και αγιογράφου, ψωμάς, χτίστης, αχθοφόρος, νυχτοφύλακας, καθαριστής καμινάδων, ακόμη και πτηνοθήρας! Κάποτε που έπλενε πιάτα σε ένα ατμόπλοιο στον Βόλγα, γνώρισε έναν μάγειρα που του μετέδωσε την αγάπη για τη λογοτεχνία.

Το 1892 άρχισε να γράφει για βιοποριστικούς λόγους σε επαρχιακές εφημερίδες. Το 1899 οι συλλογές των διηγημάτων του συνάντησαν μεγάλη αναγνώριση σε όλη την Ευρώπη. Το 1902 γνώρισε τον Λένιν, με τον οποίο έγιναν φίλοι. Λίγα χρόνια αργότερα γράφτηκε στο κομμουνιστικό κόμμα, συνελήφθη και εξορίστηκε. Τίποτε από αυτά δεν τον εμπόδισε να συμμετάσχει στην επανάσταση του 1917. Όμως, δύο μόλις βδομάδες μετά, ήρθε σε σύγκρουση με τα ηγετικά στελέχη του κόμματος (Λένιν, Τρότσκι κ.ά.). Όσο μυθιστορηματική υπήρξε η ζωή του, άλλο τόσο ήταν και ο θάνατός του. Πέθανε ανεξήγητα το 1936, κατά τη διάρκεια των μεγάλων σταλινικών εκκαθαρίσεων. Τα αίτια του θανάτου του δεν ξεκαθαρίστηκαν ποτέ. Εξίσου ανεξήγητα λέγεται ότι πέθαναν, μέσα στον ίδιο χρόνο, σχεδόν όλοι όσοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του.

Ο Γκόρκι θεωρούσε τον Τσέχοφ αδελφή ψυχή. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι έγραψε τους Παραθεριστές αμέσως μετά τον θάνατο του Τσέχοφ, πιάνοντας το νήμα από τις απέλπιδες προσπάθειες για λίγη ευτυχία των ηρώων του Βυσσινόκηπου. Οι επιστολές των δύο Ρώσων συγγραφέων, στις οποίες μπορεί κάποιος να θαυμάσει την αγάπη τους για τον άνθρωπο και τη λαχτάρα τους για μια καλύτερη ζωή στο κατώφλι μεγάλων κοινωνικών αλλαγών, μαρτυρούν δύο σπουδαία πνεύματα που έμελλε να αλλάξουν τον ρου της ρωσικής λογοτεχνίας. Η αλληλογραφία τους κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Scripta.

Ιστορικής σημασίας είναι η παράσταση των Παραθεριστών το 1974 στο βερολινέζικο θέατρο Schaubühne, με τους Πέτερ Στάιν και Μπότο Στράους να συνυπογράφουν τη διασκευή και τη σκηνοθεσία και τους Μπρούνο Γκαντς και Γιούτα Λάμπε ανάμεσα στους πρωταγωνιστές. Η βασική ιδέα ήταν πως οι ήρωες του Γκόρκι μοιάζουν με παιδιά που χάθηκαν μέσα στο δάσος…

Η μετάφραση που κυκλοφορεί στην Ελλάδα βασίζεται στην παράσταση της Schaubühne του 1974. Η συγκεκριμένη διασκευή, προκειμένου να εκφράσει το στοιχείο του εφήμερου, αποδομεί την αφήγηση του Γκόρκι και οργανώνει το έργο σε σύντομες, κινηματογραφικού ύφους σκηνές- εικόνες, κυριολεκτώντας στον υπότιτλο του Γκόρκι: «Σκηνές από τη ζωή».

Η παράσταση της Στέγης, σε σκηνοθεσία της Μαρίας Μαγκανάρη, ακολουθεί τη δομή του πρωτότυπου έργου του Γκόρκι και όχι της διασκευής των Στάιν και Στράους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που οι Παραθεριστές παρουσιάζονται στη Στέγη. Η γνωστή φλαμανδική ομάδα tgSTAN παρουσίασε το πιο «τσεχοφικό» έργο του Γκόρκι στη Στέγη το 2012.

Ο Γκόρκι ενδιαφέρεται για την αλήθεια και την ειλικρίνεια στις ανθρώπινες σχέσεις, είτε πρόκειται για ερωτικές, είτε για φιλικές, είτε ακόμα για σχέσεις γονιού και παιδιού. Όλες αυτές οι σχέσεις κινδυνεύουν από το δηλητήριο της υποκρισίας, κοινωνικής ή ατομικής. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στις γενιές, ανάμεσα σε αυτούς που συντηρούν την πραγματικότητα, όπως έχει, και στους νεότερους που την αμφισβητούν, είναι μοιραίο να επέλθει.

Οι ψυχικές διαδρομές αυτών των προσώπων, όπως τις αποτυπώνει ο Γκόρκι, καθιστούν το έργο εξαιρετικά σύγχρονο. Οι ήρωες μας θυμίζουν τους εαυτούς μας. Τόσο τη γενιά των σημερινών σαραντάρηδων, που έχει σπουδάσει περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη στην Ελλάδα, και που είναι περισσότερο χαμένη και αποπροσανατολισμένη από ποτέ, όσο και αυτούς που περνούν το κατώφλι της ενηλικίωσης και θέτουν σε αμφισβήτηση ό,τι τους παραδόθηκε.

Συντελεστές:

Μετάφραση: Μαρία Μαγκανάρη, Σύρμω Κεκέ
Διασκευή, Σκηνοθεσία & Σκηνικά: Μαρία Μαγκανάρη
Κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος
Φωτισμοί: Μαρία Γοζαδίνου
Πρωτότυπη Μουσική: Χαράλαμπος Γωγιός
Βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Σκευοφύλαξ

Ερμηνεύουν: Κλήμης Εμπέογλου, Ιωσήφ Ιωσηφίδης, Γιώργος Κατσής, Βίκυ Κατσίκα, Μαρία Παρασύρη, Ανδριάνα Χαλκίδη

Παραγωγή: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση

Διάρκεια παράστασης: 95 λεπτά

Για εφήβους 13+


Κεντρική φωτογραφία θέματος: © Χρήστος Σαρρής

x
Το CultureNow.gr χρησιμοποιεί cookies για την καλύτερη πλοήγηση στο site. Συμφωνώ