«Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί, θα δούμε ότι ποτέ δεν ζήσαμε».
Μπορεί ένας άνθρωπος νεκρός εσωτερικά να αναστηθεί μέσω του θανάτου; Αξίζει η τέλεια αφοσίωση σε κάτι – έστω υψηλό και ιδεατό – αν το τίμημα είναι μια ολόκληρη ζωή χαμένη; Και πού οδηγεί η επίπονη αναμέτρηση ενός καλλιτέχνη με την τέχνη του;
Ο γλύπτης Ρούμπεκ δημιουργεί την «Αναστάσιμη ημέρα» που αντικατοπτρίζει την ιδεώδη γυναίκα, ένα πανάγιο πλάσμα από μάρμαρο. Μούσα του υπήρξε η Ιρένε, με την οποία ο αμοιβαίος έρωτας δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Όταν αποφασίζει να ενώσει τη ζωή του με τη Μάγια, η έμπνευσή του χάνεται και οι δύο σύντροφοι βυθίζονται σε έναν άδειο και πληκτικό γάμο. Γεμάτος τύψεις για τις χαμένες ευκαιρίες κι αφού συναντήσει ξανά την Ιρένε σε ένα από τα ταξίδια του, θα ακολουθήσει ένας οδυνηρός απολογισμός γεμάτος υπαρξιακές συγκρούσεις. Την ίδια στιγμή, η Μάγια χάνεται μέσα σε ηδονικά μονοπάτια με έναν νεαρό κυνηγό.
Ο Ερρίκος Ίψεν γράφει το κύκνειο άσμα του σε αρκετά μεγάλη ηλικία. Πρόκειται για ένα έργο στο οποίο συνυφαίνονται συχνά αξεδιάλυτα το ρεαλιστικό με το ονειρικό στοιχείο. Ομοίως και οι τέσσερις χαρακτήρες αντιπροσωπεύουν αντιθετικές έννοιες: ο ιδεαλιστής καλλιτέχνης Ρούμπεκ, η ιδεατή Μούσα Ιρένε, ο λάγνος Ουλφχάιμ, η γήινη Μάγια. Οι βασικές έννοιες που συνθέτουν τον κεντρικό άξονα του έργου είναι η ζωή και ο θάνατος, ο άνθρωπος και η τέχνη, η αναμέτρηση με τον εαυτό μας λίγο πριν το τέλος.
ΜΗΝ ΧΑΣΕΙΣ!
Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς ανέλαβε να ζωντανέψει ένα κείμενο ούτως ή άλλως δυσνόητο, που βαδίζει τολμηρά και αδιάκοπα ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το φανταστικό. Ερμηνευτικά καθοδηγεί σωστά τους τέσσερις πρωταγωνιστές ενσωματώνοντας στην παράσταση αρκετά νεωτεριστικά στοιχεία. Οι αργές, βαριές σιωπές σε συνδυασμό με τις άχρωμες, νεκρές και χωρίς συναίσθημα φωνές των ηρώων επιτείνουν την αίσθηση της παραίτησης, του εσωτερικού θανάτου και της απουσίας επικοινωνίας. Ευχάριστες οι πινελιές χιούμορ με διφορούμενη έννοια, ενώ τα λευκά σημαιάκια που σταθερά και σταδιακά κατακλύζουν τον χώρο σχηματοποιούν τα εμπόδια κι έναν ολοένα πιο ασφυκτικό κλοιό γύρω τους. Ωστόσο, η χορογραφία μπαλέτου σε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένας τόνος πιο ποιητικός και αέρινος δεν είναι παντού απαραίτητη ή πετυχημένη, ενώ σε κάποια σημεία η παρατεταμένη σιγή γίνεται κουραστική. Σίγουρα λοιπόν απευθύνεται σε θεατές μυημένους και υποψιασμένους που θα πρέπει να είναι προετοιμασμένοι για το τι πρόκειται να παρακολουθήσουν.
Ο Ρούμπεκ του Περικλή Μουστάκη διαθέτει την εσωτερικότητα που απαιτεί ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου που έβαλε την καλλιτεχνική του ιδιότητα πάνω απ’ όλα, πάνω ακόμα κι από τον άνθρωπο. Βαθιά δοσμένος στην ιδέα να δημιουργεί μέχρι την τελευταία του πνοή, καταλήγει με την ψυχή κλειδωμένη και τη συνείδηση να τον βαραίνει, μετανιωμένος που δεν αφέθηκε επιμένοντας σε έναν έρωτα στην πιο αγνή του μορφή. Ουσιαστικά στο πρόσωπό του ο ίδιος ο συγγραφέας βγάζει τη δική του ετυμηγορία για τη ζωή: τα πάντα αποδεικνύονται πλάνη.
Η Ρένη Πιττακή χτίζει με αμεσότητα την κουρασμένη φιγούρα της Ιρένε, μια ζωντανή – νεκρή γυναίκα με σπασμένες εσωτερικές χορδές που πέρασε ατελείωτα χρόνια στο σκοτάδι, γεγονός που υποδηλώνεται από το συχνό της αγκάλιασμα με τον «θάνατο» που την ακολουθεί σε κάθε της βήμα, έχοντας υπηρετήσει καθολικά το όραμα του καλλιτέχνη. Το λευκό της φόρεμα έρχεται σε θλιβερή αντίθεση με τη μαυρισμένη ψυχή της. Ο πόθος και το ανικανοποίητο ανάμεσά τους είναι τόσο έντονα που μιλούν για το άγαλμα σαν να ήταν το πραγματικό τους παιδί και εκεί μέσα βρίσκεται φυλακισμένος ο πυρήνας της ύπαρξής τους.
Η Μαρία Κεχαγιόγλου δίνει μια ζωντανή ερμηνεία της συμβιβασμένης Μάγια που αποφασίζει να φύγει κυνηγώντας την περιπέτεια με σκοπό να ξεφύγει από τα όνειρα που διαψεύστηκαν και μια ανούσια, πνιγηρή καθημερινότητα.
Η Αλεξία Καλτσίκη είναι η μαυροφορεμένη γυναικεία μορφή που ταυτίζεται με τον θάνατο και καταφέρνει να επιβάλλει την παρουσία της ως επί το πλείστον μέσω της κίνησης. Στις ελάχιστες στιγμές που μιλά, μπλέκει τις συνήθως ακατάληπτες λέξεις τις πάνω σε αυτές των άλλων δίνοντας έτσι στην ατμόσφαιρα έντονο μεταφυσικό χρώμα.
Ο Μιχάλης Σαράντης είναι πειστικός στον ρόλο του πρωτόγονου κυνηγού Ουλφχάιμ που χειρίζεται τα άγρια ζώα και τις γυναίκες με μια άνεση που φτάνει σχεδόν στην έπαρση, ενώ έχει απόλυτο έλεγχο σώματος, κινήσεων και λόγου.
Το σκληρό λευκό φως (Αλέκος Αναστασίου) και οι φυσικοί – μεταφυσικοί ήχοι της εξοχής (Δημήτρης Καμαρωτός) είναι πλήρως εναρμονισμένα με τη συνολική μη νατουραλιστική αίσθηση.
Το παιχνίδι τελειώνει με τις πρώτες λέξεις που είπε στους Αποστόλους ο Χριστός μετά την Ανάστασή του: «Εἰρήνη ὑμῖν». Ίσως λοιπόν τώρα που η πολυπόθητη ένωση πραγματοποιήθηκε, το μίσος, οι ενοχές, όλα έχουν πια καταλαγιάσει. Ταυτόχρονα όμως το τέλος ενέχει και μια ειρωνεία, καθώς η εκπλήρωση έρχεται μέσα από τον θάνατο.