Ως τις 12 Μαρτίου ο εκθεσιακός χώρος της Crux Galerie φιλοξενεί δύο εικαστικές ενότητες με τίτλο No Land & A Letter to Esmée, που περιλαμβάνουν τα μικρών διαστάσεων ζωγραφικά έργα σε ξύλο και σχέδια σε χαρτί της Φωτεινής Πούλια και δύο εγκαταστάσεις της Εσμεράλδας Μομφερράτου σε επιμέλεια Πάνου Φαμέλη και Σταύρου Παπαγιάννη. Βιώματα βαθιά προσωπικά γεννούν την ανάγκη για την επεξεργασία, την αποδοχή και τον επακόλουθο μετασχηματισμό τους σε εικαστική έκφραση που τελικά υπερβαίνει οποιοδήποτε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο ή ατομική ιστορία.
Για την Πούλια η έννοια του χωρικού και ψυχολογικού μη-τόπου, που έχει γίνει κυριολεκτικά και μεταφορικά ακατοίκητος από την αγριότητα του ανθρώπου, αντανακλάται μέσα από απόκοσμα τοπία-ψυχογραφήματα παγόβουνων, ερειπίων, νεκρών λουλουδιών και δέντρων-φαντασμάτων. Ξεκινώντας ένα ταξίδι προσωπικής αναζήτησης της ταυτότητας, μέρος της οποίας έχει τις ρίζες της στην οικογένεια και συγκεκριμένα τη γιαγιά της που δε γνώρισε ποτέ, η Μομφερράτου οδηγείται τελικά σε ένα πέρασμα από το προσωπικό στο συλλογικό μέσα από τη μεταμορφωτική δύναμη των έργων της.
Η αντίληψη της γεμάτης αρμονία, αυτόνομης φύσης που λειτουργεί μέσα από την ανάπτυξη και τη φθορά και του ανθρώπου ως ‘ανώτερου’ ζώου που έχει καταφέρει να ‘δαμάσει’ το ζωικό του στοιχείο αποτελούν πρωταρχικές ιδέες θέασης του φύσης από τον σύγχρονο άνθρωπο. Η παρατήρηση της φύσης ‘εκ των έξω’, η επέμβαση του ανθρώπου σε αυτήν και η έστω και μερική κατανόηση των νόμων της μέσα από την επιστήμη σημαίνουν ταυτόχρονα θριάμβο και πανωλεθρία.
Η ενότητα των ζωγραφικών έργων της Φωτεινής Πούλια με τίτλο No Land πραγματεύονται την απώλεια της γης ως τόπο διαβίωσης και επιβίωσης του ανθρώπου και συμβολίζουν την επακόλουθη αποξένωση- σωματική, ψυχολογική και πνευματική- που βιώνει όταν διαχειρίζεται την ύπαρξη του ως ξέχωρη από αυτήν της φύσης. Η έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας στα έργα της έχει μια διττή σημασία: ο άνθρωπος αδυνατεί να κατοικήσει πια εκεί όπου ο ίδιος έσπειρε την καταστροφή, αλλά και στερείται της ηθικής να αναλάβει την ευθύνη για τις πράξεις του. Έχοντας απομακρυνθεί από κοντά της, συνεχίζει ειρωνικά να διακηρύσσει την τελειότητα της ως ιδανικό πρότυπο και να προβάλλει πάνω της τις επιθυμίες του. Η Πούλια, πέρα από την εμφανή αρτιότητα της τεχνικής της, αλλά και χάρη σε αυτήν, έχει καταφέρει να αποκαλύψει την ανθρώπινη αδυναμία χωρίς να εξιδανικεύσει τη δεδομένη δύναμη της φύσης. Οι εικόνες των φυσικών τοπίων δεν δημιουργούν την εντύπωση ρεαλιστικών τόπων όπου εκτυλίσσεται η –έστω και διαταραγμένη- ζωή στον πλανήτη, αλλά ούτε και αποτελούν ρομαντικοποιημένες αντανακλάσεις της ανθρώπινης φύσης. Έχουν γίνει τόποι ακατοίκητοι τη στιγμή που ο άνθρωπος στράφηκε ενάντια στη φύση του, όταν πίστεψε ότι η σύμπτωση και η αναγκαιότητα ταυτίζονται, προσπαθώντας να δικαιολογήσει τις αποφάσεις για την αλόγιστη συμπεριφορά του.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι μικρές διαστάσεις των έργων εντείνουν την αποσπασματικότητα των τοπίων, όπου το στοιχείο αποσπάται από το τοπίο και αυτό με τη σειρά του αποσπάται από τον φυσικό του τόπο και μεταφέρεται σε έναν τεχνητό, όπως εξηγεί η καλλιτέχνιδα. Παράλληλα με την έλλειψη του τόπου, γίνεται αισθητή και η απουσία του χρόνου. Ακριβώς γιατί ο ψυχολογικός χρόνος, αυτός που σχετίζεται με την εμπειρία μας στον κόσμο, δε συμπίπτει με χρονικές ακολουθίες και δεν είναι ποτέ σταθερός και άρρηκτος, αλλά ρέει αναδρομικά και γι’ αυτό ο ρόλος του είναι αναμορφωτικός. Ο χρόνος των έργων της Πούλια είναι περισσότερο μνημονικός, προσωπικός και συνάμα συλλογικός, και η σύλληψη του είναι ενστικτώδης και βαθιά. Η περιορισμένη χρωματική παλέτα και η επιλογή ανάμεσα σε μπλε-μαύρο, αποχρώσεις του γκρί και του γαλάζιου και η φωτεινότητα του άσπρου αποδεικνύει ότι η αλήθεια αποτελεί όντως ένα μονόχρωμο ιδεώδες, όπως έλεγε ο Τζόρτζ Στάινερ.
Στο μεταίχμιο μιας γραμμής που χωρίζει τον ορίζοντα, τα έργα της Πούλια ισορροπούν ανάμεσα σε νεκρές φύσεις και την τοπιογραφία, όπως αναφέρεται στο κείμενο της έκθεσης. Ως νεκρές φύσεις, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μας υπενθυμίζουν τη ματαιότητα και τον εφήμερο χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης, ενώ ως τοπιογραφίες φανερώνουν τις αμφισημίες, τις οποίες ενέχει και προσδίδει ο άνθρωπος στην οικεία και ανοίκεια φύση (του). Κατά κάποιο τρόπο, αιχμαλωτίζουν ταυτόχρονα τη μυστηριώδη νηνεμία πριν, αλλά και μετά, την καταιγίδα.
Αν η γνήσια ρομαντική ‘εσωτερική φωνή’ του Κάσπαρ Νταβίντ Φρήντριχ μπορούσε σήμερα να ακουστεί θα έμοιαζε περισσότερο με την τρομακτική ‘κραυγή’ του Μουνκ. Η ερμηνεία των έργων της Πούλια προϋποθέτει την αναπροσαρμογή και την εμπλοκή του βλέμματος του θεατή, που θα πρέπει να έχει στραφεί πρίν απ’όλα στον ίδιο του τον εαυτό για να αναζητήσει τους λόγους της ανησυχητικής θλίψης που ίσως νιώθει μπροστά στα έργα της. Η συνειδητοποίηση της αμφίδρομης συνθήκης της ‘προσωποποίησης της φύσης’ που εκφράζει ανθρώπινα συναισθήματα και της φανέρωσης της σκοτεινής φύσης του ανθρώπου δρα αποκαλυπτικά για τη σχέση των δύο στο σήμερα.
Η ενότητα έργων της Εσμεράλδας Μομφερράτου με τίτλο A Letter to Esmée αποτελείται από μια επιδαπέδια εγκατάσταση με κεραμικά πλακάκια και ένα πολυμεσικό περιβάλλον που περιλαμβάνει μια βιντεοπροβολή και γλυπτά μικρής κλίμακας σε διάφορες βάσεις. Η πρώτη συγκροτείται από τα πλακάκια που η καλλιτέχνης μπόρεσε να διασώσει από το σπίτι της γιαγιάς της στο Μάτι ύστερα από την καταστροφή του από την πυρκαγιά το 2018. Χρησιμοποιώντας συνειδητά τη δύναμη της φωτιάς, σύγχρονοι καλλιτέχνες όπως ο Anselm Kiefer, η Υoko Ono κ.α. έχουν εξυπηρετήσει σκοπούς εννοιολογικούς και συμβολικούς που συμπεριλαμβάνουν ακόμα και τον πλήρη αφανισμό του έργου ως υπέρτατη ενέργεια δημιουργίας αντι-τέχνης. Εδώ η Μομφερράτου, αντιμέτωπη με το τετελεσμένο δράμα της καμμένης ύλης, προχωρά σε μια ανακατασκευή-αποκατάστασή της με τα ίχνη που έχουν απομείνει στο παρόν, μια πράξη που συνεπάγεται τη διάσωση, υλική και άϋλη, του παρελθόντος στο μέλλον. Τα σπασμένα κομμάτια ‘συγκολούνται’ με χρωματιστές πλαστελίνες, παραπέμποντας σε μια αίσθηση παιδικότητας που συνάδει με την εξερεύνηση της φύσης της μνήμης σε σχέση με το πέρασμα του χρόνου. Μοιάζει σαν ένα αθώο, ‘παιδικό’ χέρι να προσπαθεί, έστω και χωρίς συνειδητή επίγνωση, να αποκαταστήσει τα ρήγματα της καταστροφής, να επουλώσει τα τραύματα του πατώματος που αποτελεί κυριολεκτικά μια επιφάνεια σταθερότητας.
Τα λεπτεπίλεπτα γλυπτά που συγκροτούνται από υπολείμματα εντόμων, κοχύλια, και άλλες οργανικές και ανόργανες ουσίες εκκινούν από το συνδυασμό της δημιουργικής επίδρασης του τυχαίου με την εικονογραφική δύναμη της φύσης. Εδώ η υλικότητα καλεί για μια ίση αντιμετώπιση με τις έννοιες που πραγματεύονται τα γλυπτά, όπως αυτές της φθοράς και της αναγέννησης, της υλικής και βιολογικής παρακαταθήκης, της ευκαιρίας για μια ακόμα ζωή μετά το ‘θάνατο’ αν και με εντελώς διαφορετικούς όρους. Η φυσική διαδικασία-κύκλος της φύσης έχει ολοκληρωθεί και η Μομφερράτου με τη σειρά της ξεκινά τη δική της εργασία συλλογής, επιλογής και συνένωσης, οδηγώντας τις πρώτες ύλες της σε κατασκευαστική και αισθητική μεταμόρφωση.
Το μικροσκοπικό, το αποσπασματικό, το ‘τυχερό λείψανο’ που δεν εξαφανίστηκε εντελώς από προσώπου γης και εὑρέθη κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεων της γίνεται ένα υβριδικό απολίθωμα που ανήκει ταυτόχρονα στη φυσική ιστορία και την τέχνη. Διασώζοντας και μεταβάλλοντας το, με ένα πνεύμα ανοιχτό σε οποιουσδήποτε συνειρμούς, αποκτά την αύρα του μοναδικού και πολύτιμου. Στο ίδιο δωμάτιο, μια παράλληλη βιντεοπροβολή από δύο στιγμιότυπα από κινηματογραφικά αρχεία της καλλιτέχνιδας και της γιαγιάς της, το πρώτο ψηφιακό και το δεύτερο ψηφιοποιημένο φιλμ 8 mm, γίνεται πάνω σε θραύσματα μαρμάρων. Η συνεχής ταυτόχρονη ροή των στιγμιότυπων θυμίζει τον τρόπο με τον οποίο ο νους αναμοχλεύει και επεξεργάζεται εικόνες μέσω της μνήμης. Η διάδραση των δύο προβολών αναδεικνύει την έννοια της αναζήτησης για την οικογενειακή ιστορία, τα χαμένα ή άγνωστα κομμάτια της, την ταυτότητα που διαμορφώνεται άμεσα και έμμεσα, τη συσχέτιση των δύο γυναικών που δε γνωρίστηκαν ποτέ.
Στο ένα βίντεο εμφανίζεται ένα γερμένο δέντρο που αντιστέκεται στη δύναμη του αέρα και προέρχεται από παλιές λήψεις της γιαγιάς της από το σπίτι στο Μάτι, παραπέμποντας στην έννοια του γενεαλογικού δέντρου. Στο άλλο ένα κοντινό πλάνο σε μια μελανιά που επουλώνεται στο εφηβικό σώμα της καλλιτέχνιδας, δημιουργεί συνειρμούς σχετικά με την ίαση, αλλά και την προέλευση, τη σωματική και πνευματική καταγωγή, το ανθρώπινο DNA. Υποκειμενικές σκέψεις και συναισθήματα επεξεργάζονται, φιλτράρονται και ανοίγονται σε ένα ευρύτερο μονοπάτι που τελικά οδηγεί στη θεώρηση της συλλογικής ιστορίας ως το άθροισμα και την αλληλεπίδραση των προσωπικών ιστοριών. Η κινηματογραφική ματιά της Μομφερράτου διαχειρίζεται τη διάσπαση της ενότητας του χώρου και χρόνου των δράσεων στα δύο βίντεο με έναν ελεύθερο, πλασματικό τρόπο, πετυχαίνοντας μια λυρική εντύπωση στους συσχετισμούς που αναπτύσσονται ανάμεσα στις δύο κινούμενες εικόνες. Ο χωροχρόνος που πραγματεύεται είναι υπαρκτός και μυθιστορηματικός ταυτόχρονα, καθώς πραγματικά γεγονότα του παρελθόντος συμπορεύονται σε ένα διαρκές παρόν.
Οι παραλληλισμοί στα έργα των δύο καλλιτέχνιδων είναι εμφανείς στις φόρμες των θραυσμάτων, των ερειπίων, των απολιθωμάτων, των λεπτών γραμμών-ορίων, αλλά και σε εννοιολογικό επίπεδο, εξετάζοντας τις έννοιες της βιαιότητας του ανθρώπου απέναντι στη φύση, της κατοίκησης και της εστίας-οικίας, της φθοράς που επέρχεται τόσο στην ύλη όσο και τη μνήμη και την προσπάθεια για κάποιου είδους διάσωση και αναγέννηση από τις στάχτες και το τετελεσμένο. Η έκθεση της Φωτεινής Πούλια και της Εσμεράλδας Μομφερράτου ισορροπεί σε λεπτές αισθητικές, ποιητικές και μορφοπλαστικές γραμμές, με τα μηνύματα της να χαράσσουν βαθιά και αδρά τους τόπους που εκτυλίσσεται ασταμάτητα, εκούσια και ακούσια, το ανθρώπινο δράμα.
Η Φωτεινή Πούλια (1971, Αθήνα) σπούδασε ζωγραφική στην Α.Σ.Κ.Τ της Αθήνας με καθηγητή τον Ν. Κεσσανλή, Γ. Χαρβαλιά, Π. Χαραλάμπους, Γ. Καζάζη. Παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής στη Scuola di belle Arti στη Ρώμη και στην Hochschule der Kunst στο Βερολίνο ( Erasmus). Έχει λάβει μέρος, μεταξύ άλλων, στις ακόλουθες εκθέσεις: “Θεωρήματα 2: Περί Ιστορίας” – EMΣT Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, 2020 – “Salon de la mort ”, Espace Bertrand Grimont, Παρίσι, 2020, – “Art Athina”, Crux Galerie, 2020 – “Someone Else’s Nostalgia” Crux Galerie, Αθήνα, 2020, – “ Phasma”, FokiaNou Art Space, Αθήνα, 2019 – “10 καλλιτέχνες υπό το φως του Caravaggio”, Δημοτική Πινακοθήκη Λάρνακας, Κύπρος, 2018 – “Biennale 99” Νέων Καλλιτεχνών των Ευρωπαϊκών χωρών και της Μεσογείου”, Ρώμη, 1999. Από το 1995 διδάσκει Ζωγραφική, Ελεύθερο, Βασικό σχέδιο και Οπτική Αντίληψη σε συνεργασία με διάφορους φορείς και σχολές. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Η Εσμεράλδα Μομφερράτου (1991, Αθήνα) είναι εικαστικός και σκηνοθέτης. Σπουδές στο Central Saint Martins σε Performance Design and Practice (BA, 2014) και Erasmus στο NYU Tisch School of the Arts (ΝΥ). Μεταπτυχιακό MA Fine Arts Digital, στο Central Saint Martins (Ιούνιος 2022). Έχει συμμετάσχει σε εκθέσεις/φεστιβάλ, όπως: Merch Lethaby Gallery (Λονδίνο), Embraces: Utopian Proximities Acropolis Remix | The Wrong Biennale (διαδικτυακά), Tactus Athens Digital Arts Festival (Αθήνα), ROOMS2021 γκαλερί Καππάτος (Αθήνα), Prospect RAUM Gallery (Λονδίνο), TSA_PDF x SVA Tiger Strikes Asteroid NYC (Νέα Υόρκη), Video Art Miden Festival (Ελλάδα), Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Διεθνές Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, Secret Cinema (Λονδίνο), Dance Umbrella Festival (Λονδίνο). Έχει εργαστεί με σκηνοθέτες όπως ο Ira Sachs, η Desiree Akhavan και η Αθηνά Ρ. Τσαγγάρη.
Kεντρική φωτογραφία θέματος: Άποψη της έκθεσης, photo Θανάσης Ταμβακίδης.
Διαβάστε επίσης:
Φωτεινή Πούλια | Εσμεράλδα Μομφερράτου – No Land & A letter to Esmée: Έκθεση στην Crux Galerie