Όλα άρχισαν από ένα «Αστείο», στη δεκαετία του εξήντα, τόσο αριστοτεχνικά δομημένο, που είναι δύσκολο να μην το πάρει κάποιος στα σοβαρά. Ο Μίλαν Κούντερα εισβάλλει στο λογοτεχνικό στίβο με ένα πρωτότυπο μυθιστόρημα λεπτής ειρωνείας.
Στο βιβλίο αυτό, που ο κόσμος και οι άνθρωποι δεν είναι ελεύθεροι, απαγορεύεται το χιούμορ. Δεν συμβαίνει όμως το ίδιο και με τη λογοτεχνία. Ο Λούντβιχ, ο ήρωας του βιβλίου, καταδικάζεται στο μαρτύριο του χρόνου ακριβώς επειδή αγνοεί τον βασικό κανόνα. Σ’ ένα ολοκληρωτικό σύστημα του οποίου οι αρμοί είναι τεχνητά συγκολλημένοι, το παραμικρό αστείο, η ευθυμία, το πηγαίο γέλιο μπορεί να οδηγήσουν στην κατάρρευση. Κανείς, συνεπώς, δεν έχει το δικαίωμα να αστειεύεται και δεν υπάρχει βαρύτερο αμάρτημα από αυτό.
Παρότι η τέχνη της τυραννίας ασκήθηκε και ασκείται αιώνες τώρα, ο άνθρωπος έβρισκε πάντοτε τρόπους να την παρακάμπτει. Και δεν είναι μόνο το αστείο που την απειλεί, είναι και η μνήμη. Ακριβέστερα, «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία, είναι αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη». Σε αυτό τον αγώνα συμβάλλει τα μέγιστα και το μυθιστόρημα, έστω κι αν αποτελεί «καρπό μιας ψευδαίσθησης του ανθρώπου, της ψευδαίσθησης ότι μπορεί να καταλάβει τον άλλο».