Ο Ρ.Λ. Στήβενσον, ένας από τους μεγαλύτερους Άγγλους συγγραφείς του 19ου αιώνα, έζησε τα τελευταία χρόνια της σύντομης και περιπετειώδους ζωής του στη Βαϊλίμα των Νήσων Σαμόα στον Ειρηνικό, περιτριγυρισμένος από τους συγγενείς του αλλά και τους ιθαγενείς, με τους οποίους ανέπτυξε μια ιδιαίτερη σχέση, που παρεξέκλινε από τους κανόνες των Βρετανών αποίκων της εποχής.
Ο συγγραφέας γράφει, με σπουδαίο και απλό λογοτεχνικό ύφος, προσευχές, τις οποίες απαγγέλλει τα βράδια στους δικούς του ανθρώπους και στους ντόπιους ιθαγενείς, που συρρέουν για να προσευχηθούν μαζί του. Είναι προσευχές που κέντρο τους έχουν τον άνθρωπο και τη φύση, γεμάτες τρυφερότητα και καλοσύνη, χωρίς ενοχές και χωρίς το φόβο του Θεού, με απόλυτη παραδοχή της ισότητας και της διαφορετικότητας των φυλών του κόσμου τούτου.
«Τίποτε δεν του άρεσε περισσότερο», σημειώνει ο θετός του γιος Λόυντ Όσμπορν, « από το να διαβάζει τις ίδιες του τις προσευχές δυνατά και να τις προικίζει με τη μαγεία της εξαιρετικά λυπητερής φωνής του ».
«Κύριε, είμαστε μια δράκα άνθρωποι σε τούτο το νησί και πόσες μυριάδες μυριάδων δέντρα! Δίδαξέ μας το δίδαγμα των δέντρων. Η θάλασσα ολόγυρά μας, που τούτη η βροχή ανεφοδιάζει, βρίθει από αναρίθμητα ψάρια. Δίδαξέ μας, Κύριε, των ψαριών το δίδαγμα. Κάνε να αντιληφθούμε τη δική μας αλήθεια, ότι είμαστε μία μονάχα από τον αμέτρητο αριθμό των φυλών που Εσύ φιλοτέχνησες.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Άσε τις ευτυχισμένες μνήμες να διαρκέσουν, σαν το πουλί που κελαηδά μες στη βροχή, την πιο μαύρη ώρα.
Ευλόγησε την οικογένειά μας, ευλόγησε το ξύλινο σπιτικό μας, ευλόγησε τους νησιώτες συμπαραστάτες μας.
Μην αφήσεις τους δικούς μας αγαπημένους να ερυθριάσουν για μας, μα μήτε και με τους εαυτούς τους.
Συνόδευσέ μας στον ύπνο, κι αν κανείς μάς ξυπνήσει, μαλάκωσε τις μαύρες εκείνες ώρες της ξαγρύπνιας.
Στέγνωσε τα μάταια δάκρυα απ’ τα μάτια μας, εξάλειψε τις μάταιες κακίες μας, στήριξε τις ακόμη ματαιότερες προσπάθειές μας.
Επόπτευσε τους δούλους σου με βλέμμα ανεκτικό, καθώς στέλνεις τον ήλιο και τη βροχή.
Ανανέωσε εντός μας το αίσθημα της χαράς.
Κύριε, ιδού η οικογένειά μας συγκεντρωμένη. Σε ευχαριστούμε για τον τόπο αυτό, της διαμονής μας· για την αγάπη που μας ενώνει· για τη σημερινή γαλήνη· για την ελπίδα με την οποία αναμένουμε την επαύριο· για τους φίλους σε όλα τα πέρατα της γης και τους φιλικούς σ’ εμάς συμπαραστάτες σε τούτη την ξένη νήσο. Πλήθυνε τη γαλήνη της μικρής μας σύναξης. Εξάγνισε κάθε καρδιά από την κεκρυμμένη κακία. Αν κι αδικητές, δώσε μας τη χάρη να αποδεχθούμε και να συγχωρέσουμε τους αδικούντες. Αν κι επιλήσμονες, βόηθα μας να αποδεχόμαστε καλόκαρδα τη λησμοσύνη των άλλων.
Χάρισέ μας τους φίλους μας κι απάλυνε την ψυχή των εχθρών μας. Ευλόγησέ μας, ει δυνατόν, σε όλες τις αθώες μας προσπάθειες. Αν όχι, δώσε μας τη δύναμη να αντιμετωπίσουμε τα επερχόμενα, να είμαστε θαρραλέοι στον κίνδυνο, ακλόνητοι στη δοκιμασία, συγκρατημένοι στην οργή και σε όλες τις εναλλαγές της μοίρας, γεμάτοι πίστη κι αγάπη ο ένας για τον άλλο, μπροστά στις πύλες του θανάτου ».