Τρία συμφωνικά έργα – τρεις κομβικοί συνθέτες. Πρόσωπα-κλειδιά που άφησαν το αποτύπωμά τους στην ιστορία της μουσικής. Η συναυλία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών ξεκινά με τη Συμφωνία αρ. 35 σε ρε μείζονα του Μότσαρτ, γνωστή και ως «Χάφνερ». Δημιουργία επιβλητική όσο και ανάλαφρη, εορταστική.. Στη συνέχεια, ο βιρτουόζος πιανίστας Νίκος Κυριόσογλου αναμετράται με το εκρηκτικό Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε λα μείζονα του Φραντς Λιστ. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Λιστ χρειάστηκε παραπάνω από μια εικοσαετία για να ολοκληρώσει τη σύνθεση, η οποία ξεπερνά την επίδειξη δεξιοτήτων από τον σολίστ. Αποτελώντας στοχασμό πάνω στο είδος του διαλόγου που αναπτύσσει ο ίδιος με την ορχήστρα. Η συναυλία κλείνει με «Το πουλί της φωτιάς», τη συμφωνική σουίτα του 1945, του πάντα πρωτοπόρου Ιγκόρ Στραβίνσκυ. Το συναρπαστικό γραπτό ακολουθεί την πλοκή του ομώνυμου μπαλέτου, εξιστορώντας τον θρίαμβο του πρίγκιπα Ιβάν ενάντια στις δυνάμεις του κακού. . Διευθύνει, ο γνωστός και ιδιαίτερα αγαπητός στο αθηναϊκό κοινό, Μάρκους Μπος.
Η συναυλία πραγματοποιείται με την υποστήριξη της Πρεσβείας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στην Αθήνα.
Το πρόγραμμα με μια ματιά
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756–1791)
Συμφωνία αρ.35 σε ρε μείζονα, Κ.385 «Χάφνερ»
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ (1811–1886)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ. 2 σε λα μείζονα
ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ (1882-1971)
«Το πουλί της φωτιάς», σουίτα για ορχήστρα (1945)
ΣΟΛΙΣΤ
Νίκος Κυριόσογλου, πιάνο
ΜΟΥΣΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ
Μάρκους Μπος
Δωρεάν εισαγωγική ομιλία από τον Τίτο Γουβέλη για τους κατόχους εισιτηρίων.
Το σχόλιο του σολίστ
Ο Φραντς Λιστ θεωρείται δικαίως από πολλούς ο σπουδαιότερος δεξιοτέχνης πιανίστας – συνθέτης όλων των εποχών. Μέσα από τα έργα του για πιάνο ανέδειξε μία πρωτόγνωρη, για την εποχή, παλέτα ηχοχρωματικών αποχρώσεων, αφηγούμενος ένα εντυπωσιακό εύρος πιανιστικής ρητορικής από το πιο εσωτερικό pianissimo μέχρι και το πλέον δυναμικό strepitoso μουσικό λόγο. Οι ιδέες του για τον άνθρωπο και το θείο εναλλάσσονται καθόλη τη διάρκεια της ζωής του αγγίζοντας πάντα τα άκρα της εσωστρεφούς και εξωστρεφούς έκφρασης.
Το Δεύτερο Κοντσέρτο του, το οποίο θα ερμηνεύσω με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Μάρκους Μπος αποτελεί ένα έξοχο παράδειγμα της συνθετικής εξέλιξης του Λιστ, αφού μεσολάβησαν πάνω από είκοσι χρόνια από την πρώτη σύλληψη ως την τελική του έκδοση το 1861.
Η πρόκληση για τον ερμηνευτή έγκειται στην πειστική απόδοση των ακραίων δομικών στοιχείων που απαρτίζουν το μονομερές αυτό κοντσέρτο με τη μουσική σκέψη να εναλλάσσεται διαρκώς ανάμεσα από έντονες και βίαιες συχνά δεξιοτεχνικές παραθέσεις και τρυφερές bel canto μελωδικές γραμμές.
Για μένα αποτελεί υψίστη τιμή και χαρά να συνεργαστώ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών τόσο για το σπουδαίο ιστορικό βάρος που φέρει ως σύνολο αλλά κυρίως επειδή το μουσικό δυναμικό που την απαρτίζει πλαισιώνουν εξαιρετικοί και σπουδαίοι συνάδελφοι που είχα κατά καιρούς την τύχη με ορισμένους να συναντηθώ καλλιτεχνικά.
Το σχόλιο του μαέστρου
Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι πάντοτε – ταυτόχρονα με την επίλυση όλων των τεχνικών δυσκολιών και την επίτευξη της τέλειας επικοινωνίας – να αποδώσουμε στο κάθε έργο και στον συνθέτη του ένα προσωπικό ύφος. Στο τέλος, το ζητούμενο είναι να βρούμε κάτι ξεχωριστό εκτός από όσα έχουν ήδη δοκιμαστεί.
Νιώθω πολύ χαρούμενος που θα ξαναβρεθώ με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Οι πιο πρόσφατες εμπειρίες μου, ειδικά αυτή με το Ρέκβιεμ του Βέρντι έχουν μείνει στην καρδιά μου. Ταυτόχρονα, η ερμηνεία στο Μέγαρο είναι πάντα μοναδική.
Για την ιστορία…
ΒΟΛΦΓΚΑΝΓΚ ΑΜΑΝΤΕΟΥΣ ΜΟΤΣΑΡΤ (1756 – 1791)
Συμφωνία αρ.35 σε ρε μείζονα, Κ. 385 «Χάφνερ»
Allegro con spirito
Andante
Menuetto
Presto
Το 1776, ενώ ο Μότσαρτ ζούσε ακόμα στην γενέτειρά του, το Σάλτσμπουργκ, ένας συνομήλικος παιδικός του φίλος, ο ευγενούς καταγωγής Ζίγκμουντ Χάφνερ, ζήτησε από τον Μότσαρτ να συνθέσει μουσική για τους γάμους της αδελφής του, Μαρίας Ελισάβετ. Ο συνθέτης ανταποκρίθηκε γράφοντας μία Σερενάτα σε ρε μείζονα, γνωστή ως Σερενάτα «Χάφνερ». Η επιτυχία του έργου οδήγησε σε μία νέα παραγγελία, το καλοκαίρι του 1782, εν όψει της επίσημης απονομής τίτλου ευγενείας στον Ζίγκμουντ Χάφνερ. Ο Μότσαρτ, είχε ήδη από την προηγούμενη χρονιά εγκατασταθεί στην Βιέννη και διένυε μία περίοδο πυρετώδους συνθετικής, συναυλιακής και παιδαγωγικής δραστηριότητας, ενώ συγχρόνως ετοιμαζόταν –παρά τη σφοδρή αντίθεση του πατέρα του- να παντρευτεί την Κονστάντσε Βέμπερ στις 4 Αυγούστου.
Ο Μότσαρτ συνέθεσε αρχικά μία Συμφωνία που πέραν των καθιερωμένων τεσσάρων μερών περιελάμβανε ένα εναρκτήριο εμβατήριο και ένα επιπλέον μινουέτο. Η ενορχήστρωσή της προέβλεπε (από δύο) όμποε, φαγκότα, κόρνα, τρομπέτες, καθώς και τύμπανα και έγχορδα. Ωστόσο, δεν πρόφτασε να ολοκληρώσει την μουσική εγκαίρως, ώστε αυτή να παιχτεί στην τελετή του Ζίγκμουντ Χάφνερ, που έλαβε χώρα στις 29 Ιουλίου· το χειρόγραφο έφτασε στα χέρια του πατέρα του Μότσαρτ, Λέοπολντ, στις αρχές Αυγούστου, λίγες μέρες μετά τον γάμο του. Τον ακόλουθο Δεκέμβριο ο Μότσαρτ ζήτησε από τον πατέρα του να του στείλει πίσω το χειρόγραφο της Συμφωνίας, ώστε αυτή να παιχτεί σε συναυλία στην Βιέννη. Με καθυστέρηση ο Λέοπολντ την έστειλε στον γιο του τον Φεβρουάριο. Ο Μότσαρτ είχε σχεδόν ξεχάσει την ομορφιά της Συμφωνίας και βλέποντάς την ξανά εξεπλάγη ακόμα και ο ίδιος. Προέβη σε μερικές τροποποιήσεις, αφαιρώντας το αρχικό εμβατήριο και το ένα από τα δύο μενουέτα και προσέθεσε στις δυνάμεις της ορχήστρας φλάουτα και κλαρινέτα (στο πρώτο και στο τελευταίο μέρος). Με αυτή την τελική μορφή η Συμφωνία «Χάφνερ» εκτελέστηκε για πρώτη φορά στις 23 Μαρτίου 1783 στο Θέατρο των ανακτόρων της Βιέννης παρουσία του αυτοκράτορα Ιωσήφ Β’ και ενθουσίασε το βιεννέζικο κοινό.
Η Συμφωνία αρ.35 αποτελεί ένα ιδιαίτερο έργο ανάμεσα στις συμφωνίες του Μότσαρτ, αφού η πρόθεση του δημιουργού της ήταν διττή: αφενός η Συμφωνία προοριζόταν αρχικά να λειτουργήσει ως μία διασκεδαστική μουσική υπόκρουση για την συντηρητική αριστοκρατία του Σάλτσμπουργκ, αφετέρου εμπεριέχει όλα τα στοιχεία ενός μεγαλεπήβολου συμφωνικού έργου, που θα καθήλωνε το κοινό της αυστριακής πρωτεύουσας με την υψηλή ποιότητα της ενορχήστρωσης και την ένταση των συναισθημάτων. Ήδη η επιβλητική έναρξη του πρώτου μέρους, με σύσσωμες τις ορχηστρικές δυνάμεις σε ταυτοφωνία να κινούνται με χαρακτηριστικά διαστήματα οκτάβας και έντονα παρεστιγμένα, καθιστά προφανές ότι το μουσικό περιεχόμενο ξεπερνά κατά πολύ αυτό μίας τυπικής διασκεδαστικής υπόκρουσης της εποχής. Το εντυπωσιακό είναι ότι στα πέντε πρώτα μέτρα εξαντλείται ουσιαστικά όλο το υλικό, πάνω στο οποίο οικοδομείται ολόκληρο το πρώτο μέρος της Συμφωνίας. Από εκεί και ύστερα ο Μότσαρτ, αξιοποιώντας στο έπακρο το παράδειγμα του Χάυντν, επεξεργάζεται ακατάπαυστα το δεδομένο υλικό με τρόπο περίτεχνο, συχνά αντιστικτικό αλλά και αξιοθαύμαστα φυσικό.
Τα μεσαία μέρη της Συμφωνίας αποπνέουν μία αίσθηση αριστοκρατικότητας και ηρεμίας, όπως θα άρμοζε σε μία σεμνή τελετή της αυστριακής αριστοκρατίας της εποχής. Στο αργό, δεύτερο μέρος τα έγχορδα αναλαμβάνουν να παρουσιάσουν ένα λεπτεπίλεπτο μελωδικό υλικό με εκφραστικότητα και άφθονα διανθίσματα υπό μία σταθερή συγχορδιακή συνοδεία των πνευστών. Σε ανάλογο μήκος κύματος, το μενουέτο, όπως και το ενδιάμεσο τρίο, χαρακτηρίζεται από κομψότητα και χάρη, χωρίς να λείπουν (από το πρώτο) έντονες αντιθέσεις δυναμικής. Το φινάλε επαναφέρει την ατμόσφαιρα του πρώτου μέρους. Το κύριο θέμα του αποτελεί παραλλαγή του θέματος από την άρια του Οσμίν Ha, wie will ich triumphieren από την όπερα Απαγωγή απ’ το σεράι, που ο Μότσαρτ είχε συνθέσει λίγες μόλις εβδομάδες πριν από το φινάλε της Συμφωνίας. Η ένδειξη Presto, που ο Μότσαρτ χρησιμοποιούσε με φειδώ στα έργα του, δηλώνει απερίφραστα την πρόθεσή το για μία εξαιρετικά γοργή ρυθμική αγωγή, στο όριο του εφικτού. Το σφρίγος της μουσικής παραμένει αμείωτο, με μεστές νοήματος παύσεις και απότομες μεταπτώσεις να το αναζωπυρώνουν σε καίρια σημεία.
ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ (1811 – 1886)
Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα αρ.2
Adagio sostenuto assai – Allegro agitato assai – Allegro moderato – Allegro deciso – Marziale, um poco meno allegro – Allegro animato
Ερχόμενος κανείς σε επαφή με τον βίο και το έργο του Φραντς Λιστ, διαπιστώνει άμεσα ότι επρόκειτο για μία σύνθετη προσωπικότητα, με αντίρροπες τάσεις. Στη νεότητά του, η πρωτοφανής για την εποχή πιανιστική του δεξιοτεχνία καθήλωνε τους πάντες, είτε ήταν απλοί φιλόμουσοι είτε οι βαθύτεροι γνώστες της μουσικής τέχνης. Ο θαυμασμός του κοινού άγγιζε ουκ ολίγες φορές όρια παραληρήματος και οι εκδηλώσεις λατρείας προς το πρόσωπό του θυμίζουν δίχως υπερβολή αυτές που δέχονται σήμερα οι σούπερ σταρ της ποπ μουσικής σκηνής. Παρόλα αυτά, ο ίδιος εγκατέλειψε την λαμπερή του καριέρα στα 1848, προκειμένου να αφοσιωθεί στη σοβαρή σύνθεση και να υπηρετήσει τα βαθιά μουσικά του οράματα ξορκίζοντας τους φτηνούς εντυπωσιασμούς. Ως μουσικός λάτρευε τη μεγάλη μουσική του παρελθόντος (ιδιαιτέρως τον Μπαχ, τον Μπετόβεν και τον Σούμπερτ) αλλά συνάμα στήριξε όσο κανείς τη «νέα» μουσική της εποχής του, ιδίως αυτή του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Και μπορεί το πιάνο να ήταν το όργανο, στο οποίο μπορούσε να εκφράσει με απαράμιλλη δύναμη και ακρίβεια τις μουσικές του ιδέες, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να ασχοληθεί εκτεταμένα με τη συμφωνική (και όχι μόνο) μουσική, εγκαινιάζοντας μεταξύ άλλων το νέο είδος του «συμφωνικού ποιήματος». Και ενώ μία πτυχή της μουσικής του προσωπικότητας έτεινε πάντα προς την εξωστρέφεια, τη μεγαλοπρέπεια και τον στόμφο, μία άλλη κυριαρχείτο από τη γνήσια, εκ βαθέων πνευματικότητα. Και ο ίδιος άνθρωπος που στα νιάτα του απόλαυσε ανενδοίαστα τη γοητεία που ασκούσε στο ωραίο φύλο, στη δύση του βίου του φόρεσε ράσο και αφέθηκε να διαποτιστεί από τις αρχές της χριστιανικής πίστης.
Για έναν συνθέτη που ήταν παράλληλα ο μεγαλύτερος βιρτουόζος πιανίστας της εποχής του, ήταν απόλυτα αναμενόμενο να ασχοληθεί με τη σύνθεση έργων για πιάνο και ορχήστρα. Πράγματι, ο Λιστ από πολύ νωρίς καταπιάστηκε με τέτοια έργα, που ανέρχονται σε είκοσι. Ο πατέρας του είχε κάνει αναφορά σε δύο κοντσέρτα (χαμένα σήμερα) που ο γιος του είχε γράψει ήδη στα εφηβικά του χρόνια κατά τη δεκαετία του ’20. Και στη δεκαετία του ‘30 ο Λιστ συνέθεσε έργα για πιάνο και ορχήστρα, όπως τη Μεγάλη Συμφωνική Φαντασία πάνω σε θέματα του Μπερλιόζ, τη Φαντασία πάνω στα Ερείπια των Αθηνών του Μπετόβεν και τον Αφορισμό (Malediction). Σε εκείνη τη δεκαετία συνέλαβε και τις ιδέες για τη σύνθεση των δύο γνωστών κοντσέρτων του για πιάνο αλλά και ενός τρίτου κοντσέρτου σε μι ύφεση μείζονα, που ανακαλύφθηκε μόλις πριν από λίγα χρόνια. Η γένεση του Δεύτερου Κοντσέρτου τοποθετείται στα 1839. Περίπου μία δεκαετία αργότερα επέστρεψε στο έργο και προέβη σε αναθεώρησή του, η οποία και ολοκληρώθηκε το 1856. Στις 7 Ιανουαρίου 1857 εκτελέστηκε για πρώτη φορά δημόσια στη Βαϊμάρη υπό τη διεύθυνση του συνθέτη και με σολίστα τον μαθητή του Χανς φον Μπρόνσαρτ, ο οποίος ήταν και ο αποδέκτης της αφιέρωσής του. Ωστόσο, ο συνθέτης συνέχισε να επεξεργάζεται το έργο ως το 1861 και δύο χρόνια αργότερα αυτό εκδόθηκε με τη μορφή που είναι γνωστό μέχρι σήμερα. Η μακρά αυτή διαδικασία μέχρι την ολοκλήρωση του κοντσέρτου δεν αποτελεί εξαίρεση στη συνθετική πρακτική του Λιστ, αφού συχνά επέστρεφε σε παλαιότερα έργα του μεταμορφώνοντάς τα, σε μία διαρκή και πολύ γόνιμη προσπάθεια επεξεργασίας, εκλέπτυνσης και τελειοποίησης των ιδεών του.
Η σύνθετη προσωπικότητα του Λιστ, που αναφέρθηκε παραπάνω, καθίσταται εμφανής και στο Δεύτερο Κοντσέρτο του. Από τη μία πλευρά, η γραφή για το σόλο πιάνο έχει την συνήθη λάμψη και τις συνήθεις, υψηλές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις της πιανιστικής γραφής του Λιστ. Από την άλλη, δεν είναι λίγα τα σημεία, που η ποιητικότητα και ο λυρισμός κυριαρχούν. Ο χαρακτήρας του έργου είναι έντονα συμφωνικός· διόλου τυχαία, για πολλά χρόνια ο ίδιος ο συνθέτης το χαρακτήριζε ως συμφωνικό κοντσέρτο, γεγονός ενδεικτικό των προθέσεών του να ενισχύσει τον ρόλο της ορχήστρας και να γράψει ένα έργο ανάμεσα στη συμφωνία και στο κοντσέρτο, όπου το σολιστικό όργανο δεν αντιπαρατίθεται στην ορχήστρα αλλά αρκετές φορές συμπλέει μαζί της. Δομικά, το κοντσέρτο δεν αποτελείται από τρία ξεχωριστά μέρη, όπως θα περίμενε κανείς από ένα κοντσέρτο της εποχής, αλλά ξετυλίγει μία ενιαία αφήγηση, αποτελούμενη από έξι ενότητες που διαδέχονται η μία την άλλη χωρίς διακοπή. Όπως και σε πολλά άλλα έργα του, ο Λιστ ακολούθησε και στο Δεύτερο Κοντσέρτο τη συνθετική τεχνική της «θεματικής μεταμόρφωσης» (που είχε χρησιμοποιήσει και ο Σούμπερτ στην πιανιστική του Φαντασία του οδοιπόρου), μεταπλάθοντας το ίδιο μουσικό υλικό κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να μεταβάλλεται ριζικά ο χαρακτήρας του κατά τη διάρκεια του έργου.
ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΥ (1882 – 1971)
Το Πουλί της Φωτιάς, σουίτα μπαλέτου (1945)
Εισαγωγή – Πρελούδιο και χορός του Πουλιού της Φωτιάς – Παραλλαγές – Παντομίμα Ι – Pas des deux – Παντομίμα ΙΙ – Σκέρτσο (χορός των πριγκιπισσών) – Παντομίμα ΙΙΙ – Ροντό – Σατανικός χορός – Νανούρισμα – Τελικός ύμνος
Η συνεργασία του Ιγκόρ Στραβίνσκυ με τα περίφημα Ρωσικά Μπαλέτα του ιμπρεσάριου Σεργκέι Ντιάγκιλεφ κράτησε περίπου δύο δεκαετίες και δίκαια θεωρείται μία από τις σημαντικότερες καλλιτεχνικές συνεργασίες στην ιστορία. Πρώτος καρπός της ήταν το μπαλέτο «Το πουλί της φωτιάς», που ο νεαρότατος και παντελώς άγνωστος εκτός Ρωσίας Στραβίνσκυ συνέθεσε μεταξύ Νοεμβρίου 1909 και Μαΐου 1910. Το μπαλέτο ανέβηκε στην Όπερα του Παρισιού στις 25 Ιουνίου 1910 σε χορογραφία του Μισέλ Φοκίν (η θρυλική Ταμάρα Καρσάβινα χόρεψε τον πρωταγωνιστικό ρόλο) και μουσική διεύθυνση του Γκαμπριέλ Πιερνέ. Αποτέλεσε έναν πραγματικό θρίαμβο για τον νέο συνθέτη που εν μία νυκτί απέσπασε το θαυμασμό του παρισινού κοινού και τον έπαινο εκλεκτών συναδέλφων του, όπως οι Ντεμπυσύ και Ραβέλ.
Η συναρπαστική, έντονα περιγραφική μουσική του μπαλέτου, γραμμένη για μία ογκωδέστατη συμφωνική ορχήστρα, έχει εμφανείς ρίζες στην ρωσική παράδοση· ο συνθέτης επηρεάστηκε ιδιαίτερα από το ύφος και την ενορχήστρωση του μεγάλου δασκάλου του, Ρίμσκυ-Κόρσακοφ, αν και ήδη στο μπαλέτο αυτό κάνουν την εμφάνισή τους τολμηρές αρμονίες και πολύπλοκα ρυθμικά σχήματα, στοιχεία που αργότερα ο Στραβίνσκυ ανέπτυξε στο έπακρο με εντελώς προσωπικό τρόπο και που τον καταξίωσαν ως έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του μουσικού μοντερνισμού.
Από το μπαλέτο, ο συνθέτης σχηματοποίησε τρεις συμφωνικές σουίτες, το 1911, το 1919 και το 1945 αντίστοιχα. Η πρώτη χρησιμοποιεί έξι μουσικά αποσπάσματα από το μπαλέτο στην πρωτότυπη ενορχήστρωση, ενώ η δεύτερη διατηρεί τα ίδια αποσπάσματα αλλά για μικρότερη ορχηστρική δύναμη. Η τρίτη, που θα ακουστεί στην αποψινή συναυλία, είναι γραμμένη για την ίδια ορχήστρα με την δεύτερη, αλλά χρησιμοποιεί πολύ μεγαλύτερο μέρος από την αρχική μουσική του μπαλέτου.
Η Σουίτα του 1945 παρακολουθεί την εξέλιξη της πλοκής στο μπαλέτο: Ο πρίγκιπας Ιβάν έχει βγει για κυνήγι και πιάνει το πουλί της φωτιάς, το οποίο όμως αφήνει ελεύθερο, αφού αυτό του χαρίζει ένα μαγικό φτερό για προστασία. Ο Ιβάν στη συνέχεια βρίσκεται στον κήπο του αθάνατου, κακού μάγου Καστσέι, όπου συναντά δεκατρείς πριγκίπισσες και ερωτεύεται την ομορφότερη από αυτές. Όταν μαθαίνει πως ο κακός βασιλιάς μετατρέπει σε πέτρες τους αμέριμνους περαστικούς, ο Ιβάν αποφασίζει να αναμετρηθεί μαζί του. Συγκρουόμενος με τον Καστσέι και τους τερατώδεις ακολούθους του, φαίνεται προς στιγμή να ηττάται αλλά χάρη στο μαγικό φτερό, το πουλί της φωτιάς εμφανίζεται και με το μαγικό του νανούρισμα αποκοιμίζει τους αντιπάλους του Ιβάν. Ο πρίγκιπας στη συνέχεια, ανακαλύπτει και σπάει το αυγό, στο οποίο φυλάσσεται η ψυχή του Καστσέι. Εκείνος ξεψυχά, τα μάγια του λύνονται και ο Ιβάν κερδίζει την πολυπόθητη αγάπη της πριγκίπισσας.