Μπορείς να ακούσεις την έννοια της ελευθερίας να ξεδιπλώνεται κατά την διάρκεια των 11 τραγουδιών του νέου album των Suuns, με τίτλο “Felt”, από τον αρχέγονο ροκ σκελετό με την δραματική ροή του “Look No Further” που ανοίγει το album μέχρι την παραλυτική κλιμάκωση που γενά η συμφωνία του καταληκτικού “Materials”, που βρίσκει τα επεξεργασμένα με vocoder φωνητικά να εκκολάπτουν μια ντελιριακή (sic) αίσθηση και να αναπτύσσονται στον χώρο με τρόπο χειμαρρώδη και εξελικτικό. Η ύπαρξη του κουαρτέτο έχει να κάνει τόσο με την συνέχιση όσο και με την αναγέννηση. Επιστρέφοντας στην αγαπημένη τους στουντιακή τοποθεσία, τα Breakglass Studios (στα οποία ηχογράφησαν και τα δύο πρώτα albums τους, με τον Jace Lasek των The Besnard Lakes), αυτή την φορά επέλεξαν να πραγματοποιήσουν τις ηχογραφήσεις με τον δικό τους ρυθμό, εν μέσω πέντε άκρως γόνιμων sessions που διήρκησαν αρκετούς μήνες, γενώντας μια διαδικασία καλλιτεχνικής επέκτασης και εμμονικής τελειοποίησης, που κατέληξε σε μία μίξη ηχοφιλικής (sic) τελειότητας από τον παραγωγό της St Vincent, τον πολύ John Congleton (υπεύθυνο και για την παραγωγή του δισκογραφικού προκατόχου “Hold/Still”), ο οποίος ταξίδεψε αποκλειστικά για αυτούς από το Dallas των ΗΠΑ, για να αναπτύξει πάνω σε αυτό το δισκογράφημα τις βραβευμένες ικανότητές του.
Από αυτήν ακριβώς την διαδικασία γεννήθηκαν οι υπνωτιστικές, φουτουριστικές pop εξάρσεις του “X-ALT”, στο οποίο η λεπτεπίλεπτη ακρίβεια του κιθαρίστα Joseph Harmush απορροφάται από τις σφόδρες δίνες που δημιουργεί το παίξιμο του σαξοφώνου. Ή και ο τρόπος με τον οποίο Η οργανική / συνθετική φούρια του “Watch You, Watch Me” οικοδομείται πάνω από τον ανυψωτικό ρυθμό του O’ Neill και τα εκστατικά patterns της ηλεκτρονικής ιδιοφυίας του Max Henry που προσμειγνύουν την αρμονία με μια Game Boy αισθητική. Όπως αρμόζει σε μία μπάντα που αναφέρει τους Andy Stott και My Bloody Valentine ως σημεία αναφοράς, χωρίς να ηχεί σαν οποιονδήποτε εξ’ αυτών, οι Suuns δεν σταμάτησαν ποτέ να γεφυρώνουν τα ηλεκτρονικά / προγραμματισμένα μέρη με τα ζωντανά παιξίματα των οργάνων. Χωρίς ποτέ να αποτελέσουν απλώς fusionists, φέρνουν τον ακροατή σε ένα σημείο που είναι μάταιο -ως και αμήχανο- να προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει την μουσική τους υπογραφή ως “χορευτική μουσική που ροκάρει” ή ακόμη και το αντίθετο.
Η γλυκύτητα του αποτελέσματος ενισχύεται από τις νέες φωνητικές ικανότητες του Ben Shemie και τις έντονες μελωδίες που δημιουργούν απροδσδόκητες απολαύσεις, όπως συμβαίνει στο γλυκόπιοτο “Make It Real” και στο επικαλυμμένο με σαξόφωνο “Peace and Love”, που ηχεί σαν μια post-punk έκδοση της Sade. Υπάρχει μια μέχρι πρότινος ανήκουστη αυτοπεποίθηση στις ερμηνείες του τραγουδιστη και στιχουργού της μπάντας, που αναδεικνύεται έντονα από το τραγούδι-κλειδί του δίσκου, το εξαιρετικό “Control”, στο οποίο υπόκωφοι φωνητικοί ήχοι, συμπληρώνονται από μία δίγλωσση φωνή που μιλάει για όνειρα και πραγματικότητα, σαμπλαρισμένη από ένα παλιό έργο κοινωνικής τέχνης του Μόντρεαλ.
Οι Suuns είναι περήφανοι για τις ρίζες τους στην πιο σοσιαλιστική επαρχία του Καναδά, ενώ απέχουν ηχητικά σχεδόν από οτιδήποτε άλλο η πόλη αυτή έχει παράγει. “Οι συνθήκες είναι ιδανικές για τους μουσικούς, αλλά όχι τόσο καλές αν θες να γίνεις ένας παντοδύναμος επενδυτής τραπεζίτης” λέει αστειευόμενος ο τραγουδιστής Ben. “Αν θα μπορούσα να συγκρίνω το Μόντρεαλ με οποιοδήποτε άλλο μέρος, θα έλεγα πως μοιάζει αρκετά με το Βερολίνο, υπό την έννοια πως δεν αποτελεί μια τεράστια βιομηχανία, οπότε δεν υπάρχουν και τόσο πολλά χρήματα εκεί έξω. Επιπρόσθετα, πρέπει να μιλάς Γαλλικά αν θες να κάνεις καριέρα, γεγονός που σταματάει πολλούς ανθρώπους από το να μετακομίσουν εδώ. Είναι ένας γενναιόδωρος τόπος, απλά με χαμηλότερο ρυθμό απ’ ότι άλλες πόλεις.”
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Οι Shemie και Yarmush δημιούργησαν την μπάντα λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια πριν, στο Κεμπέκ, με τον δεύτερο να μετακομίζει στο Μόντρεαλ από ένα κοντινό χωριό. “Ο Ben είναι από την πόλη, αλλά εγώ μεγάλωσα στα Βουνά, μέσα στο δάσος, έχοντας το απόλυτο τίποτα!”. Το μόνο μέλος που δεν εκπαιδεύτηκε επισήμως στην jazz μουσική, ο κιθαρίστας Yarmush, σπούδασε φωτογραφία και αξιοποίησε την κατάρτιση του στις οπτικοακουστικές τέχνες για να κατανοήσει την μυθιστορηματική ιδέα του Shemie για το τόσο τραβηχτικό στο μάτι artwork του album.
Το εξώφυλλο αυτό αποτελεί μια άκρως ταιριαστεί εικόνα για το “Felt” το οποίο ουσιαστικά καταρρίπτει το πρώιμο σκοτάδι των Suuns για να γεννήσει κάποια πολύ πιο αισιόδοξα ηχοτοπία. Η παιχνιδιάρικη ατμόσφαιρα του δίσκου ανακλάται και στον δισυπόστατο τίτλο του. “Μερικοί άνθρωποι μπορεί να προσπαθήσουν να παραλληλίσουν τον τίτλο με το υλικό”, λέει ο Ben. “Μου αρέσει το γεγονός του ότι μπορεί να υπάρξουν παρερμηνείες. Έχει να κάνει με το να έχεις νιώσει και με το να μην μπορείς πλέον να νιώσεις, κάτι που είναι λίγο ενδοσκοπικό, μιας που αυτό που ένιωσες βρίσκεται πλέον μόνο στο παρελθόν.”