Τελευταία σκέψη για το καλοκαίρι που έφυγε.
Ό,τι μας έρχεται από το μαρμάρινο παρελθόν των αρχαίων Ελλήνων φέρνει μαζί του το φως και την διαύγεια ενός μεγάλου πολιτισμού κι είναι φυσικό να συνδέεται με την εποχή του καλοκαιριού. Οι καλοκαιρινές παραστάσεις της αρχαίας τραγωδίας έχουν επιπλέον χαρακτήρα αναπαράστασης ενός κορυφαίου πολιτιστικού γεγονότος που μετρά ήδη κάτι περισσότερο από δύο χιλιετίες. Μακάρι να μπορούσε να ήταν και μια πιστή αναπαράσταση όχι τόσο ως προς τη γλώσσα και τα σκηνικά ̶ αυτό είναι αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα κάθε εποχής ̶ όσο ως προς το πνεύμα του κειμένου. Θεωρώ απίθανο οι πρόγονοί μας να ερμήνευαν με τον δικό μας τρόπο τις μεγάλες τραγωδίες. Παρακολουθείς σήμερα ένα έργο του Σοφοκλή ή του Ευριπίδη και αισθάνεσαι εγκλωβισμένος σ’ ένα κελί σπαραγμού και απελπισίας. Αδιέξοδη υποκριτική, αυθαίρετες σκηνοθετικές οδηγίες, άγνοια; Όλα μαζί.
Κι όμως η τραγωδία δεν είναι μόνο θρήνος και οιμωγές, ύβρις και νέμεση, είναι και τόσα άλλα: λεπτή ειρωνεία, χιούμορ, πολιτική σάτιρα, ισορροπία τραγικού και κωμικού στοιχείου, ένας τρόπος να απαντήσεις στο Θεό ή στους θεούς και στη μοίρα που διέπει τη ζωή μας. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η δραματική υστερία; Ας μας απαντήσουν σ’ αυτό οι συντελεστές εκατοντάδων παραστάσεων που φιλοδοξούν σήμερα να αναστήσουν στη σκηνή το «αρχαίο πνεύμα αθάνατο».